Η ανεργία είναι γένους θηλυκού. Πλήττει περισσότερο τις γυναίκες στη χώρα μας, οι οποίες παραμένουν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα εκτός αγοράς εργασίας, δυσκολεύονται να επανενταχθούν, ενώ αντιμετωπίζουν διακρίσεις, τόσο κατά τη διαδικασία πρόσληψης, όσο και στις τελικές απολαβές τους.
Η διαπίστωση προέρχεται από την έκθεση του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών που περιλαμβάνεται στο εθνικό σχέδιο για τις Ενεργητικές Πολιτικές Απασχόλησης του υπουργείου Εργασίας.
Διαρθρωτικές αδυναμίες της αγοράς εργασίας
Οι συγγραφείς της έκθεσης αποδίδουν τα στοιχεία με το «φαινόμενο» ως την «έμφυλη διάστασης της ανεργίας» και αποδίδουν την εικόνα αυτή της ανεργίας στις – χρόνια καταγεγραμμένες – διαρθρωτικές αδυναμίες της αγοράς εργασίας.
Αναφέρουν χαρακτηριστικά:
- Τις διακρίσεις στη δημιουργία θέσεων εργασίας.
- Τη μη-ισότιμη συμμετοχή των γυναικών στις προσλήψεις και τις απολαβές.
- Την έλλειψη – έως πρόσφατα – μέριμνας για την εξισορρόπηση μεταξύ επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής.
- Τα συχνά εμπόδια στην εργασιακή εξέλιξη και στην ανάληψη θέσεων ευθύνης από γυναίκες κ.α.
Παραθέτοντας τα τρέχοντα στοιχεία, η έκθεση σημειώνει πως η ανεργία χαρακτηρίζεται από έντονη έμφυλη ανισότητα, με το ποσοστό ανεργίας στις γυναίκες να είναι διαχρονικά υψηλότερο από εκείνο των ανδρών (19,8% έναντι 13,9% για το 2019, και 19% έναντι 11,2% για το 2021).
Τα δεδομένα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Τα αντίστοιχα ποσοστά ανεργίας σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης – 27 ήταν 6,9% για τις γυναίκες, έναντι 6,3% για τους άνδρες το έτος 2019 και 7,2% για τις γυναίκες έναντι 6,6% για τους άνδρες το 2021.
Επίσης οι γυναίκες πλήττονται εντονότερα από μακροχρόνια ανεργία (63,6% επί του συνόλου των ανέργων γυναικών το 2020, αντί 31,7% σε επίπεδο Ε.Ε.-27) σε σχέση με τους άντρες (56,5% το 2020, αντί 27,1% σε επίπεδο Ε.Ε.-27).
Παρότι η έμφυλη διάσταση στην ανισότητα της ανεργίας παρατηρείται πανευρωπαϊκά, εντούτοις στην Ελλάδα η διαφορά του ποσοστού ανεργίας μεταξύ ανδρών και γυναικών είναι αρκετά υψηλότερη του αντίστοιχου μέσου όρου σε επίπεδο Ε.Ε.-27.
Οι απολαβές
Ένα από τα χαρακτηριστική των έμφυλων διακρίσεων που περιγράφει η έκθεση είναι η μη-ισότιμη συμμετοχή των γυναικών στις προσλήψεις και τις απολαβές.
Προσφάτως η έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ είχε αναδείξει το θέμα αυτό καταγράφοντας η μισθολογική ανισότητα που υπάρχει μεταξύ ανδρών και γυναικών, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο χρόνο εργασίας.
Τον Μάρτιο του 2021 οι γυναίκες εργάζονταν σχεδόν τον ίδιο χρόνο με τους άνδρες, αλλά λάμβαναν 16,5% χαμηλότερο μισθό. Τον Μάρτιο του 2019 οι γυναίκες εργάζονταν πάλι σχεδόν τον ίδιο χρόνο σε σχέση με τους άντρες, αλλά λάμβαναν 17,5% χαμηλότερο μέσο μισθό. Αν και η διαφορά μεταξύ 2019 και 2021 δείχνει μια μικρή αύξηση στις μισθολογικές αποδοχές των γυναικών, αυτή σε καμία περίπτωση δεν είναι ικανή να περιορίσει το μισθολογικό χάσμα που παρατηρείται σε σχέση με τους άνδρες.
Μάλιστα η έκθεση οδηγείται στο συμπέρασμα ότι από το τρέχον κύμα ακρίβειας θα επηρεαστούν άνισα οι γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες, εξέλιξη που θα αυξήσει σε περαιτέρω κατακερματισμό της ελληνικής αγοράς εργασίας.