Η απάντηση της κυβέρνησης ήταν άμεση: πάγωμα χρηματοδοτήσεων ύψους 2,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων και σύμβασης ύψους 60 εκατομμυρίων δολαρίων.
Όπως αναφέρουν οι New York Times, η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης συνιστά μείζονα καμπή στη συνεχιζόμενη επίθεση της κυβέρνησης Τραμπ κατά της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με στόχο -όπως έχει διακηρυχθεί- την «εκρίζωση της ιδεολογικής μονομέρειας και της αντισημιτικής ανοχής» στα αμερικανικά πανεπιστήμια.
Οι απαιτήσεις της κυβέρνησης
Η επιστολή της κυβέρνησης προς το Χάρβαρντ απαριθμούσε μια σειρά απαιτήσεων που θα άλλαζαν ριζικά τον τρόπο λειτουργίας του πανεπιστημίου.
Μεταξύ αυτών:
– Παροχή όλων των δεδομένων εισαγωγής —συμπεριλαμβανομένων απορριφθέντων και δεκτών υποψηφίων— διαχωρισμένων ανά φυλή, καταγωγή, GPA και επιδόσεις σε τεστ.
– Έλεγχος λογοκλοπής σε όλους τους νυν και υποψήφιους καθηγητές.
– Κατάργηση όλων των προγραμμάτων που σχετίζονται με τη διαφορετικότητα, την ισότητα και την ένταξη.
– Άμεση αναφορά των ξένων φοιτητών με πειθαρχικά παραπτώματα στις ομοσπονδιακές αρχές.
– Επιβολή εξωτερικού ελέγχου σε ακαδημαϊκά προγράμματα με «ιστορικά προβλήματα αντισημιτισμού», όπως η Σχολή Δημόσιας Υγείας, η Ιατρική Σχολή και το Divinity School.
– Αξιολόγηση της «πολιτικής πολυφωνίας» στα τμήματα και πιθανή παρέμβαση για την ενίσχυσή της.
– Διενέργεια προσλήψεων υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης, τουλάχιστον ως το 2028.
Πρόκειται για αιτήματα που, σύμφωνα με τη διοίκηση του Χάρβαρντ, συνιστούν πρωτοφανή παραβίαση της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της συνταγματικής αυτονομίας ενός ιδιωτικού εκπαιδευτικού ιδρύματος.

Η απάντηση του Χάρβαρντ
Ο πρόεδρος του πανεπιστημίου, Άλαν Γκάρμπερ, απάντησε άμεσα με επιστολή προς την ακαδημαϊκή κοινότητα: «Καμία κυβέρνηση -ανεξαρτήτως κόμματος- δεν έχει το δικαίωμα να υπαγορεύει τι θα διδάσκουν τα πανεπιστήμια, ποιους θα προσλαμβάνουν και ποιους θα εκπαιδεύουν».
Ο Γκάρμπερ υποστήριξε ότι το Χάρβαρντ έχει ήδη προχωρήσει σε σημαντικές αλλαγές για την αντιμετώπιση του αντισημιτισμού και τη βελτίωση του κλίματος στην πανεπιστημιούπολη, περιλαμβανομένων πειθαρχικών ποινών σε φοιτητές, επενδύσεων στην ιδεολογική πολυφωνία και ενίσχυσης της ασφάλειας. Ωστόσο, όπως ανέφερε, η κυβέρνηση επέλεξε να αγνοήσει αυτές τις ενέργειες και να επιβάλει όρους που καταπατούν την ανεξαρτησία της ακαδημαϊκής κοινότητας.
«Το πανεπιστήμιο δεν θα παραδώσει την ανεξαρτησία του ούτε θα απεμπολήσει τα συνταγματικά του δικαιώματα», έγραψε χαρακτηριστικά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ HARVARD
Πολιτικές αντιδράσεις και νομικές κινήσεις
Η Ρεπουμπλικανή βουλευτής Ελίζ Στεφάνικ κάλεσε την κυβέρνηση να «κόψει πλήρως τη χρηματοδότηση προς το Χάρβαρντ». Την ίδια στιγμή, εννέα ερευνητικά πανεπιστήμια και τρεις πανεπιστημιακοί οργανισμοί προσέφυγαν κατά της κυβέρνησης, διεκδικώντας την αποκατάσταση επιχορηγήσεων ύψους 400 εκατ. δολαρίων από το Υπουργείο Ενέργειας.
Ο καθηγητής νομικής Νίκολας Μπάουι, εκπροσωπώντας το τοπικό παράρτημα της American Association of University Professors, δήλωσε: «Είμαι ευγνώμων για το θάρρος και την ηγεσία του προέδρου Γκάρμπερ. Η απάντησή του αναγνωρίζει ότι δεν μπορείς να διαπραγματευτείς υπό εκβιασμό».
Μια συμβολική αντιπαράθεση με βαθιές προεκτάσεις
Η στάση του Χάρβαρντ θεωρείται κομβική για ολόκληρο τον ακαδημαϊκό χώρο. Ο πρόεδρος του American Council on Education, Τεντ Μίτσελ, ανέφερε ότι η στάση του πανεπιστημίου προσφέρει ένα «οδικό χάρτη» για τα υπόλοιπα ιδρύματα, ενώ φοιτητές όπως ο Ίθαν Κέλι χαρακτήρισαν την επιστολή του προέδρου Γκάρμπερ «ανακούφιση» και «ισχυρό μήνυμα».
Η αντιπαράθεση αυτή αντανακλά μια ευρύτερη προσπάθεια της κυβέρνησης Τραμπ να ασκήσει κεντρικό έλεγχο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, να περιορίσει τα προγράμματα διαφορετικότητας και να αναδιαμορφώσει τα πανεπιστήμια με βάση πολιτικά κριτήρια.
Από την πλευρά του, το Χάρβαρντ —ως το ισχυρότερο πανεπιστήμιο της χώρας— επέλεξε να μην υποχωρήσει, θέτοντας τις βάσεις για μια μακρά και ίσως νομικά επώδυνη σύγκρουση με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
