Όλο και περισσότεροι επιστήμονες εκφράζουν ανησυχία για το ενδεχόμενο να γίνει ένας μεγάλος σεισμός στην Κωνσταντινούπολη, μετά τους καταστροφικούς σεισμούς στην νότια Τουρκία.
Τούρκοι σεισμολόγοι εμφανίζονται βέβαιοι πως αυτό θα συμβεί, δεν μπορούν όμως να προσδιορίσουν το πότε.
«Δεν είναι κάτι καινούργιο. Εδώ και αρκετά χρόνια γίνεται αυτή η συζήτηση, υπάρχει ένα κομμάτι του ρήγματος της βόρειας Ανατολίας, που φαίνεται ότι κατά μήκος του δεν έχει γίνει κάποια κίνηση εκεί στο πρόσφατο παρελθόν. Οπότε κάποια στιγμή προφανώς θα γίνει κίνηση και η κίνηση αυτή θα συνοδευτεί με κάποιον ισχυρό σεισμό που θα γίνει στην περιοχή κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Είναι μάλλον ένα κοινό μυστικό στη σεισμολογική κοινότητα, το ξέρουμε, απλώς δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια», δήλωσε στην ΕΡΤ3 ο καθηγητής σεισμολογίας του ΑΠΘ, Μανώλης Σκορδίλης.
Για το αν θα επηρεάσει την Ελλάδα ένας ενδεχόμενος μεγάλος σεισμός στην Κωνσταντινούπολη, απάντησε πως αυτό «θα εξαρτηθεί από το μέγεθός του».
Στην Τουρκία έχει φουντώσει η συζήτηση για το εάν η Κωνσταντινούπολη μπορεί να είναι το επίκεντρο του επόμενου ισχυρού σεισμού.
Απαντώντας σε ερωτήσεις για το αν θα συμβεί σεισμός στην Κωνσταντινούπολη μεγαλύτερος από 7 Ρίχτερ, ο Σουκρού Ερσόι, καθηγητής γεωλογίας στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο Yıldız, απάντησε: «Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν θα συμβεί ισχυρός σεισμός στην Κωνσταντινούπολη, αλλά πότε θα συμβεί. Με τα δεδομένα που έχουμε για τους προηγούμενους σεισμούς και ορισμένα μοντέλα , μπορούμε να πούμε ότι ο σεισμός της Κωνσταντινούπολης είναι κοντά. Δεν θα εκπλαγούμε αν χτυπήσει…».
Πιο συγκεκριμένη πρόβλεψη κάνει ο γνωστός καθηγητής Νατζί Γκιορούρ ο οποίος είχε προβλέψει τον σεισμό του Καχραμάνμαρας. «Η κατάσταση στην Κωνσταντινούπολη δεν είναι καθόλου καλή. Όλες οι επιστημονικές έρευνες δείχνουν ότι έρχεται η ώρα της Κωνσταντινούπολης. Είχε ειπωθεί το 1999 ότι αναμενόταν σεισμός σε περίπου 30 χρόνια. Έχουν περάσει ήδη 23 χρόνια, από τότε. Η πιθανότητα να ξεσπάσει σεισμός πάνω από 7 Ρίχτερ στην Κωνσταντινούπολη έχει αυξηθεί στο 80%. Αν θα γίνει σεισμός στην Κωνσταντινούπολη, θα έχουμε περισσότερες καταστροφές από το Καχαραμανμαράς» είπε ο διάσημος Τούρκος σεισμολόγος.
Αναφερόμενος στον μεγάλο σεισμό στην περιοχή του Μαρμαρά το 1999 που ήταν μεγαλύτερος από 7,6 Ρίχτερ, ο Νατζί Γκιορούρ, μιλά για την πιθανότητα να γίνει νέος ισχυρός σεισμός στην Κωνσταντινούπολη.
«Έχοντας ήδη ένα σεισμό στην περιοχή του Μαρμαρά, πάνω από 7 Ρίχτερ, η πιθανότητα να γίνει σεισμός ανά πάσα στιγμή μετά από 30 χρόνια, είχε ειπωθεί ότι ήταν 62%. Τώρα, αφού έχουν περάσει ήδη 23 χρόνια (από το 1999) η πιθανότητα έχει αυξηθεί στο 80%. Άρα κάθε μέρα η πιθανότητα στην περιοχή του Μαρμαρά αυξάνεται και ο σεισμός πλησιάζει» σημείωσε.
Συναγερμός από Γερμανούς επιστήμονες
Ακόμη και οι μικρές διακυμάνσεις της στάθμης της θάλασσας, όπως αυτές που προκαλούνται από την παλίρροια, είναι αρκετές για να προκαλέσουν τοπική σεισμικότητα, σύμφωνα με έρευνα του Γερμανικού Κέντρου Ερευνών Γεωεπιστημών (Deutsches GeoForschungs Zentrum / GFZ) του Πότσνταμ. Οι επιστήμονες ανέλυσαν σεισμικά δεδομένα από την χερσόνησο Αρμουτλού της Προποντίδας, νοτίως της Κωνσταντινούπολης και δυτικά της Νικομήδειας (Izmit). Τα αποτελέσματα θα βοηθήσουν να εκτιμηθούν ποιες μεταβολές επαρκούν για να ενεργοποιήσουν τα τοπικά ρήγματα και να προκαλέσουν σεισμούς.
Στην περιοχή αυτή λειτουργεί το Παρατηρητήριο Γεωφυσικής του Ρήγματος της Βόρειας Ανατολίας (GONAF). Οι σεισμικές επιδράσεις που προκαλούνται από τις φυσικές διακυμάνσεις της στάθμης της θάλασσας είναι συνήθως τόσο μικρές ώστε είναι δύσκολο ή αδύνατο να ανιχνευθούν με την βοήθεια σεισμικών καταλόγων, οι οποίοι συντάσσονται με παραδοσιακές τεχνικές ανάλυσης δεδομένων. Γι’ αυτό και χρησιμοποιήθηκαν νέες τεχνικές Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ), οι οποίες καθιστούν δυνατό τον εντοπισμό πολύ μικρότερων σεισμών που «κρύβονται» στα συμβατικά δεδομένα μέτρησης.
Η επιστημονική ομάδα με επικεφαλής την Πατρίτσια Μαρτίνεθ-Γκαρθόν και τον διευθυντή του τμήματος Γεωμηχανικής και Επιστημονικών Γεωτρήσεων του GFZ -και καθηγητή του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου- Μάρκο Μπόνχοφ τις αξιοποίησε και συνέταξε καταλόγους σεισμικότητας υψηλής ανάλυσης οι οποίοι περιέχουν συνήθως περίπου δέκα φορές περισσότερους σεισμούς από τους συνήθεις. Έτσι, τεκμηριώθηκε για πρώτη φορά μια ισχυρή επίδραση των εξαρτώμενων από τις παλίρροιες αλλαγών της στάθμης της θάλασσας στην τοπική σεισμικότητα. Κατά τους ερευνητές μάλιστα αυτό «υποδηλώνει ότι τα τοπικά ρήγματα στην χερσόνησο Αρμουτλού βρίσκονται στα πρόθυρα ολίσθησης και στη συνέχεια θα μπορούσαν να προκληθούν περαιτέρω σεισμοί». Σημειώνουν όμως ότι πρέπει να επεκταθεί χρονικά ο βελτιωμένος κατάλογος για να διαπιστωθεί εάν αυτή η συσχέτιση είναι μόνιμη ή εάν αλλάζει με την πάροδο του χρόνου. Η έρευνες επομένως θα συνεχιστούν.
Η δυνατότητα καλύτερης πρόβλεψης ενός σεισμού, ειδικά σε πυκνοκατοικημένες περιοχές όπως η ευρύτερη περιοχή της Κωνσταντινούπολης με τα 16 (επισήμως) ή τα 20 (ανεπισήμως) εκατομμύρια κατοίκους και τα περίπου 1,6 εκατομμύρια παλιά, μη ασφαλή, κτίρια, αποτελεί πρόκληση για τους επιστήμονες. Η χερσόνησος Αρμουτλού είναι μέρος του ενεργού συστήματος ρηγμάτων της Βόρειας Ανατολίας, ενός σημαντικού ορίου τεκτονικών πλακών γνωστού για την πρόκληση καταστροφικών σεισμών, όπως στη Νικομήδεια το 1999, που στοίχισε σχεδόν 20.000 ζωές. Ο κύριος βραχίονας του ρήγματος βρίσκεται μεταξύ της Κωνσταντινούπολης και της χερσονήσου Αρμουτλού και πολλοί επιστήμονες προειδοποιούν ότι επίκειται εκεί ένας μεγάλος σεισμός. Ο πρόσφατος ισχυρός σεισμός στην Τουρκία και την Συρία θα μπορούσε να ήταν μια τρομερή προειδοποίηση.
«Η πιθανότητα ενός σεισμού δεν έχει επιδεινωθεί μεν εξαιτίας των πρόσφατων σεισμών την Ανατολία, ο κίνδυνος όμως ενός σεισμού στην Κωνσταντινούπολη παραμένει υψηλός», τόνισε ο σεισμολόγος Γκέρνοτ Χάρτμαν του Ομοσπονδιακού Ιδρύματος Γεωεπιστημών του Ανοβέρου στην εφημερίδα «Βild».
Την ίδια άποψη έχει και ο Μάρκο Μπόνχοφ του GFZ: «Ένας καταστροφικός σεισμός έως 7,4 Ρίχτερ κάθε άλλο παρά θα αποτελούσε έκπληξη στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης και μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Αν και η κατάσταση δεν έχει αλλάξει λόγω των πρόσφατων σεισμών στα νοτιοανατολικά της χώρας, ο κίνδυνος είναι γενικά το ίδιο υψηλός όσο και εκεί. Η μέση περίοδος επανάληψης ενός μεγάλου σεισμού στην Κωνσταντινούπολη είναι 250 χρόνια και η περιοχή αυτή είναι η μόνη ολόκληρου του ορίου της πλάκας της Βόρειας Ανατολίας που δεν έχει ενεργοποιηθεί για περισσότερα από 250 χρόνια. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι έχει συσσωρευθεί μεγάλη ενέργεια. Ο τελευταίος μεγάλος στην Κωνσταντινούπολη έγινε το 1766, άρα ο επόμενος έχει καθυστερήσει», τόνισε στο Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων (dpa).
Το χειρότερο δε κατά τον ίδιο επιστήμονα είναι ότι «η πόλη δεν μπορεί να βασίζεται στο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης λόγω της μικρής απόστασης από το όριο της πλάκας. Ο χρόνος προειδοποίησης είναι μόνο λίγα δευτερόλεπτα. Επίσης, το νοτιοδυτικό τμήμα της πόλης δεν βρίσκεται δυστυχώς σε στερεό έδαφος όπως ο γρανίτης, αλλά πάνω σε μια αποξηραμένη λιμνοθάλασσα. Σε μαλακό έδαφος, μπορεί να υπάρξει ισχυρή ενίσχυση των κινήσεων του εδάφους, μερικές φορές μαζί με φαινόμενα ρευστοποίησης. Και τα δύο προκαλούν χειρότερη ζημιά. Επίσης, το (παλαιό) διεθνές αεροδρόμιο βρίσκεται σε αυτήν την περιοχή οπότε θα είναι δύσκολο για τους διασώστες να φτάσουν εκεί».
Η Χάιντρουν Κοπ, καθηγήτρια του πανεπιστημίου του Κιέλου και επικεφαλής του τμήματος Δυναμικής των Ωκεανών του Κέντρου Ωκεναογραφικών Ερευνών Γκέομαρ Χέλμχολτς (Geomar Helmholtz) επανέλαβε: «Από τον τελευταίο μεγάλο σεισμό της Κωνσταντινούπολης το 1766, η ενέργεια έχει αυξηθεί. Υπάρχει πλέον έλλειμμα κίνησης έως και τεσσάρων μέτρων σε αυτό το σημείο και η πόλη βρίσκεται σχεδόν πάνω στο ρήγμα. Από δε το 1939 έχει παρατηρηθεί ότι οι σεισμοί πλησιάζουν όλο και περισσότερο την Κωνσταντινούπολη από ανατολικά προς δυτικά».
Ο σεισμολόγος Γκέρνοντ Χάρτμαν του Ομοσπονδιακού Ιδρύματος Γεωεπιστημών του Ανοβέρου τόνισε τέλος στην εφημερίδα «Bild» ότι ο σεισμός «θα μπορούσε να συμβεί στο εγγύς μέλλον, αλλά θα μπορούσε να γίνει και μετά από δεκαετίες. Η τεκτονική πίεση αυξάνεται συνεχώς και όσο περισσότερο διαρκεί εκεί η “ησυχία”, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα ενός ισχυρού σεισμού. Είναι επομένως σημαντικό να αναγνωρισθεί ο επικείμενος κίνδυνος και να γίνει προετοιμασία για αυτόν τώρα».