Σε δύο άξονες θα κινηθεί η κυβερνητική πολιτική το επόμενο χρονικό διάστημα, προς την κατεύθυνση της άμβλυνσης των συνεπειών της ακρίβειας, που μαστίζει την κοινωνία και δεν δείχνει σημάδια αποκλιμάκωσης. Ένα στοιχείο ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι ότι οι καταναλωτές περιορίζουν ακόμη και το σούπερ μάρκετ.
Η εικόνα που υπάρχει αυτή την στιγμή στην κοινωνία δείχνει απόγνωση (όταν η ακρίβεια “κόβει” το σούπερ μάρκετ…) και αυτό έχει ανησυχήσει ιδιαίτερα το Μέγαρο Μαξίμου. Βλέποντας μάλιστα στην Ε.Ε. να μην δείχνει σημάδια άμεσης παρέμβασης, στην κυβέρνηση είναι έτοιμοι να αναλάβουν εθνική πρωτοβουλία, έστω και αν αυτό έχει συνέπειες στο προϋπολογισμό και στην δημοσιονομική ισορροπία.
Χθες (13.04.2022) μάλιστα ο υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης το έκανε ακόμη πιο σαφές λέγοντας ότι εφόσον η Ευρώπη δεν δράσει άμεσα, θα το κάνει από μόνη της και σε εθνικό επίπεδο η Ελλάδα, καθιστώντας σαφές ότι σε αυτή την «μάχη» απέναντι στην ακρίβεια ο πολίτης δεν θα μείνει μόνος του.
Στο ίδιο μήκος κύματος και οι δηλώσεις της ΓΓ Ενέργειας Αλεξάνδρας Σδούκου, που τόνισε ότι έρχεται αλλαγή στον τρόπο παρέμβασης και στήριξης της κοινωνίας απέναντι στις αυξήσεις στο ηλεκτρικό ρεύμα, σημειώνοντας ότι αναμένεται η λήψη αποφάσεων από την ΕΕ τον Μάϊο, αλλά η Ελλάδα δεν μπορεί να περιμένει μέχρι τότε.
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι έρχονται σημαντικές παρεμβάσεις που θα μειώσουν την τιμή του ρεύματος. Πρόκειται για ένα σύνθετο μηχανισμό, πού όμως απαιτεί σημαντική ενίσχυση που θα αυξήσει βέβαια το έλλειμμα.
Η δεύτερη παρέμβαση είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού – πιθανότατα στα 703 ευρώ – που θα στηρίξει σε ένα βαθμό το διαθέσιμο εισόδημα των περισσότερο ευάλωτων νοικοκυριών.
Ο νέος κατώτατος μισθός θα ισχύσει από την 1η Μαΐου και επισήμως θα γίνει γνωστός προς το τέλος του μήνα, δηλαδή λίγο την πριν έναρξη ισχύος του.
Στον αντίποδα όλων αυτών, η τιμή του «μαύρου χρυσού» στις διεθνείς αγορές τις δύο τελευταίες ημέρες καλπάζει με συσσωρευτική άνοδο της τάξεως των 10 δολαρίων το βαρέλι, απόρροια της χαλάρωσης των μέτρων στην Σανγκάη.
Το Brent έφτασε μία ανάσα από τα 110 δολάρια το βαρέλι και συγκεκριμένα στα 109 δολάρια με άνοδο 4%. Οι τιμές στην αντλία ουσιαστικά δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερη μεταβολή, αν και υπάρχει μικρή αποκλιμάκωση.
Κόβουν και το σούπερ μάρκετ οι καταναλωτές
Η ακρίβεια αποτελεί την βασική αιτία και οι καταναλωτές μη μπορώντας να ανταπεξέλθουν στο αυξημένο κόστος ζωής, αναγκάζονται να περιορίσουν τις αγορές, μειώνοντας τις ποσότητες ή ακόμη χειρότερα αλλάζοντας τις διατροφικές τους συνήθειες.
Σύμφωνα με έρευνα της NielsenIQ, το οποίο παρουσιάστηκε χθες για τις αγοραστικές τάσεις το 2022, οι πωλήσεις των σούπερ μάρκετ, στο βασικό σενάριο εκτιμάται ότι θα κλείσουν με οριακή μείωση 0,3% εάν το μακροοικονομικό περιβάλλον παραμείνει στα σημερινά επίπεδα και ο πληθωρισμός των λεγόμενων ταχυκίνητων προϊόντων (αυτά που αγοράζονται πιο συχνά από τους καταναλωτές) διαμορφωθεί σε ετήσια βάση σε 1,6%. Τα περιθώρια λάθους σε αυτό το σενάριο είναι +/- 1 ποσοστιαία μονάδα.
Στο δεύτερο σενάριο, δηλαδή, λαμβάνοντας υπόψη πληθωρισμό 3% στο «καλάθι» των βασικών ειδών, οι πωλήσεις των σούπερ μάρκετ εκτιμάται ότι θα υποχωρήσουν το 2022 κατά 2,6%, με το περιθώριο λάθους επίσης +/- 1 ποσοστιαία μονάδα.
Είναι χαρακτηριστικό, πάντως, ότι το πρώτο τρίμηνο του 2022, έκλεισε με μείωση πωλήσεων κατά 1,4% σε σύγκριση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα, που βέβαια εν μέρει έχει την εξήγησή του, ότι πέρυσι η οικονομία ήταν κλειστή και οι καταναλωτές στην πλειοψηφία τους κλεισμένοι στο σπίτι, ενώ και το λιανεμπόριο λειτουργούσε με περιορισμούς.
Οι καταναλωτές ήδη από τα τέλη του 2021 έχουν αλλάξει τις αγοραστικές τους συνήθειες σε μια προσπάθεια να ανταπεξέλθουν στη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, η οποία οφείλεται στην άνοδο των τιμών, κυρίως σε ενέργεια, μεταφορές και βασικά τρόφιμα.
Σύμφωνα με έρευνα σε καταναλωτές που διενήργησε η NielsenIQ το Δεκέμβριο του 2021, το 60% έναντι 56% το 2020 και 51% το 2019 δήλωσε ότι αγοράζει μόνο τα αναγκαία και έχει περικόψει τις δαπάνες για περιττές πολυτέλειες.
Παράλληλα το 27% έναντι 25% το 2020 αγοράζει λιγότερα προϊόντα, ενώ το 28% έναντι 23% το 2020 δηλώνει ότι στρέφεται στην αγορά φθηνότερων προϊόντων.
Η ακρίβεια μετατρέπει εκ νέου τους καταναλωτές σε «κυνηγούς προσφορών», με το 43% έναντι 35% το 2020 να δηλώνει ότι επιλέγει από ποιο σούπερ μάρκετ θα ψωνίσει αναλόγως των προσφορών που κάνει.
Το 2021 καταγράφεται, επίσης, το χαμηλότερο ποσοστό στην περίοδο 2018-2021 αυτών που δηλώνουν ότι είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν περισσότερα για να προμηθευτούν πιο ποιοτικά προϊόντα. Το εν λόγω ποσοστό διαμορφώθηκε στην τελευταία έρευνα σε 44% από 49% το 2020, 64% το 2019 και 56% το 2018.