Η εικόνα διαφοροποιείται ανά περιοχή. Στην Αττική, για παράδειγμα, πρώτες έρχονται οι κατοικίες 51 – 75 τ.μ. (32,7%), υποδεικνύοντας ότι η σχέση μεγέθους και τιμής αποτελεί τον κύριο οδηγό στις αποφάσεις των αγοραστών, ειδικά σε ένα περιβάλλον έντονου ανταγωνισμού και ανατιμήσεων. Αντίθετα, στη Θεσσαλονίκη, τα μεγαλύτερα διαμερίσματα 76 – 100 τ.μ. προηγούνται (33,5%), ενώ τα πολύ μικρά ακίνητα κινούνται χαμηλά στις προτιμήσεις (12,5%).
Στην περιφέρεια, οι ισορροπίες είναι διαφορετικές: τα πολύ μικρά ακίνητα έως 50 τ.μ. κυριαρχούν με 27,2%, κάτι που ερμηνεύεται κυρίως ως αποτέλεσμα χαμηλότερης αγοραστικής δύναμης, αλλά και αυξημένης ζήτησης για εξοχικές ή επενδυτικές λύσεις σε τουριστικές περιοχές.
Οι μεταβολές στις αγοραστικές συμπεριφορές δεν είναι τυχαίες. Η αυξημένη φορολογία στα ακίνητα, τα επιτόκια στεγαστικών δανείων και το συνολικό κόστος συντήρησης ενός σπιτιού ωθούν τους αγοραστές σε πιο «συμμαζεμένες» επιλογές. Παράλληλα, το νέο προφίλ των νοικοκυριών – μικρότερα σε μέγεθος, με συχνά μεταβαλλόμενες ανάγκες – ενισχύει την προτίμηση σε κατοικίες που προσφέρουν επάρκεια χωρίς υπερβολές.
Ακόμα και στην ανώτερη κατηγορία (101 – 150 τ.μ.), η ζήτηση περιορίζεται στο 18,3%, ενώ τα σπίτια άνω των 151 τ.μ. διατηρούν μερίδιο μόλις 9,5%, αν και με μικρή άνοδο από πέρσι. Αυτό πιθανώς υποδηλώνει την είσοδο αγοραστών υψηλότερου εισοδήματος, οι οποίοι βλέπουν επενδυτικές ευκαιρίες ή επιθυμούν αναβάθμιση συνθηκών διαβίωσης.
Η φετινή εικόνα της αγοράς ακινήτων υπογραμμίζει με σαφήνεια την ανάγκη προσαρμογής στις νέες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Παρά τη γεωγραφική διαφοροποίηση στις προτιμήσεις, η κυρίαρχη τάση είναι κοινή: στροφή προς κατοικίες που εξυπηρετούν τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών χωρίς να ξεφεύγουν από τον προϋπολογισμό τους.