
Παρουσιάζοντας την τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, ο κ. Τσουκαλάς ήταν κάθετος σε ό,τι αφορά παροχές όπως, τόνισε χαρακτηριστικά, για επαναφορά 13ου και 14ου μισθού. Ανέφερε πως «θα ήταν λάθος να γίνουν τέτοιες παρεμβάσεις, γιατί μας ξαναβάζουν στην διαδικασία που μας έβαλε στην κρίση». Και τόνισε ότι πρέπει «να μη χάσουμε τη σταθερότητα που έχουμε επιτύχει, γιατί τα προβλήματα (σσ: που συσσωρεύονται στην Ευρώπη) θα έρθουν και σε εμάς».
Ο ίδιος επεσήμανε ότι η ρήτρα διαφυγής αφορά μόνο δαπάνες για αμυντικά προγράμματα και εξοπλισμούς, διευκρινίζοντας ότι «δημοσιονομικός χώρος για παροχές ανοίγει μόνο με υπέρβαση φορολογικών εσόδων» όπως πέρυσι που έφτασε στα 2 δισ. ευρώ. Αντιθέτως, δημοσιονομικός χώρος δεν ανοίγει με εφαρμογή της ρήτρας διαφυγής, πλην «μόνο αν θέλουμε να αυξήσουμε τις αμυντικές δαπάνες πάνω από 3% του ΑΕΠ».
Σύμφωνα με την έκθεση του Γραφείου, αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών θα υπάρξει με μείωση της ανεργίας και αύξηση της απασχόλησης όπως αυτή ήδη καταγράφεται, με την νέα φορολογική κλίμακα που θα ελαφρύνει τη μεσαία τάξη με εισοδήματα πάνω από 20.000 ευρώ, αλλά και με αυξήσεις μισθών όπως αυτές που ανακοινώθηκαν χθες. Ωστόσο επεσήμανε ότι «ο καταλληλότερος τρόπος για αυξήσεις στο δημόσιο είναι με κίνητρα αποδοτικότητας» και όχι με οριζόντιες αυξήσεις για όλους.
Ο ίδιος περιέγραψε μια σειρά κινδύνων στο διεθνές περιβάλλον και προβλήματα που διογκώνονται στην Ευρώπη (όπως γεωπολιτικές εντάσεις, επιβολή δασμών στα ευρωπαϊκά προϊόντα, χαμηλή ανάπτυξη, υπερχρέωση κρατών κ.α). Όπως είπε, αν η ΕΕ είχε μεγαλύτερη ανάπτυξη, θα είχε και η Ελλάδα ακόμα μεγαλύτερη ανάπτυξη.
Στους περισσότερους δείκτες η Ελλάδα ξεχωρίζει διεθνώς και βελτιώνεται συνεχώς. «Πρώτη προτεραιότητα», σύμφωνα με τον επικεφαλής του Γραφείου, θα πρέπει να είναι η συνεχής μείωση του δημοσίου χρέους.
Ωστόσο η χώρα υστερεί και βρίσκεται σε δυσμενέστερη σε σχέση με άλλες χώρες, σε τρεις βασικούς τομείς-δείκτες: στον πληθωρισμό (και ειδικά σε κόστος στέγασης), σε παραγωγικότητα αλλά σε κεφαλαιακό απόθεμα.
Με βάση τους υπολογισμούς του Γραφείου, αν η Ελλάδα συνεχίσει να καταγράφει αύξηση επενδύσεων 6,6% το χρόνο (όσο ο μέσος όρος μετά το 2020) το 2029 θα ανακτήσει το κεφαλαιακό απόθεμα που είχε το 2007 (προ κρίσης) και το 2030 θα φτάσει εκεί που ήταν το 2010 (ιστορικό ρεκόρ). Με χαμηλότερες επενδύσεις (αύξηση 4% αντί 6,6% ετησίως) αυτά θα συμβούν 6 χρόνια αργότερα, το 2035 και 2036 αντίστοιχα.
Η κατάσταση στην Ελλάδα
Σύμφωνα με την τριμηνιαία έκθεση, «η Ελληνική οικονομία έχει χτίσει ένα συμπαγές τείχος οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας, συνεχίζοντας και κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2024 την σταθερή πορεία βελτίωσης των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών μεγεθών». Ωστόσο «κλειδί» παραμένουν οι επενδύσεις και η παραγωγικότητα με έμφαση σε εξαγωγικούς τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας, σε συνδυασμό με την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων σε όλο το φάσμα της οικονομίας».
Η Ελληνική οικονομία το 2024 κατέγραψε υπερδιπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης σε σχέση με την Ευρωζώνη, καθώς το ΑΕΠ της Ελλάδας συνολικά για το έτος αυξήθηκε κατά 2,3%, ενώ παρουσίασε αύξηση 2,6% το τέταρτο τρίμηνο του 2024 σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2023, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Σε αυτή την σημαντικά θετική επίδοση του ΑΕΠ συνετέλεσαν η αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (3,6% συνολικά, 5,9% για υπηρεσίες και 1,6% για αγαθά) και η αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου κατά 9,0%. Η ιδιωτική κατανάλωση παρουσίασε μικρή επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης καταγράφοντας 0,8% ετησίως για το τέταρτο τρίμηνο του 2024, ενώ για το 2024 συνολικά εξακολουθεί να παρουσιάζει ανθεκτικότητα με τον ρυθμό αύξησης να καταγράφεται στο 2,1%. Αρνητική ήταν η συμβολή της δημόσιας κατανάλωσης (-3,4%) και των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (αύξηση 2,4% συνολικά).
Ο οίκος Moody’s, ο τελευταίος από τους τρεις μεγάλους οίκους αξιολόγησης, αναβάθμισε το αξιόχρεο της χώρας στην κατηγορία της επενδυτικής βαθμίδας, ενώ είχε προηγηθεί η αναβάθμιση εντός της επενδυτικής βαθμίδας από τους οίκους Scope και DBRS. Οι αναβαθμίσεις του αξιόχρεου της Ελλάδας δημιουργούν ευνοϊκότερες συνθήκες χρηματοδότησης για το σύνολο της εθνικής οικονομίας.
Οι επενδύσεις και η παραγωγικότητα με έμφαση σε εξαγωγικούς τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας σε συνδυασμό με επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων σε όλο το φάσμα της οικονομίας αποτελούν τον μοχλό για την βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο παρουσιάζει επιδείνωση για το 2024, και την ταχύτερη σύγκλιση του πραγματικού εισοδήματος των πολιτών προς τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
