Η πιθανή νέα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, η οποία θα προκύψει μετά τις δεύτερες εκλογές, και η συνέχεια στις φιλικές προς την επιχειρηματικότητα και τις μεταρρυθμίσεις πολιτικές που παρατηρούνται τα τελευταία τέσσερα χρόνια, θα μπορούσε να σημαίνει ότι η Ελλάδα ίσως να μην απέχει πολύ από το να αποκτήσει εκ νέου την επενδυτική βαθμίδα για πρώτη φορά από το 2010, εκτιμά η HSBC σε σχετικό σχόλιο της με αφορμή τις εκλογές στην Ελλάδα.
«Αν και θα χρειαστεί άλλος ένας μήνας περίπου, ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται να βρίσκεται σε καλό δρόμο για να εξασφαλίσει μια δεύτερη θητεία ως Έλληνας πρωθυπουργός. Η πρώτη του θητεία χαρακτηρίστηκε από μια ισχυρή φιλική προς τις επιχειρήσεις ατζέντα με μεταρρυθμίσεις στην πλευρά της προσφοράς και τη βελτίωση της ελκυστικότητας της χώρας για τις άμεσες ξένες επενδύσεις» εξηγεί η HSBC.
Παρότι το σχέδιο του πρωθυπουργού εκτροχιάστηκε αρχικά από την πανδημία, με τη χώρα να πλήττεται από την πτώση στον τουρισμό, κατάφερε να κάνει τη χώρα να ανακάμψει δυναμικά και με εντυπωσιακό τρόπο, σημειώνοντας αύξηση του ΑΕΠ κατά 6,1% το 2022 και 8,1% το 2021. Το ΑΕΠ πλέον ξεπερνά τα επίπεδα προ-πανδημίας κατά 6,4% και οι επενδύσεις σχεδόν 50% υψηλότερες.
Τι θα σημάνει μια δεύτερη θητεία της Νέας Δημοκρατίας
Μια πιθανή νέα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θα ακολουθήσει πιθανότατα το σχέδιο της προηγούμενης κυβέρνησης. Στο προεκλογικό πρόγραμμα, το κόμμα έχει δεσμευτεί να επιτύχει ισχυρή ανάπτυξη με παράλληλη διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Θέτει ως στόχο την επίτευξη μεσοπρόθεσμης ανάπτυξης 3% και τη μείωση του χρέους προς το ΑΕΠ στο 120% μέχρι το 2030. Η ΝΔ δεσμεύτηκε για μισθούς πιο κοντά στο μέσο όρο της ΕΕ και αύξηση στον κατώτατο μισθό στα 950 ευρώ από 780 ευρώ έως το 2025. Οι συντάξεις θα αυξηθούν κατά 3,4% από τον ερχόμενο Ιανουάριο. Η νέα κυβέρνηση θα μειώσει το φόρο επιχειρήσεων για τους αυτοαπασχολούμενους κατά 20% το 2025 και 30% το 2026, προτού καταργηθεί το 2027, ενώ το αφορολόγητο όριο θα αυξηθεί κατά 1.000 ευρώ σε 10.000 ευρώ για τα νοικοκυριά με παιδιά. Σύμφωνα με το προεκλογικό σχέδιο της ΝΔ, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα αντιπροσωπεύουν περίπου το 80% της ηλεκτροπαραγωγής έως το 2030, ποσοστό διπλάσιο από το σημερινό.
Τι άλλαξε στην οικονομία και τι προβλέπει για το μέλλον
Η Ελλάδα αναμένεται να σημειώσει φέτος άλλο ένα έτος σταθερής ανάπτυξης και η κυβέρνηση προβλέπει ανάπτυξη 2,3% φέτος, υψηλότερη από τις προσδοκίες της HSBC για 2,1%. Η Ελλάδα κατέγραψε 0,3% του ΑΕΠ πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα, πριν τις πληρωμές τόκων, πολύ χαμηλότερα από το 1,6% του στόχου της κυβέρνησης, στοιχείο που είναι εντυπωσιακό. Ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ μειώθηκε κατά 23 ποσοστιαίες μονάδες στο 171% από το 2020. Το χρέος αναμένεται να μειωθεί στο 154,4%, πάνω από 50% μείωση από την κορύφωσή του στο 206,3% το 2020, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα θα εμφανίσει το δεύτερο χαμηλότερο δημοσιονομικό έλλειμμα στην ευρωζώνη μετά την Πορτογαλία το επόμενο έτος, μια αξιοσημείωτη αλλαγή σε σχέση με τα χρόνια της κρίσης δημοσίου χρέους της ευρωζώνης.
Η βελτιωμένη ικανότητα της Ελλάδας να προσελκύει άμεσες ξένες επενδύσεις, οι οποίες έφτασαν σε επίπεδο ρεκόρ 3% του ΑΕΠ πέρυσι, το οποίο έδωσε επίσης ώθηση στην ανάπτυξη. Παράλληλα έκανε την πρόσφατη επιδείνωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, από 6,8% του ΑΕΠ το 2021 σε 9,7% πέρυσι, το υψηλότερο από το 2010, εν μέρει λόγω της εκτίναξης των τιμών της ενέργειας, λίγο λιγότερο ανησυχητική λόγω της πιο σταθερής χρηματοδότησης.
Η ισχυρή ευρωπαϊκή στήριξη και η ικανότητα της κυβέρνησης να δαπανήσει γρήγορα τα χρήματα συνέβαλαν στην πρόσφατη ανάπτυξη. Η κυβέρνηση σκοπεύει να δαπανήσει “επιχορηγήσεις” ύψους 1,6% του ΑΕΠ από το πακέτο της ΕΕ NGEU το 2023 και 1,5% το 2024 για τη στήριξη των δημόσιων επενδύσεων. Τα δάνεια τoυ πακέτου NGEU θα πάνε σε ιδιωτικές επιχειρήσεις με βάση τη συμμετοχή με 20% του μετοχικού κεφαλαίου του έργου με ίδια κεφάλαια.
Συνολικά, στην Ελλάδα έχουν διατεθεί 31 δισ. ευρώ (πάνω από το 15% του ΑΕΠ) για να δαπανήσει μέχρι το 2026, ενώ πρόσφατα ζήτησε επιπλέον 5 δισ. ευρώ σε δάνεια από το πρόγραμμα REPowerEU για τη χρηματοδότηση της ενεργειακής μετάβασης.
Η επενδυτική βαθμίδα και οι ανοδικοί κίνδυνοι
Ένας σημαντικός ανοδικός κίνδυνος από την πλευρά της αγοράς είναι η πιθανότητα το ομόλογο της Ελλάδας να ανακτήσει σύντομα την επενδυτική βαθμίδα, γεγονός που θα μπορούσε να συμβάλει στη σημαντική διεύρυνση της επενδυτικής βάσης της Ελλάδας. Η χώρα χρειάζεται να ανέβει μόνο μία θέση στην κλίμακα αξιολόγησης της DBRS (BB high, σταθερή), της Fitch (BB+, σταθερή) και της S&P (BB+, σταθερή).
Στις 24 Απριλίου η S&P αναβάθμισε τις προοπτικές της αξιολόγησης σε θετικές προοπτικές, υπονοώντας πιθανή αναβάθμιση στους επόμενους 6-12 μήνες, επικαλούμενη το πρόσφατο ισχυρό ιστορικό της εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και ότι έκλεισε το δημοσιονομικό έλλειμμα ταχύτερα από ό,τι αναμενόταν, και μέσω βιώσιμων βελτιώσεων. Το ισχυρό ταμειακό απόθεμα της κυβέρνησης στα 35 δισ. ευρώ είναι αρκετό για να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες για πάνω από τρία χρόνια και έχοντας ήδη καλύψει τις χρηματοδοτικές τρέχουσες ανάγκες για το 2023, αποτελούν πρόσθετους παράγοντες που δείχνουν την ισχυρή δημοσιονομική θέση της Ελλάδας.