Διαβάζοντας το όνομά της αναρωτιέσαι πώς προφέρεται αλλά και ποιες λέξεις κρύβονται πίσω από αυτά τα αρχικά. Τελικά, τα πράγματα είναι πολύ απλά: το C διαβάζεται σαν σίγμα, ενώ πρόκειται απλά για τα αρχικά του πραγματικού της ονόματος: Κιάρα Μέρι-Άλις Τόμπσον.
Άλλωστε, όλα γύρω από τα τραγούδια αυτής της 27χρονης μουσικού μοιάζουν απροσποίητα. Αλλά και κάπως παράξενα. H CMAT είναι Ιρλανδή, το μαλλί και η φυσιογνωμία της εξάλλου δεν σου αφήνουν πολλά περιθώρια να σκεφτείς κάτι άλλο. Οι εργατοώρες της στην κάντρι έχουν εγγραφεί βέβαια για τα καλά στη μουσική της, που θα έπαιρνες όρκο ότι γράφτηκε στο «Nashville», για να επικαλεστούμε το ομώνυμο κομμάτι της. Και τραγουδάει συχνά σαν να μην ξεπέρασε ποτέ το γεγονός ότι στα 14 της είχε εμμονή με την Κέιτ Μπους.
Όλα αυτά έρχονται να δέσουν σε ποπ μελωδίες που όσο ηλιόλουστες και να είναι, αντισταθμίζονται από πολύ σκοτεινά θέματα που αντιμετωπίζονται πάντα με μια έξυπνη ατάκα. Η CMAT περιγράφει τα μπουκάλια του αλκοόλ με σχέσεις που δεν πήγαν καλά, λέει πως νιώθει πολύ ροκ εν ρολ αλλά μοιάζει με δασκάλα γεωγραφίας, έχει μια αδυναμία στους καουμπόηδες και έδωσε στον πρώτο της δίσκο τον αλλόκοτο και ανορθόγραφο τίτλο «If My Wife New, I’d Be Dead» (περισσότερα πάνω σε αυτό αργότερα).
Τι κάνει, όμως, μια μικρή Ιρλανδή να λατρέψει την κάντρι; «Ο Τζόνι Κας ήταν κάτι σαν την Μπιγιονσέ όταν ήμουν μικρή. Παρ’ όλο που μεγάλωσα στο Δουβλίνο που είναι πολύ μακριά από την Αμερική, το αμερικανικό στοιχείο είναι έντονο στην ποπ κουλτούρα στην Ιρλανδία. Και ιδιαίτερα η κάντρι μουσική της δεκαετίας του ‘70 υπήρχε πολύ γύρω μου» λέει η μουσικός από την άλλη άκρη της βιντεοκλήσης. Όπως αναμένει κανείς, μιλάει με τον ίδιο τρόπο που γράφει στίχους, δηλαδή, χωρίς φτιασιδώματα: «Η κάντρι μουσική στην Ιρλανδία έχει και μεγάλη εγχώρια παράδοση. Όμως δεν μου αρέσει η κάντρι της χώρας μου, είναι μόνο για τα φράγκα».
Η CMAT βρίσκεται στο Μπράιτον και παρότι ο καιρός είναι λίγο τσουχτερός, μόλις έχει γυρίσει από τη θάλασσα. Πλέον, ζει εκεί, μιας και τα πράγματα στην Ιρλανδία δεν είναι και τόσο εύκολα. Πριν μετακομίσει, ζούσε με τη γιαγιά και τον παππού της -μια πληροφορία που θα βρει κανείς και στο επίσημο σάιτ της.
Τα τραγούδια της CMAT είναι γεμάτα αντιθέσεις και ξαφνιάσματα, μπορεί να ακούσεις ένα italo disco ψήγμα σε μια μπαλάντα που φλερτάρει ανοιχτά με τον αμερικανικό Νότο. Στοιχεία που απλά προέκυπταν στην πορεία όταν έγραφε τον πρώτο της δίσκο: «Έγραφα ένα ποπ κομμάτι και μετά το ηχογραφούσα με όλα αυτά τα διαφορετικά ηχητικά στοιχεία», λέει, παραδεχόμενη πόσο της αρέσουν οι αντιθέσεις.
Κι είναι αδιαμφισβήτητα αστεία. Το χιούμορ είναι αυτό που επιστρατεύει κάθε φορά που βρίσκεται σε μία δύσκολη κατάσταση. Για την ακρίβεια, το λεγόμενο «χιούμορ της κηδείας», όπως εξηγεί. «Ξέρεις, αυτό που κάποιος έχει πεθάνει και το κλίμα είναι πολύ βαρύ, αλλά ξαφνικά συμβαίνει το πιο αστείο πράγμα στην κηδεία. Πιστεύω πως αυτή η λογική είναι ένας τρόπος να αντιμετωπίσεις και να αντέξεις τα πράγματα. Η ελπίδα μου είναι πως αν καταφέρω να βάλω κάτι δύσκολο μέσα σε κάτι όμορφο, ίσως βοηθήσω κάποιους ανθρώπους να το αντιμετωπίσουν».
Επιλέγει, λοιπόν, να αποδίδει στη μουσική της με προσιτό τρόπο τα πιο δυσπρόσιτα και έχει… αλλεργία σε όλους εκείνους τους μουσικούς που κάνουν εμπόρευμα τον πόνο: «Υπάρχουν πολλοί μουσικοί που καταπιάνονται με θέματα ψυχικής υγείας. Αυτό είναι υπέροχο, αλλά πολλές φορές νιώθω πως το εκμεταλλεύονται αυτό. Και τελικά το διογκώνουν».
Δεν χωρά αμφιβολία για το αν η μουσική της CMAT είναι φτιαγμένη με φροντίδα, το μαρτυρά ο τρόπος που παντρεύει όσα τη χαρακτηρίζουν και όσα αγαπά, αλλά, ακολουθεί μια άλλη φιλοσοφία, μακριά από όσα υπαγορεύουν τα κλισέ του δημιουργού: «Όταν ακούω να λένε “Δουλεύω αυτόν τον δίσκο για τόσα χρόνια, είναι όλη μου η ζωή” δεν μπορώ, με αηδιάζει. Νομίζω πως είμαι αλλεργική στη σοβαρότητα. Δεν έχω αυτή τη σχέση με τη μουσική. Κάνω τη δουλειά μου και εκφράζομαι μέσα από αυτή. Μπορεί μέσω αυτής να καταπιάνομαι με κάποιο δύσκολο θέμα για μένα, αλλά θέλω να την κάνω διασκεδαστική κι όχι να κάνω τον κόσμο να κλαίει».
Πολύ απλά, «μου αρέσει να γίνομαι βλακώδης», παραδέχεται η μουσικός. Κάτι που δεν κρύβει πως την έχει βλάψει κιόλας. Γιατί μπορεί να θέλει να μην παίρνουν την ίδια στα σοβαρά αλλά τη μουσική της, όμως κάποιος κάποτε δεν έκανε ούτε το δεύτερο, μιας και στις αρχές της καριέρας της είχε ακούσει από δημοσιογράφο πως δεν θα ασχοληθεί με τον δίσκο της, γιατί «δεν ασχολείται με κωμική μουσική».
Πάντως, η Δουβλινέζα δεν πτοείται κι έναν χρόνο μετά το ντεμπούτο της δουλεύει ήδη νέα μουσική, που αυτή τη φορά θα αφορά σε έναν χωρισμό και την οποία αποφάσισε να γράψει ξεφεύγοντας από τη λογική κουπλέ-ρεφρέν, κουπλέ-ρεφρέν.
Όταν βέβαια, δεν γράφει τραγούδια, η CMAT βλέπει φανατικά σινεμά. Και μόνο κοιτώντας τους τίτλους των κομματιών του πρώτου δίσκου της, το καταλαβαίνεις: βαφτίζει ένα από αυτά «Groundhog Day» κι αφιερώνει ένα άλλο στον σπουδαίο σκηνοθέτη «Peter Bogdanovich» -μεταμορφώνεται κιόλας σε αυτόν στο βίντεο του τραγουδιού, που έχει κάτι από την ταινία «Paper Moon».
Τη ρωτάω αν σκέφτηκε ποτέ να καταπιαστεί με το σινεμά. «Είμαι περφόρμερ, αλλά δεν μοιάζω με κάποια που θα μπορούσε να μπει τόσο εύκολα στην κινηματογραφική βιομηχανία. Δεν είμαι σαν τη Μάργκοτ Ρόμπι, είμαι περισσότερο σαν τη Φίμπι Γουόλερ-Μπριτζ» λέει αυτοσαρκαζόμενη, για να κλειδώσει στις επιλογές της: «Νομίζω ότι αυτό που μπορώ να κάνω είναι μουσική. Μπορείς να φτιάξεις ένα κομμάτι, με πολύ λίγα έξοδα, και η φωνή σου να ακουστεί».
Εκτός αυτού, έχει «κλειδώσει» και στη μεγάλη ερώτηση που ταλανίζει τόσους και τόσους σινεφίλ, στο ποια είναι δηλαδή η αγαπημένη της ταινία όλων των εποχών: «Ο Αστακός» του Γιώργου Λάνθιμου. Τη συνδέουν κι άλλα πράγματα με την πρώτη ξενόγλωσση ταινία του Έλληνα σκηνοθέτη, πέρα από την καλλιτεχνική εκτίμηση, μιας και γυρίστηκε εν μέρει σε ένα εμπορικό κέντρο στην περιοχή που μεγάλωσε και που συνήθιζε να κάνει βόλτες μετά το σχολείο.
Ανακαλύπτοντας το σινεμά του Γιώργου Λάνθιμου, η CMAT θέλησε να ανακαλύψει και την Ελλάδα. Τα τελευταία χρόνια δούλευε συνεχώς και στον ελεύθερο χρόνο της έδινε συναυλίες. Με εκείνα και με τα άλλα, συνειδητοποίησε πέρυσι το καλοκαίρι πως έχει να πάει κανονικές διακοπές από τα 17 της. Σε μια απόφαση της στιγμής, έκλεισε με τους φίλους της εισιτήρια για τη Σαντορίνη.
Την ερωτεύτηκε ακαριαία. Το τοπίο, το φαγητό και κυρίως τους ανθρώπους, που της θυμίζουν τόσο πολύ τους Ιρλανδούς: «Είναι φοβερό να βρίσκεσαι στο πιο όμορφο μέρος στον κόσμο και οι άνθρωποι να έχουν και χιούμορ. Που έχουν επίσης και στο Δουβλίνο, μόνο που δεν είναι το πιο όμορφο μέρος στον κόσμο», σχολιάζει με ενθουσιασμό.
Οι διακοπές τελείωσαν, όχι όμως και το πάθος της CMAT για τη χώρα μας, μιας και άρχισε να τη μελετάει όλο και πιο πολύ. Συγχρόνως, έγραψε ένα κομμάτι με τίτλο «Whatever’s Inconvenient» για το οποίο θα γυρνούσε ένα βίντεο κλιπ. «Τα βίντεο κλιπ είναι πολύ δύσκολα, χρειάζονται πολλή προσπάθεια, πολλή δουλειά, χρήματα και στο τέλος τα βλέπουν πέντε άτομα. Είπα όμως στη δισκογραφική πως δεν με νοιάζει, θέλω το βίντεο να γυριστεί στην Ελλάδα» εξηγεί.