Νέο σκηνικό στην εγχώρια αγορά ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών οικιακών συσκευών αναμένεται να διαμορφώσει η ενδεχόμενη πώληση της «Κωτσόβολος», ειδικά μάλιστα καθώς αποτελεί τον μεγαλύτερο παίκτη τής εν λόγω αγοράς. Μια αγορά που τα τελευταία χρόνια αλλάζει συνεχώς, μετά την πτώχευση της «Ηλεκτρονικής Αθηνών» το 2016, την εξαγορά της MediaMarkt το 2019 από τον όμιλο Olympia και τη συγχώνευση με την Public, και την είσοδο, την ίδια χρονιά, της «Πλαίσιο» στην κατηγορία των «λευκών συσκευών».
Χθες το πρωί ο βρετανικός όμιλος Currys (πρώην Dixons), όπου ανήκει η «Κωτσόβολος», ανακοίνωσε ότι εξετάζει την πώληση της γνωστής αλυσίδας, με το χρονοδιάγραμμα, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες της «Κ», να προβλέπει ότι οι όποιες διαδικασίες θα έχουν ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του 2023. Η αναζήτηση αγοραστή έχει ανατεθεί στη Citigroup, ενώ εξετάζονται τρία σενάρια: πώληση του 100% της «Κωτσόβολος», πώληση πλειοψηφικού πακέτου μετοχών ή τελικά διατήρηση του ελέγχου, εάν δεν ευοδωθεί κάποιο από τα δύο παραπάνω σενάρια.
Ο λόγος που η Currys αποφάσισε να βάλει πωλητήριο στην «Κωτσόβολος» είναι ότι η θυγατρική της στην Ελλάδα αποτελεί εδώ και αρκετά χρόνια το πιο καλό «ασημικό» της, καθώς όχι μόνο διατήρησε αλλά και ενίσχυσε την ηγετική θέση της στην αγορά, παρά τις διαδοχικές κρίσεις, όπως ήταν η οικονομική, η πανδημική και η πληθωριστική, σημειώνοντας μάλιστα ισχυρές επιδόσεις και στην κερδοφορία. Τα έσοδα της «Κωτσόβολος» αποτελούν περίπου το 20% του συνόλου των εσόδων του βρετανικού ομίλου.
Εάν τελικά η «Κωτσόβολος» πωληθεί, θα είναι η πέμπτη φορά στην 73χρονη ιστορία της που αλλάζει ιδιοκτήτη.
«Στην παρούσα φάση η Currys επιδιώκει να αξιοποιήσει την υψηλή προοπτική της “Κωτσόβολος”, αλλά και της ελληνικής οικονομίας, προσβλέποντας στην υπεραξία της εταιρείας, καθώς και στα κεφάλαια που εκτιμάται ότι θα εισρεύσουν στη χώρα λόγω της επενδυτικής βαθμίδας», ανέφερε χαρακτηριστικά στην «Κ» στέλεχος με γνώση των αποφάσεων και των κινήσεων του βρετανικού ομίλου. Από την άλλη, ο βρετανικός όμιλος μετρά συνεχώς απώλειες στη βρετανική και στη σκανδιναβική αγορά, τις οποίες μέσω της πώλησης της «Κωτσόβολος» θέλει εν μέρει να αντισταθμίσει.
Το μεγάλο ερώτημα βεβαίως που προκύπτει πλέον είναι το ποιος θέλει και μπορεί να αγοράσει την «Κωτσόβολος». Ο ένας τουλάχιστον από τους άλλους δύο μεγάλους «παίκτες» της αγοράς, η «Πλαίσιο», που πριν από λίγους μήνες βγήκε και από το Χρηματιστήριο Αθηνών, δηλώνει «παρών» στις διαδικασίες – η εταιρεία, σημειωτέον, μπήκε στις «λευκές συσκευές» μόλις το 2019. Ο έτερος μεγάλος «παίκτης», η Public, βρίσκεται ακόμη σε διαδικασία ολοκλήρωσης της συγχώνευσης με τη MediaMarkt και υπό τις παρούσες συνθήκες φαίνεται σχεδόν απίθανο ότι θα έμπαινε σε συζήτηση για μια νέα εξαγορά και μάλιστα μιας εταιρείας η αποτίμηση της οποίας εκτιμάται ότι θα είναι αρκετά υψηλή. Υπενθυμίζεται ότι το enterprise value της «Κωτσόβολος» όταν πωλήθηκε στην Dixons από τον όμιλο Φουρλή, πριν από περίπου 20 χρόνια, ήταν 167 εκατ. ευρώ, ποσό που με τα σημερινά δεδομένα εκτιμάται ότι μπορεί να είναι ίσως το διπλάσιο. Στη χρήση 2021-2022 η «Κωτσόβολος» είχε κύκλο εργασιών 664,42 εκατ. ευρώ και EBITDA 51,7 εκατ. ευρώ.
Ισχυροί «παίκτες» που δραστηριοποιούνται στην ίδια αγορά στην Ευρώπη είναι η Ceconomy (MediaMarkt/Saturn), που αποχώρησε όμως από την ελληνική αγορά το 2019, πωλώντας τη δραστηριότητά της στην Public, η Fnac, που επίσης αποχώρησε από την ελληνική αγορά το 2010, ενώ η Euronics αποτελεί ευρωπαϊκό όμιλο οικονομικού σκοπού, αποτελούμενη από μεμονωμένους λιανεμπόρους ηλεκτρικών συσκευών σε όλη την Ευρώπη. Δεν είναι λίγοι οι παράγοντες εκείνοι της αγοράς που εκτιμούν ως πιθανότερο το σενάριο η «Κωτσόβολος» να περάσει στον έλεγχο κάποιου επενδυτικού fund, δεδομένου ότι πρόκειται για εταιρεία που μπορεί να έχει γρήγορα υψηλές αποδόσεις.
Εάν πάντως τελικά πωληθεί, αυτή θα είναι η πέμπτη φορά που η «Κωτσόβολος», η οποία μετρά 73 χρόνια ζωής, θα αλλάξει ιδιοκτήτη. Η ιστορία της ξεκινάει το 1950, όταν ο Παναγιώτης Κωτσόβολος άνοιξε ένα μικρό κατάστημα στην οδό Αριστείδου στο κέντρο της Αθήνας, πωλώντας με δόσεις κυρίως ραδιόφωνα και κουζίνες. Το 1979 ο Μαρίνος Παράβαλος εξαγόρασε το 56% της εταιρείας και δύο χρόνια αργότερα απέκτησε το 100% αυτής. Το 1993 η εταιρεία εξαγοράστηκε από τη «Φουρλής Trade AEBE» και το 1998 ήταν η «Κωτσόβολος» υπό την ιδιοκτησία του Φουρλή που εξαγόρασε την έτερη μεγάλη αλυσίδα του κλάδου, τη «Ράδιο Αθήναι», ενώ το 2005 η εταιρεία πωλήθηκε στην Dixons, που αποτελεί και τον τελευταίο ιδιοκτήτη της. Η «Κωτσόβολος» διαθέτει σήμερα 93 καταστήματα στην Ελλάδα και τρία στην Κύπρο (σε Λευκωσία, Λεμεσό και Πάφο).