Για αισιοδοξία στο Μουσείο της Ακρόπολης, όσον αφορά στην επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, μετά και τη «γκάφα» του Βρετανού πρωθυπουργού Ρίσι Σούνακ να σνομπάρει τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ακυρώνοντας τη μεταξύ τους συνάντηση, κάνει λόγο σε εκτενές δημοσίευμά του η βρετανική εφημερίδα «Observer».
Με τίτλο «το σνομπάρισμα του Ρίσι Σούνακ ενισχύει τις ελληνικές ελπίδες για την επιστροφή των Μαρμάρων», ο Observer αναφέρεται στην ελληνική οπτική των εξελίξεων, καθώς όπως σημειώνει, «ένας αέρας αισιοδοξίας διακατέχει το Μουσείο της Ακρόπολης».
Ο διευθυντής του Μουσείου Νίκος Σταμπολίδης δήλωσε στον Observer: «Ήταν μία υπέροχη εβδομάδα. Νομίζω ότι είναι δίκαιο να πούμε ότι τα γεγονότα προχωρούν και είναι υπέρ μας. Είμαι πολύ αισιόδοξος».
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, τους τελευταίους 24 μήνες, η προσπάθεια της Ελλάδας για επανένωση των Γλυπτών, που αγοράστηκαν από τον χρεοκοπημένο λόρδο Έλγιν, κάτω από συνθήκες που θεωρήθηκαν στην καλύτερη περίπτωση αμφιλεγόμενες, έχει εξελιχθεί με τρόπο που ούτε ο διευθυντής του μουσείου μπορούσε να φανταστεί.
Η γραβάτα του Καρόλου «σφράγισε κάθε αμφιβολία ότι η διαμάχη είχε ωφελήσει την Αθήνα»
Πέραν της επιστροφής του θραύσματος του Φάγκαν, «πιο έντονη ήταν η απόφαση του βασιλιά Καρόλου να φορέσει μία γραβάτα με την ελληνική σημαία και ένα μαντήλι με τα γαλανόλευκα στο πέτο, καθώς εκφώνησε την εναρκτήρια ομιλία στην COP28 για το κλίμα, γεγονός που σφράγισε κάθε αμφιβολία ότι η διαμάχη είχε ωφελήσει την Αθήνα».
«Σε μία εποχή δραματικής αλλαγής του τοπίου στην πολιτιστική διπλωματία, όταν οι διεκδικήσεις επιστροφής αμφισβητούμενων αντικειμένων αντιμετωπίζονται παγκοσμίως, ήταν δύσκολο να μην δει κανείς ότι η ενδυματολογική επιλογή του μονάρχη έστελνε ένα “σαφές μήνυμα”. Στο τελευταίο επίσημο ταξίδι του στη χώρα όπου γεννήθηκε ο πατέρας του, ο Κάρολος είχε ομολογήσει ότι είχε “βαθιά σχέση” με όλα τα ελληνικά πράγματα και αστειεύτηκε για το “ελληνικό αίμα” του», γράφει.
Η καθηγήτρια του δικαίου της πολιτιστικής κληρονομιάς στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας Ειρήνη Σταματούδη δήλωσε στη βρετανική εφημερίδα ότι «κανένα χρηματικό ποσό που θα μπορούσε να ρίξει η ελληνική κυβέρνηση στην εκστρατεία δεν θα βοηθούσε τόσο πολύ».