«Δεν τρώω ζάχαρη. Μόνο σιρόπι αγαύης», λέει μια γυναίκα στη φίλη της από το διπλανό τραπέζι, την ώρα που προσθέτει μια κουταλιά από το κεχριμπαρένιο σιρόπι στον καφέ φίλτρου της. Πολλοί είναι οι καταναλωτές που αποφεύγουν τη ζάχαρη -λευκή ή καστανή- επιλέγοντας, όπως πιστεύουν, πιο φυσικά και λιγότερο επιβαρυντικά γλυκαντικά. Μέλι, σιρόπι σφενδάμου, αγαύη, είναι μόνο μερικά από αυτά που εκτοπίζουν τη λευκή, κατεργασμένη ζάχαρη, η οποία έχει δαιμονοποιηθεί από τους υπέρμαχους της υγιεινής διατροφής. Είναι, όμως, η ζάχαρη το «κακό παιδί» των τροφών; Και είναι τα υποκατάστατά της πραγματικά πιο υγιεινά;

Σύμφωνα με τους ειδικούς, η ζάχαρη σε ένα φρούτο μπορεί να αποτελείται από τα ίδια δομικά στοιχεία με τη ζάχαρη σε ένα γλυκό, όμως, ο τρόπος με τον οποίο ο οργανισμός την επεξεργάζεται διαφέρει σημαντικά. Αυτό συμβαίνει, γιατί οι φυτικές ίνες που περιέχονται σε φρούτα ή λαχανικά επιβραδύνουν την πέψη, αποτρέποντας έτσι την απότομη και επιβλαβή αύξηση του σακχάρου στο αίμα όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν καταναλώνουμε έναν συσκευασμένο χυμό.
Η λευκή ζάχαρη εισέρχεται στην κυκλοφορία του αίματος πιο γρήγορα προκαλώντας δραστική αύξηση του σακχάρου και όταν αυτό συμβαίνει συχνά, τα κύτταρα δεν ανταποκρίνονται σωστά στην ινσουλίνη. Μακροπρόθεσμα, η συνεχιζόμενη αντίσταση στην ινσουλίνη και η αυξημένη παραγωγή της μπορεί να συνδεθεί με αυξημένα επίπεδα σακχάρου και ενδεχομένως σε διαβήτη τύπου 2. Όπως αναφέρει το Consumer Reports, παρότι τα φυσικά γλυκαντικά θεωρούνται πιο υγιεινά, πρέπει να καταναλώνονται με μέτρο, καθώς περιέχουν θερμίδες, οι οποίες συχνά συμπίπτουν με αυτές της κοινής ζάχαρης με μικρές αποκλίσεις.
Το πλεονέκτημα στο μέλι και το σιρόπι σφενδάμου εντοπίζεται στα θρεπτικά συστατικά τους, τα οποία δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου στη ζάχαρη. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, προτείνεται η κατανάλωσή τους με μέτρο. Η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία συνιστά οι γυναίκες να μην καταναλώνουν περισσότερα από 25 γραμμάρια πρόσθετα σάκχαρα την ημέρα και οι άνδρες όχι περισσότερα από 36 γραμμάρια. Το πραγματικό πλεονέκτημα απλώς είναι η ελαφρώς διαφορετική γεύση που μπορεί να χαρίσουν σε γλυκά ή άλλες παρασκευές.
Η παγίδα του χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη
Η αγαύη διαφημίζεται συχνά ως υγιεινή επειδή έχει χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη (χαμηλότερο από τη ζάχαρη, το μέλι ή το σιρόπι σφενδάμου), δηλαδή απελευθερώνεται σταδιακά σάκχαρο στο αίμα, βοηθώντας στην καλύτερη ρύθμιση της γλυκόζης, τη διατήρηση της ενέργειας και τη μείωση της πείνας. Αυτό παρατηρείται όταν καταναλώνουμε ορισμένα φρούτα, όσπρια, πράσινα λαχανικά, προϊόντα ολικής αλέσεως. Ανάμεσα στα προϊόντα με ανάλογα χαρακτηριστικά, συγκαταλέγεται και η αγαύη, με την οποία η εναλλαγή στα επίπεδα σακχάρου στο αίμα γίνεται σταδιακά. Παρά την πιο υγιεινή εικόνα της, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι η υπερβολική κατανάλωση φρουκτόζης, η οποία βρίσκεται σε υψηλή συγκέντρωση σε αυτό το γλυκαντικό, είναι πιθανό να επιβαρύνει το συκώτι. Επιπλέον, η διαδικασία επεξεργασίας του καταστρέφει σε μεγάλο βαθμό τα θρεπτικά συστατικά της αρχικής πρώτης ύλης.

Τι προσφέρουν το μέλι και το σιρόπι σφενδάμου;
Από την άλλη, το μέλι και το σιρόπι σφενδάμου περιέχουν, πέρα από σάκχαρα, αντιοξειδωτικά και άλλα στοιχεία, τα οποία μπορούν να επιβραδύνουν την απορρόφηση υδατανθράκων στο έντερο. Πιο συγκεκριμένα, το σιρόπι σφενδάμου αποτελεί πηγή μετάλλων, όπως μαγγάνιο και ριβοφλαβίνη, καθώς και πολυφαινολών με αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες. Παράλληλα, καναδική μελέτη διαπίστωσε πως σε αυτό ανιχνεύονται τουλάχιστον 23 διαφορετικά αντιοξειδωτικά. Οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι είναι απαραίτητη η χρήση του «καθαρού» σιροπιού από σφένδαμο, καθώς στο εμπόριο συνήθως διατίθεται σιρόπι από αρωματισμένο καλαμπόκι με υψηλή περιεκτικότητα σε φρουκτόζη, χωρίς θρεπτικά συστατικά.
Όσο για το μέλι, περιέχει αντιοξειδωτικά, αλλά η ποσότητα και τα είδη αυτών των ενώσεων διαφέρουν ανάλογα με τον τύπο του μελιού. Επιπλέον, το μέλι είναι αποτελεσματικό στην αντιμετώπιση βήχα ή άλλων συμπτωμάτων του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος. Παρ’όλα αυτά, παραμένει πηγή σακχάρων και επομένως η κατανάλωσή του πρέπει να γίνεται με μέτρο.
Παρότι διαφημίζονται ως πηγή «καλής» ζάχαρης, τα γλυκαντικά εξακολουθούν να είναι πρόσθετα σάκχαρα και επομένως συνδέονται με συνέπειες για τον οργανισμό όταν καταναλώνονται σε υπερβολική ποσότητα. Όπως αναφέρουν οι New York Times, το σώμα δε μπορεί να αναγνωρίσει αν η ζάχαρη προέρχεται από μέλι, ζάχαρη ή σιρόπι αγαύης, καθώς τη διασπά στα ίδια μόρια. Όσο για το αν κάποια ζάχαρη είναι λιγότερο επιβλαβής από άλλη, «οι περισσότερες μελέτες που προσπάθησαν να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα έχουν λάβει χρηματοδότηση από τον κλάδο», σύμφωνα με την Κίμπερ Στάνχοουπ, ερευνήτρια διατροφής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Ντέιβις. Επομένως, επισημαίνει η ειδικός στην αμερικανική εφημερίδα, είναι δύσκολο να γνωρίζουμε πόσο μπορούμε να εμπιστευτούμε τα ευρήματά τους.
Παρά τις διαφορές ανάμεσα στα «φυσικά» γλυκαντικά, οι ειδικοί συμφωνούν ότι η ποσότητα παίζει σημαντικότερο ρόλο από τον τύπο. Η υπερβολική κατανάλωση πρόσθετης ζάχαρης συνδέεται με χρόνιες παθήσεις όπως η παχυσαρκία και οι καρδιαγγειακές νόσοι. Επομένως, παρότι μερικές θεωρούνται πιο «αθώες» εναλλακτικές της ζάχαρης, αυτό σε μεγάλο βαθμό είναι παραπλανητική θεωρία. Συστήνεται, λοιπόν, η κατανάλωσή της με μέτρο, ή η αντικατάστασή της με φρούτα ή έστω λίγη μαύρη σοκολάτα, για μια γλυκιά ζωή, αλλά με υγεία.



