Η Ελλάδα εισέρχεται πλέον σε μια φάση κλιματικής αστάθειας που καθιστά τη διαχείριση των υδάτινων πόρων όχι απλώς τεχνική υπόθεση, αλλά πολιτικό και κοινωνικό στοίχημα. Η λειψυδρία δεν είναι ένα μελλοντικό ενδεχόμενο — είναι ήδη εδώ. Οι βροχοπτώσεις μειώνονται, τα φράγματα αδειάζουν, η γεωργία πασχίζει και τα δίκτυα ύδρευσης παρουσιάζουν διαρροές που φτάνουν σε ορισμένες περιπτώσεις το 50% της διακινούμενης ποσότητας. Μέσα σε αυτό το τοπίο, ο Νομός Αχαΐας εξελίσσεται σε χαρακτηριστικό παράδειγμα των προβλημάτων αλλά και των δυνατοτήτων της ελληνικής περιφέρειας στη διαχείριση του νερού.
Η Αχαΐα παρουσιάζει έντονες αντιφάσεις. Από τη μία πλευρά, διαθέτει υδάτινους πόρους, κυρίως στην ορεινή ενδοχώρα και τα υψίπεδα, αλλά από την άλλη το πεδινό και παράκτιο τμήμα, όπου συγκεντρώνεται ο μεγαλύτερος πληθυσμός και οι αγροτικές καλλιέργειες, υποφέρει από άνισο υδρολογικό ισοζύγιο. Οι ΔΕΥΑ Πατρών, Αιγιαλείας, Δυτικής Αχαΐας και Καλαβρύτων αντιμετωπίζουν χρόνιες αδυναμίες συντονισμού, υποχρηματοδότηση και παρωχημένες υποδομές. Η Πάτρα, τρίτη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, στηρίζεται ακόμα σε ένα σύστημα υδροδότησης που σχεδιάστηκε με πληθυσμιακά και υδρολογικά δεδομένα της δεκαετίας του ’80.

Την ίδια στιγμή, η αγροτική παραγωγή στο δυτικό ημισφαίριο του νομού — από τα Καλάβρυτα μέχρι την Κάτω Αχαΐα — εξαρτάται από δίκτυα άρδευσης που είτε λειτουργούν με ιδιωτικές γεωτρήσεις είτε με παρωχημένους ΤΟΕΒ. Η υπεράντληση των υπόγειων υδάτων, σε συνδυασμό με τη θαλάσσια διείσδυση, έχει οδηγήσει σε υφαλμύρωση εδαφών, ειδικά στην παραλιακή ζώνη του Λαρισσού και του Πηνειού. Η εναλλαγή περιόδων ξηρασίας με αιφνίδιες καταιγίδες απορρυθμίζει τον κύκλο των καλλιεργειών και αυξάνει το κόστος παραγωγής.
Η συζήτηση για κεντρική διαχείριση των ΔΕΥΑ και για δημιουργία ενιαίου υδροδοτικού φορέα στην Αχαΐα ή και σε επίπεδο Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας, παράγει εύλογες ενστάσεις. Από τη μία, η ανάγκη για εξορθολογισμό, σύγχρονη παρακολούθηση της κατανάλωσης και ενίσχυση της υδατικής ασφάλειας είναι αδιαμφισβήτητη. Από την άλλη, όμως, εγείρονται ερωτήματα για τη διατήρηση της τοπικής αυτονομίας, την πρόσβαση μικρών ορεινών κοινοτήτων σε επαρκές νερό και το ενδεχόμενο συγκεντρωτισμού που θα υποβαθμίσει αντί να αναβαθμίσει την ποιότητα των υπηρεσιών.
Το ζητούμενο δεν είναι να επιλέξουμε ανάμεσα στην πολυδιάσπαση και τον συγκεντρωτισμό, αλλά να σχεδιάσουμε ένα ευέλικτο και επιστημονικά τεκμηριωμένο μοντέλο διαχείρισης που θα βασίζεται στην καταγραφή δεδομένων, την πρόβλεψη και τον σεβασμό στην τοπική ιδιομορφία. Η Αχαΐα, λόγω της γεωμορφολογικής ποικιλίας και των διαφορετικών αναγκών κάθε περιοχής της (αστικές, αγροτικές, ορεινές, τουριστικές), προσφέρεται για πιλοτική εφαρμογή ολοκληρωμένων πρακτικών. Η υδρολογική παρακολούθηση με αισθητήρες, η επαναχρησιμοποίηση νερού, η αξιοποίηση βρόχινου ύδατος και η εκπαίδευση των καταναλωτών είναι κρίσιμες παράμετροι. Όπως επίσης και η αξιοποίηση ευρωπαϊκών πόρων χωρίς τις αγκυλώσεις του παρελθόντος.
Η πολιτεία οφείλει να θωρακίσει τους Δήμους και τις ΔΕΥΑ, αλλά και να θέσει σαφή εθνικά και περιφερειακά κριτήρια διαχείρισης του νερού. Η κλιματική κρίση δεν περιμένει. Το νερό δεν είναι ανεξάντλητο. Η Αχαΐα μπορεί να γίνει πρότυπο προσαρμογής, αρκεί να κινηθούμε με επιστημονική σοβαρότητα, τεχνική επάρκεια και διαφάνεια στη λήψη αποφάσεων.
Η διαχείριση του νερού δεν είναι πολυτέλεια, είναι επιβίωση.