Το 1856 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του «Ο βασιλεύς των ορέων», το οποίο επίσης προκάλεσε σάλο. Ταυτόχρονα άρχισε να αρθρογραφεί στην εφημερίδα «Le Figaro». Στη συνέχεια ανέλαβε τη διεύθυνση της εφημερίδας «20ος αιώνας», χωρίς να σταματήσει να ασχολείται με τη μυθιστοριογραφία.
Το 1/4 του πληθυσμού της Ελλάδας στα μέσα του 19ου αιώνα ήταν Αλβανοί γράφει ο Αμπού!
Στο 2ο Κεφάλαιο του βιβλίου του ο Αμπού γράφει τα εξής: «Οι Αλβανοί αποτελούν περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού της χώρας. Βρίσκονται, στην πλειονότητά τους στην Αττική, στην Αρκαδία(αναφέρει το χωριό Παύλιτσα) και στην Ύδρα. Είναι μια ράτσα δυνατή και υπομονετική κατάλληλη για τη γεωργία όσο οι Έλληνες για το εμπόριο. Οι Αλβανοί είναι εδραίος πληθυσμός (σημ: εδραίος = αυτός που είναι εγκατεστημένος μόνιμα κάπου), ενώ οι Βλάχοι νομάδες και κτηνοτρόφοι, αυτοί δουλεύουν και τρέφουν τους Έλληνες.
Δεν αναζητούν θέσεις εργασίας και δεν έχουν καμία φιλοδοξία να καθίσουν στο γραφείο. Κάθε βράδυ με τη δύση του ήλιου, συναντάς γύρω από την Αθήνα ολόκληρα καραβάνια Αλβανών που επιστρέφουν με τις γυναίκες τους από τη δουλειά στα χωράφια. Μένουν σχεδόν όλοι στις κλιτύς (πλαγιές, όμως ο πληθυντικός της λέξης είναι κλιτύες, όχι κλιτύς…) της Ακρόπολης , στην ίδια περιοχή όπου κατοικούσαν άλλοτε οι Πελασγοί.
Οι Βλάχοι κοιμούνται στο ύπαιθρο πάνω στα βουνά, ανάμεσα στα κοπάδια τους… Στα ελληνικά, ο Βλάχος και ο βοσκός δηλώνονται με την ίδια λέξη. Οι Αλβανοί μιλούν μια ιδιαίτερη γλώσσα που δεν συγχέεται με κανένα από τα άλλα σλαβικά ιδιώματα. Οι Βλάχοι μιλούν ένα είδος παραεφθαρμένων δυσδιάκριτων λατινικών». Όπως είναι ευνόητο, η ανάγνωση του συγκεκριμένου αποσπάσματος από το βιβλίο του Αμπού, μας δημιούργησε προβληματισμό. Αναζητήσαμε λοιπόν περισσότερα στοιχεία για τον πληθυσμό της Ελλάδας εκείνη την εποχή.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της επίσημης απογραφής του 1853, ο πληθυσμός της χώρας μας τότε ήταν 1.042.527 κάτοικοι. Για όσους δεν γνωρίζουν, το ελληνικό κράτος απαρτιζόταν από την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα (τα σύνορα προς βορρά ορίζονταν από τη Γραμμή Παγασητικού – Αμβρακικού, από τον Όρμο της Σούρπης στη Θεσσαλία, ως το Μενίδι Αιτωλοακαρνανίας και λίγο βορειότερα), τις Βόρειες Σποράδες, τις Οινούσσες της Μεσσηνίας, την Ελαφόνησο και τις Κυκλάδες, με την Εσχάτη, νότια της Θήρας, να αποτελεί την τελευταία προς νότο, ελληνική νησίδα).
Είναι δυνατόν ο Αμπού να έκανε μέσα σε δύο χρόνια, το 1852 – 1854, με τα μέσα και τις συνθήκες της εποχής, ταξίδια σε όλα αυτά τα μέρη και να έκανε καταμέτρηση των «Αλβανών»; Μάλλον ήταν αδύνατο. Συνεπώς η αναφορά του σε ¼ του πληθυσμού «Αλβανούς» είναι λαθεμένη. Ποιοι ήταν όμως οι «Αλβανοί» του Αμπού; Προφανώς πρόκειται για Αρβανίτες καθώς οι περιοχές όπου ζούσαν, σύμφωνα με τον Αμπού, ήταν η Αττική (βλ. Μεσόγεια κλπ.) , η Ύδρα και η Αρκαδία. Στους Αρβανίτες της Πελοποννήσου έχουμε αναφερθεί εκτενώς σε διάφορα άρθρα μας.
Λέγεται και γράφεται από πολλούς ότι οι Έλληνες σήμερα είναι σε μεγάλο βαθμό ρατσιστές. Εντύπωση προκαλεί η συμπεριφορά των Αθηναίων απέναντι στους λιγοστούς Πολωνούς που βρίσκονταν στην πρωτεύουσα στις αρχές του 1852. Ήταν περίπου 25 – 30, οι οποίοι ήρθαν στην Ελλάδα από την Ιταλία. Είχαν πολεμήσει εναντίον των Αυστριακών στη γειτονική χώρα το 1848. Ανήκαν στην «Πολωνική Λεγεώνα» του ποιητή και επαναστάτη Μισκίεβιτς και μετά την καταστολή της εξέγερσης κατέφυγαν στη χώρα μας.
Επικεφαλής τους ήταν ο Στρατηγός Μίλμπιτς, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε άθελά του για να κατηγορηθεί ο Μακρυγιάννης για προδοσία και να δικαστεί το 1853 .Καταδικάστηκε αρχικά σε θάνατο, η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια και τελικά αποφυλακίστηκε το 1854. Οι Πολωνοί ήταν ασθενικοί και θα πέθαιναν από την πείνα αν δεν βρισκόταν ο Κ. Νέγρης, ο οποίος τους ανέθεσε την κατασκευή ενός ιπποδρομίου.
Μέσα σε δύο χρόνια διέθεσε για τον σκοπό αυτό 30.000 φράγκα και οι Πολωνοί κατάφεραν να επιβιώσουν. Κάποιοι όμως ενοχλήθηκαν και κατηγόρησαν τον Νέγρη ότι «υπονόμευε την ειρήνη στην Ευρώπη με αυτή τη χούφτα των γέρων αρρωστιάρηδων», γράφει ο Αμπού, κάτι άκρως εξωφρενικό. Μάλιστα δύο – τρεις από τους Πολωνούς δολοφονήθηκαν… Ένας Έλληνας αξιωματικός έβρισε έναν Πολωνό στον δρόμο για τον Πειραιά. Εκείνος τον κάλεσε σε μονομαχία.
Ο «Έλληνας είχε το θάρρος να κρατήσει τη θέση του και να μην χτυπηθεί καθόλου», γράφει ο Αμπού. Όταν στην Αθήνα ξέσπασε πυρκαγιά, οι Πολωνοί έσπευσαν να βοηθήσουν θέτοντας σε κίνδυνο τις ζωές τους. Οι κάτοικοι της πρωτεύουσας όμως λίγο αργότερα τους έδιωξαν από τα σπίτια τους με βάναυσο τρόπο. Χωρίς να τους δώσουν χρονικά περιθώρια, τους ανάγκασαν να «πάρουν τον δρομολόγια την Αμερική με άδειες τσέπες».
Η Ελληνική Κυβέρνηση για να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά αυτή δημοσίευσε σε ΦΕΚ τρία έγγραφα που κατασχέθηκαν από το σπίτι του επικεφαλής των Πολωνών, Στρατηγού Μίλμπιτς. Επρόκειτο για προκηρύξεις που είχαν συνταχθεί δυο χρόνια πριν και απευθύνονταν στους Έλληνες της Σερβίας και της Βουλγαρίας και τους προέτρεπε να είναι επιφυλακτικοί με τη Ρωσία. Ο Αμπού έχει ξεκάθαρη άποψη: γράφει ότι εκδιώχθηκαν από την Αθήνα γιατί ενοχλούσαν τη Ρωσία…
Όπως αναφέραμε και στο άρθρο μας με τις εντυπώσεις του Τσαρλς Τάκερμαν, του πρώτου πρέσβη των Η.Π.Α. στη χώρα μας (12/8/2023), στην Αθήνα ζούσαν αρκετοί Μαλτέζοι. Στα χρόνια του Αμπού ήταν περισσότεροι από 1.500, σημαντικός αριθμός, αν σκεφτούμε ότι εκείνη την εποχή η Αθήνα δεν είχε πάνω από 40.000 κατοίκους. Αν και στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη οι Μαλτέζοι θεωρούνταν δολοφόνοι και κλέφτες, κατά τον Αμπού, στην Αθήνα ήταν ηθικά ακέραιοι και εργάζονταν κυρίως ως μεσάζοντες, χτίστες και κηπουροί.
Παράλληλα οι Μαλτέζοι, όπως γράφει ο Αμπού, «μοιράζονται με τους γεροδεμένους Μανιάτες τις επίπονες εργασίες που οι Αθηναίοι αγρότες αποφεύγουν». Μεταφορές και μετακομίσεις, όπως θα λέγαμε σήμερα αναλαμβάνονταν από τους Μαλτέζους, όπως και τα επόμενα χρόνια.
Οι γυναίκες στην Ελλάδα του 1850
Ας δούμε όμως τι γράφει ο Αμπού για τις Ελληνίδες της εποχής εκείνης (1852-1854): «Οι γυναίκες τους χωρίς να είναι ακριβώς υπό περιορισμό, βγαίνουν πάντως λίγο από το σπίτι. Είναι αγράμματες, ντροπαλές με τον κόσμο, ενώ εκείνον που αποκαλούν κύριό τους τον τρέμουν. Δεν ξέρουν τι θα πει κορσές και φορούν το εθνικό φέσι… Η γυναικεία φορεσιά έχει τεράστια ποικιλία: όχι μόνο κάθε χωριό έχει τη δική του (όχι “της” όπως αναγράφεται στο βιβλίο…), αλλά και κάθε γυναίκα την παραλλάζει κατά βούληση.
Οι Αθηναίες φορούν μια φούστα από μετάξι ή χοντρό βαμβάκι, ανάλογα με τη θέση τους, με ένα βελουδένιο σακάκι ανοιχτό από μπροστά. Στο κεφάλι φέρουν το κόκκινο φέσι που φτάνει μέχρι τα αυτιά και συνήθως τους αρέσει να τυλίγουν γύρω από το κεφάλι τους μια χοντρή κοτσίδα πλεγμένη με ένα μαντίλι. Αυτή η τεράστια κοτσίδα τους ανήκει, γιατί την έχουν είτε πληρώσει είτε κληρονομήσει. Οι Αλβανίδες φορούν ένα μακρύ πουκάμισο από βαμβακερό ύφασμα, κεντημένο χαμηλά, στον λαιμό και στα μανίκια, με μετάξι όλων των χρωμάτων.
Είναι το βασικό κομμάτι του ντυσίματός τους. Προσθέτουν μια ποδιά και ένα πανωφόρι από χοντρό μαλλί, μια φαρδιά μάλλινη μαύρη ζώνη, και για το κεφάλι, μια εσάρπα βαμβακερή κεντημένη όπως το πουκάμισο. Πολύ συχνά συναντάς γυναίκες που είναι ντυμένες μόνο με τη στοιχειώδη αυτή περιβολή».
Ο Αμπού πάντως δεν αναφέρεται με πολύ κολακευτικά λόγια στην εξωτερική εμφάνιση των γυναικών της Αθήνας: «Οι Αθηναίες δεν είναι ούτε όμορφες ούτε καλοφτιαγμένες… Στην πόλη όσες βλέπεις είναι ασχημομούρες με γαμψή μύτη, πλατυποδία και μονοκόμματη μέση.
Ο λόγος είναι ότι η Αθήνα, είκοσι χρόνια πριν (σημ. γύρω στο 1830), δεν ήταν παρά ένα αλβανικό χωριό. Οι Αλβανοί αποτελούσαν, και αποτελούν ακόμη, σχεδόν ολόκληρο τον πληθυσμό της Αττικής. Μάλιστα λίγες λεύγες (σημ. η λεύγα είναι παλαιότερη μονάδα μέτρησης μήκους, με διαφορετικές τιμές από χώρα σε χώρα) έξω από την πρωτεύουσα βρίσκεις χωριά που μετά βίας καταλαβαίνουν τα ελληνικά.
Η Αθήνα γρήγορα κατοικήθηκε από ανθρώπους κάθε έθνους και είδους. Αυτό είναι που εξηγεί την ασχήμια του αθηναϊκού τύπου. Τις όμορφες Ελληνίδες, οι οποίες είναι σπάνιες, τις συναντάς σε ορισμένα προνομιούχα χωριά ή σε ορισμένα αποτραβηγμένα μέρη στα βουνά όπου δεν έφτασαν οι εισβολές». Και εδώ ο Αμπού βγάζει αυθαίρετα συμπεράσματα, καθώς δεν υπάρχουν στοιχεία για τη σύσταση του πληθυσμού της Αττικής στις αρχές της δεκαετίας του 1830.
Πάντως για τους Έλληνες της εποχής του, ο Αμπού έχει μόνο καλά λόγια να πει: «Οι άντρες, αντίθετα είναι όμορφοι και καλοφτιαγμένοι σε όλο το βασίλειο. Η ψηλή κορμοστασιά τους, το σβέλτο σώμα τους, το αδύνατο πρόσωπό τους, η μακριά και γαμψή μύτη τους και το μεγάλο μουστάκι τους, τους προσδίδουν πολεμική φυσιογνωμία. Διατηρούν μερικές φορές μέχρι τα εβδομήντα μια λεπτή κορμοστασιά και μια ελεύθερη και περήφανη έκφραση. Η παχυσαρκία είναι γι’ αυτούς άγνωστο κακό και μόνο όσοι υποφέρουν από ποδάγρα παίρνουν βάρος (σημ: κι ύστερα ήρθαν τα πιτόγυρα, οι μπίρες κλπ.)…
Το κλίμα της Αττικής και τα δάση που καίγονταν ή υλοτομούνταν!
Η κλιματική κρίση (ή αλλαγή) βρίσκεται στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια. Πώς όμως ήταν το κλίμα της Αθήνας πριν από 170 χρόνια; Ο Αμπού, που έφτασε στην πρωτεύουσα τον Φεβρουάριο του 1852 γράφει ότι τη δεύτερη κιόλας μέρα που έμεινε στην πόλη φύσηξε ένας δυνατός βοριάς που έσειε τα δέντρα, χτυπούσε τα σπίτια τόσο που νόμιζε κανείς ότι θα τα γκρεμίσει και έφερνε μαζί του από τα χιόνια της Θράκης «ένα τόσο δυνατό και τσουχτερό κρύο που μας έκανε να τρέμουμε στη γωνιά της φωτιάς κουκουλωμένοι στα πανωφόρια μας». Ο χειμώνας, κατά τον Αμπού, διαρκεί μόνο 15 μέρες. Μα όταν «πιάνει είναι φοβερός».
Όσο για τον αέρα που έφερνε στην πόλη το τσουχτερό κρύο από τα χιόνια της Θράκης, πρόκειται προφανώς για ΒΑ άνεμο και για κύμα ψύχους από τη Ρωσία, το οποίο κάνει την εμφάνισή του, σχεδόν αδιάλειπτα, κάθε χειμώνα στην Ελλάδα. Ο Αμπού γράφει ότι «το χιόνι το έχουν μόνο ακουστά (ενν. οι Αθηναίοι). Μια φορά στα είκοσι χρόνια έπεσε πάγος στην πεδιάδα των Αθηνών και το θερμόμετρο κατέβηκε δύο βαθμούς κάτω από το μηδέν. Ήταν τον Ιανουάριο του 1850, κατά τον αποκλεισμό του ναυάρχου Πάρκερ».
Και για τις βροχές στην Αθήνα κάνει αναφορά ο Αμπού:
«Η Αθήνα είναι ίσως η πόλη της Ελλάδας με τις λιγότερες βροχές. Δεν πρέπει επομένως να μας κάνει εντύπωση που η Αττική είναι πιο ξερή από τη Λακωνία, την Αργολίδα ή τη Βοιωτία».
Οι εμπρησμοί και οι καταστροφές των δασών δεν είναι μόνο σημερινό φαινόμενο. Όπως γράφει ο Αμπού: «Οι χωρικοί δεν δείχνουν σεβασμό για την εθνική ιδιοκτησία, λες και ανήκει στους Τούρκους. Δεν πιστεύουν ότι κάνουν μια κακή πράξη ή κακό υπολογισμό όταν προκαλούν ζημιά χιλίων δραχμών στο κράτος, αν αυτό τους αποφέρει και μια δεκάρα μόνο. Στο όνομα αυτής της αρχής οι βοσκοί καίνε συστηματικά τις λόχμες (δασοτόπια) για να είναι σίγουροι πως τα κοπάδια τους θα βρουν νέα βλαστάρια να βοσκήσουν την άνοιξη. Αυτοί οι αφελείς εμπρηστές δεν βάζουν κρυφά τις φωτιές.
Πέφτετε συχνά στις εξοχές των Αθηνών πάνω σε μεγάλα μαύρα σημάδια που καλύπτουν το τετραγωνικό μισής λεύγας και λέτε: «Δεν είναι τίποτα, ένας βοσκός έφτιαξε χορτάρι για τα πρόβατά του». Οι καλλιεργητές αφιερώνουν κι εκείνοι λίγο χρόνο για να απαλλάξουν το έδαφος από όλα τα δέντρα που το βαραίνουν. Αυτοί δεν κάνουν καταστροφές για το συμφέρον αλλά για λόγους υγιεινής. Είναι πεπεισμένοι ότι το δέντρο είναι κάτι το ανθυγιεινό και ότι κανείς δεν θα είχε πια πυρετό αν η χώρα τα ξεφορτωνόταν μια και καλή. Να γιατί ο απρόσεκτος που πάει και κάνει φυτείες βρίσκει μερικές φορές τα δέντρα του κομμένα από τον κορμό ή με γδαρμένο τον φλοιό τους.
Άλλοι, τέλος, καταστρέφουν είτε γιατί δεν έχουν κάτι καλύτερο να κάνουν είτε για τη χαρά της καταστροφής. Πιστεύουν ότι το δικό μας καλό είναι συνδεδεμένο με το κακό του άλλου. Είναι η ίδια ιδέα που διέπει τη συμπεριφορά των πιθήκων, των πιο έξυπνων από τα κακόβουλα ζώα».
Δικαιοσύνη και εκτέλεση της θανατικής ποινής στην Ελλάδα του 1850
Ας δούμε τι γράφει ο Εντμόντ Αμπού για την ελληνική Δικαιοσύνη: «Η Ελλάδα διαθέτει ένα Συμβούλιο Επικρατείας, ένα Ελεγκτικό Συνέδριο, έναν Άρειο Πάγο, δύο εφετεία, δέκα πρωτοδικεία, τρία εμποροδικεία, εκατόν είκοσι ειρηνοδικεία, κακουργιοδικεία, ένα ορκωτό, δικηγόρους, συμβολαιογράφους, κλητήρες και καθόλου συνηγόρους. Ωστόσο, η δικαιοσύνη στην Ελλάδα είναι ανύπαρκτη.
Διαθέτει έναν προσωρινό αστικό κώδικα στηριγμένο στη ρωμαϊκή και στη γερμανική νομοθεσία, έναν εμπορικό κώδικα αντιγραφή του δικού μας (ενν. του γαλλικού), έναν ποινικό κώδικα απολύτως πλήρη, πολύ μεθοδικό και πολύ μετριοπαθή, έναν κώδικα πολιτικής δικονομίας που περιέχει χίλια εκατό άρθρα, έναν ποινικό κώδικα που προσφέρει όλες τις επιθυμητές εγγυήσεις στη δικαιοσύνη και τον κατηγορούμενο».
Ο Αμπού κάνει μία αποκάλυψη για τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου εκείνη την εποχή. Σύμφωνα με όσα γράφει, έβαλε σε λαχειοφόρο αγορά μια μικρή ιδιοκτησία (κήπος;) και μια καλύβα τα οποία ονόμασε Ακαδημία του Πλάτωνα. Τους λαχνούς που «έβγαλε» τους πούλησε στην Ευρώπη… Ο Αμπού χαρακτηρίζει την πράξη αυτή απάτη αλλά δεν γράφει το όνομα του Δικαστικού.
Όπως προκύπτει από μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο, πρόκειται για τον Γεώργιο Α. Ράλλη (1804-1883) Πρόεδρο του Αρείου Πάγου από το 1849 ως το 1861 και επανειλημμένα Υπουργό Δικαιοσύνης τη δεκαετία του 1840. Εγγονός του ήταν ο κατοχικός πρωθυπουργός Ιωάννης Ράλλης και δισέγγονός του ο πρωθυπουργός (1980-1981) Γεώργιος Ράλλης.
Οι αποδράσεις των κρατουμένων ήταν εύκολες εκείνη την εποχή. Από το 1847 άρχισε να εφαρμόζεται και στην Ελλάδα η θανατική ποινή με τη χρήση λαιμητόμου. Ως τότε οι θανατοποινίτες εκτελούνταν μόνο με τουφεκισμό. Υπήρξε όμως μέγα πρόβλημα με την εξεύρεση δήμιου. Δύο-τρεις που ήρθαν από το εξωτερικό σφαγιάστηκαν από τον λαό. Η προσπάθεια να αναλάβει τον ρόλο του δήμιου κάποιος στρατιώτης απέτυχε καθώς αντέδρασε η Γερουσία. Τελικά βρέθηκε κάποιος πολύ πεινασμένος που έγινε δήμιος. Ζούσε μόνος του μακριά από την Αθήνα σε κάποιο φρούριο όπου τον φύλαγαν στρατιώτες.
Τον μετέφεραν με πλοίο μυστικά την προηγούμενη μέρα της εκτέλεσης και όταν τελείωνε το «έργο» του επέστρεφε με στρατιωτική συνοδεία πίσω στο φρούριο. Πριν, κατά και μετά τη διάρκεια της εκτέλεσης ο δήμιος περικυκλωνόταν από στρατιώτες για να του προστατεύσουν τη ζωή. Η λαιμητόμος για τις εκτελέσεις ήταν τοποθετημένη στην είσοδο του Σπηλαίου των Νυμφών λίγο έξω από την Αθήνα. Όταν ξεκίνησε η εφαρμογή της θανατικής ποινής υπήρχαν 30-40 φυλακισμένοι καταδικασμένοι σε θάνατο που εκτελέστηκαν.
Εντυπωσιακό είναι το στοιχείο ότι οι θανατοποινίτες οδηγούνταν στη λαιμητόμο με τα χέρια ελεύθερα. Οι περισσότεροι μονομαχούσαν με τον δήμιο (!) που κρατούσε ένα μεγάλο μαχαίρι. Οι κατάδικοι γεμάτοι αίματα και με οκτώ-δέκα πληγές από τις μαχαιριές μην αντέχοντας άλλο, πήγαιναν οικειοθελώς προς τη λαιμητόμο όπου τους περίμενε ένα τραγικό τέλος…
Μερικά ακόμα ενδιαφέροντα στοιχεία απ’ όσα γράφει ο Εντμόντ Αμπού
Όταν ο Αμπού έζησε στην Αθήνα (1852-1854) υπήρχαν πάρα πολλοί αγωνιστές του 1821 στην πόλη. Με μια δόση υπερβολής, ο Γάλλος γράφει ότι ο καθένας απ’ αυτούς καυχιόταν ότι έχει σκοτώσει τουλάχιστον 100 Τούρκους…
Πολύς λόγος γίνεται συνεχώς για αργόμισθους στο Δημόσιο και για θέσεις που δημιουργούνται με «φωτογραφικές» διατάξεις προκειμένου να βολευτούν κάποιοι. Όμως και στα χρόνια του Όθωνα υπήρχαν ακριβώς τα ίδια. Έτσι ένας Βαυαρός διορίστηκε επιθεωρητής υδάτων και δασών της Σύρου, «η οποία δεν έχει ούτε νερά ούτε δάση» όπως γράφει ο Αμπού…
Η βασιλική χορηγία (στον Όθωνα και την Αμαλία) ήταν ένα εκατομμύριο δραχμές τον χρόνο, το 1/15 των δημοσίων δαπανών της Ελλάδας. Τα νομοθετικά σώματα (Βουλή και Γερουσία) λάμβαναν 600.000 δρχ. ετησίως. «Είναι θλιβερό ένας λαός που στους μισούς κυριολεκτικά λείπει το ψωμί να καταδικάζεται να κάνει οικονομία στα χόρτα και στις ελιές για να πληρώσει ένα εκατομμύριο σε έναν ξένο που δεν επέλεξε και του επιβλήθηκε.
Είναι οδυνηρό να σκέφτεται κανείς ότι τα 22 εκατομμύρια που ο βασιλιάς έχει εισπράξει από την άνοδό του στον θρόνο θα είχαν δημιουργήσει πλούτο στη χώρα αν είχαν χρησιμοποιηθεί για τη διάνοιξη δρόμων» γράφει ο Αμπού. Όσο για τα οικονομικά της Ελλάδας: «Η Ελλάδα βρίσκεται σε πλήρη χρεοκοπία από τη γέννησή της. Οι φόροι καταβάλλονται σε είδος. Οι φορολογούμενοι δεν πληρώνουν καθόλου το κράτος, το οποίο δεν πληρώνει καθόλου τους πιστωτές του». Αυτά γράφει σε τίτλους ο Αμπού.
Επίλογος
Αυτά είναι μερικά απ’ όσα γράφει στο βιβλίο του «Η Ελλάδα του Όθωνα» ο Εντμόντ Αμπού. Αν και ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του φιλέλληνα, τα βιβλία του προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις. Πάντως κάνει και μια ξεκάθαρη παραδοχή: ότι η ελληνική φυλή αποτελεί την πλειονότητα του έθνους και «αδειάζει» στην κυριολεξία τον Φαλμεράιερ αναφέροντας ότι οι Έλληνες της εποχής μοιάζουν με τους αρχαίους και δεν έχουν καμία σχέση με τους Σλάβους.
«Αρκεί όμως να έχουμε μάτια για να ξεχωρίσουμε τους Έλληνες, έναν λαό λεπτό και φίνο από τους χοντροκομμένους Αλβανούς. Η ελληνική φυλή έχει ελάχιστα αλλοιωθεί και οι ψηλοί αυτοί νεαροί με την ευλύγιστη κορμοστασιά, το ωοειδές πρόσωπο, το ζωηρό βλέμμα και το ανήσυχο πνεύμα που γεμίζουν τους δρόμους των Αθηνών ανήκουν προφανώς στην οικογένεια που εφοδίαζε τον Φειδία με μοντέλα».