Με περιγραφές που σοκάρουν και λεπτομέρειες που συγκλονίζουν, ο 29χρονος δολοφόνος της Αρτας και η πρώην σύζυγός του, που από θαύμα γλίτωσε από τις σφαίρες του, ξεδιπλώνουν όλο το χρονικό της ολέθριας σχέσης που πνίγηκε στο αίμα με την εκτέλεση του 75χρονου πεθερού του, μπροστά στα μάτια του ανήλικου γιου του. Από το πώς γνωρίστηκαν πριν από έξι χρόνια σε ένα πανηγύρι σε χωριό της Αρτας μέχρι τη γέννηση του παιδιού τους, τον γάμο και το διαζύγιο.
Μέσα από τη δικογραφία που αποκαλύπτει το «ΘΕΜΑ» προκύπτει ότι ο δολοφόνος είναι ένας σκληρός άνθρωπος που ζούσε στα βουνά και δούλευε μέρα νύχτα, ενώ εκείνη μια γυναίκα που ουσιαστικά ποτέ δεν τον ήθελε, αλλά οι συνθήκες την έκαναν να τον παντρευτεί. «Τους πυροβόλησα, όταν ο πρώην πεθερός μου άρχισε να βρίζει τον νεκρό πατέρα μου. Δεν ήθελα όμως να σκοτώσω κανέναν», αναφέρει στην απολογία του και προσθέτει πως όταν έφυγε από το σημείο της δολοφονίας «πέρασα το χωριό, παράτησα το αμάξι και άρχισα να περπατάω στα βουνά. Το όπλο το πέταξα σε μια χαράδρα. Μετά ήθελα να αυτοκτονήσω, ήθελα να βρω μια τριχιά να βάλω τέλος στη ζωή μου, αλλά άνοιξα το κινητό και είδα τη φωτογραφία του παιδιού μου και είπα ότι γι’ αυτό το παιδί έγιναν αυτά…».
«Με έβριζαν»
Στην απολογία του ο δολοφόνος μίλησε για όλους και για όλα. Ξεκίνησε περιγράφοντας τον εαυτό του: «Από την ηλικία των 10 ετών, άρχισα να εργάζομαι ως αγρότης και κτηνοτρόφος πλάι στον πατέρα μου. Η ζωή μου ήταν αρκετά δύσκολη καθότι η οικογένειά μου αποτελούνταν, πριν από την απώλεια του πατέρα μου, από συνολικώς οκτώ μέλη, ήτοι τη μητέρα μου, τον πατέρα μου, εμένα και τα πέντε μεγαλύτερά μου αδέλφια. Παρά τις δυσκολίες, ήμαστε και παραμένουμε μια πολύ δεμένη οικογένεια, στηρίζουμε ο ένας τον άλλον, ενώ εγώ και δύο από τα αδέλφια μου συνεχίζουμε την οικογενειακή παράδοση μοχθώντας στο επάγγελμα της κτηνοτροφίας, διατηρώντας τα δικά μας ζώα και βγάζοντας τιμίως τα προς το ζην. Λόγω της σκληρότητας της εργασίας μας, αναγκάστηκα, αφού αποφοίτησα από το Γυμνάσιο, να αφήσω το σχολείο προκειμένου να αφοσιωθώ σε αυτήν».
Στη συνέχεια αναφέρεται στη μοιραία γνωριμία: «Με την πρώην σύζυγό μου γνωριστήκαμε σ’ ένα πανηγύρι στο Αστροχώρι Αρτας την 1η Απριλίου του 2016, όταν εγώ ήμουν 23 ετών και αυτή ήταν 30 ετών. Παρά την ασυνήθιστη διαφορά ηλικίας, ερωτευτήκαμε ο ένας τον άλλον σχεδόν αμέσως και από τις 21 Μαΐου του 2016 γίναμε ζευγάρι. Τα πράγματα στη σχέση μας κυλούσαν πολύ ομαλά παρά τον βαρύ φόρτο εργασίας μου και κατέβαλλα κάθε προσπάθεια να μην της λείψει τίποτα. Καρπός της σχέσης μας αποτέλεσε ο γιος μας, που γεννήθηκε στις 18 Αυγούστου του 2020 και πήρε το όνομα του πατέρα μου με συμφωνία και της Πετρίνας.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να τονίσω ότι η Πετρίνα είχε μείνει έγκυος και πρωτύτερα, ωστόσο αποφάσισε μόνη της να προβεί σε έκτρωση. Φέτος, προς τα τέλη Ιουνίου, έθεσε θέμα ότι δεν μπορώ να ανταποκριθώ στις γονεϊκές μου υποχρεώσεις. Πολύ χειρότερα, μου ανέφερε χαρακτηριστικά προ ολίγων ημερών: “Είδα έναν άντρα ο οποίος είναι ο μεγαλύτερος ερωτάς μου. Ετρεμε ολόκληρο το κορμί μου όταν τον είδα”, αποδεικνύοντας ότι τόσο καιρό με χρησιμοποιούσε. Τη ρώτησα αν είναι δυνατόν να έχει μικρό παιδί και να λέει τέτοια πράγματα. Μου ανταπάντησε ότι είμαι κακός πατέρας και ότι δεν κάνω γι’ αυτό το πράγμα. Από τη διάσταση μεταξύ μας στα τέλη Ιουνίου του 2022 μέχρι και τη συμφωνία για τη λύση του γάμου μας αδυνατούσα να δω το παιδί μου. Η Πετρίνα προφασιζόταν συνέχεια διάφορες αστείες (και ψευδείς) δικαιολογίες, λ.χ. ότι το παιδί ήταν άρρωστο, ότι πήγε να παίξει με τους παππούδες κ.ο.κ., ενώ έθετε συνέχεια ζήτημα χρημάτων».
Ο τρόπος που περιγράφει το σκηνικό του θανάτου συγκλονίζει: «Το μοιραίο απόγευμα την Πέμπτη 11 Αυγούστου μετέβην στο Αστροχώρι με το ιδιωτικό μου φορτηγό, το οποίο χρησιμοποιώ για την εργασία μου, στο σπίτι της οικογένειας Αθανασάκη, προκειμένου να επικοινωνήσω με το παιδί μου, όπως είχα δικαίωμα τις ώρες 17.00-20.00 κάθε Δευτέρα και Πέμπτη. Αφού εισήλθα στην αυλή του σπιτιού, ο Δημήτρης ήρθε κοντά μου και αρχίσαμε να αγκαλιαζόμαστε και να παίζουμε. Πρότεινα στην Πετρίνα να πάρω το παιδί μαζί μου για να πάμε να παίξουμε στην παιδική χαρά, πράγμα που μου το αρνήθηκε, λέγοντας ότι δεν ήταν στη συμφωνία μας. Της πρότεινα να το πάω μέχρι το πανηγύρι στον Μεσόπυργο (μια διαδρομή μισής ώρας το πολύ), πράγμα που επίσης αρνήθηκε με την ίδια δικαιολογία. Σημειώνω πως δεν ισχύει το ότι δήθεν μύριζα αλκοόλ, πράγμα το οποίο είναι αποκύημα της φαντασίας της. Μου είπε να σηκωθώ να φύγω και να μην ξαναπατήσω.
Πηγαίνοντας προς το φορτηγό, βγήκε η ίδια, ενώ εμφανίστηκε στην αυλή και ο πρώην πεθερός μου. Συνέχισαν βρίζοντας με χυδαία. Η πρώην σύζυγός μου έλεγε ότι είμαι ελεεινός και τρισάθλιος καθώς και ότι δεν την ικανοποιούσα σεξουαλικά και είμαι άχρηστος ως άντρας. Ο πρώην πεθερός μου άρχισε να λέει ότι θα καλέσει την Αστυνομία για να μην ξαναδώ το παιδί μου, ενώ από πάνω με έβριζε. Εκείνη τη στιγμή ετοιμαζόμουν να φύγω και να μη δώσω συνέχεια. Τότε ο πρώην πεθερός μου είπε “ήθελε να γίνει και πατέρας, το παλιοτόμαρο” και “Αϊ στο διάολο! Καλά σου πήρε ο διάολος τον πατέρα!” αναφερόμενος στον νεκρό πατέρα μου. Εκείνη τη στιγμή θόλωσα. Πήρα αμέσως από το φορτηγό το όπλο και πυροβόλησα αρχικά μια φορά στον αέρα, με αμφότερους να συνεχίζουν να με βρίζουν.
Στη συνέχεια, από απόσταση, έριξα χαμηλά, χωρίς να σημαδεύω τον πρώην πεθερό μου, αλλά προς τη μεριά του. Η ψυχική μου κατάσταση ήταν τέτοια που αδυνατούσα εντελώς να σκεφτώ. Η πρώην σύζυγός μου βρισκόταν σε απόσταση από τον πρώην πεθερό μου και φυσικά δεν έβαλα εναντίον της και ούτε ποτέ θα το έκανα. Στο θέαμα του ματωμένου πεθερού μου, τα έχασα και έφυγα από την αυλή του σπιτιού, μην έχοντας καταλάβει τι συνέβη.
Πήρα το φορτηγό και έφυγα. Το παράτησα στο σημείο όπου ευρέθη από την Αστυνομία. Αρχισα να τριγυρνάω στα βουνά, σκεπτόμενος να αυτοκτονήσω για το κακό που είχα κάνει. Αυτό που με κράτησε απ’ το να προβώ στο απονενοημένο διάβημα ήταν οι φωτογραφίες του γιου μου που είχα στο κινητό μου. Παράλληλα, πέταξα και το όπλο που είχα σε μια χαράδρα, χωρίς να θυμάμαι πού. Οντας μεγαλωμένος στα βουνά και ως κτηνοτρόφος θα μπορούσα να ζήσω για αρκετό καιρό σ’ αυτά.
Ωστόσο, ποτέ δεν είχα σκοπό να φύγω και να αποφύγω τις ευθύνες μου. Γι’ αυτό και τηλεφώνησα ο ίδιος στην Αστυνομία της Αρτας, προκειμένου να συλληφθώ, ώστε τουλάχιστον να έχω την ελπίδα ότι μία ημέρα θα ξαναδώ έστω το παιδί μου».
«Μου έριξε δύο φορές»
Η πρώην σύζυγός του σε άθλια ψυχολογική κατάσταση περιγράφει στους αστυνομικούς όλα όσα έζησε: «Την ήμερα εκείνη κατά τις 4 η ώρα ο πατέρας μου είδε το αυτοκίνητο του πρώην συζύγου μου να περνάει προς το Ασπροχώρι. Εκείνη την ώρα στο σπίτι ήμουν εγώ, το παιδί μου, ο πατέρας μου και η μάνα μου. Η μάνα μου τότε είπε ότι πρέπει να πάει να ταΐσει τα ζώα στον στάβλο δίπλα από το σπίτι. Εγώ ζήτησα από τον πατέρα μου να μην πάει με τη μαμά μου αλλά να μείνει μαζί μου για να περιμένουμε τον πρώην σύζυγό μου. Αφού πάρκαρε ανέβηκε μέχρι την είσοδο της αυλής, είπα στο παιδί μου “πήγαινε στον μπαμπά”. Το παιδί πήγε, αφού του είπα τον πήρε αγκαλιά και μου είπε “θα πάρω το παιδί να πάω στην παιδική χαρά”. Εγώ του απάντησα ότι δεν έχουμε συμφωνήσει κάτι τέτοιο και τότε τον πλησίασα, του πήρα το παιδί απ’ την αγκαλιά του. Οταν τον πλησίασα κατάλαβα ότι μυρίζει αλκοόλ. Αφήνω το παιδί κάπου στη μέση της αυλής. Είπα στον πατέρα μου που ήταν δίπλα στον κήπο να έρθει προς το μέρος μου. Ο πατέρας μου ήρθε και κάθισε σε μια καρέκλα σε υπερυψωμένο μπαλκόνι πάνω απ’ την αυλή. Επειτα με ρώτησε αν θα μπορούσε να πάει το παιδί μου τον Δεκαπενταύγουστο στο χωριό του, τον Μεσόπυργο.
Τότε εγώ του απάντησα ότι δεν έχουμε συμφωνήσει κάτι τέτοιο. Αυτός μου είπε “δεν ακολουθώ τον νόμο και θα κάνω ό,τι θέλω”. Τότε ο πατέρας μου είπε “άσ’ τον, Πέτρινα, μη φοβάσαι! Αν δεν συνετιστεί με τον νόμο, θα πάμε στην Αστυνομία και δεν θα ξαναενοχλήσει ποτέ ούτε εσένα ούτε το παιδί”. Τότε αυτός άφησε το παιδί από την αγκαλιά του, τράβηξε ή από την τσέπη του παντελονιού ή από τη ζώνη του ένα όπλο χρώματος ασημί και είπε φωνάζοντας “ποιος θα μου πάρει το παιδί;”. Και άρχισε να ρίχνει προς το μέρος μου. Εγώ βρισκόμουν στην αυλή ακριβώς κοντά στον πατέρα μου. Μόλις αντελήφθην ότι τράβηξε το όπλο ανέβηκα τις σκάλες που συνδέουν την αυλή με τη μία είσοδο του σπιτιού. Οταν έφτασα στην είσοδο, από τις σκάλες έριξε εναντίον μου τουλάχιστον δύο φορές, χωρίς να με πετύχει και πρόλαβα να μπω μέσα στο σπίτι. Τότε κατάλαβα ότι άρχισε να ρίχνει και στον πατέρα μου. Βγήκα και τον είδα μέσα στα αίματα, πεσμένο δίπλα από τα σκαλιά στην αυλή. Ημουν τρομοκρατημένη και άρχισα να ουρλιάζω για βοήθεια και έτρεξα να πάρω αγκαλιά το παιδί μου. Αυτός, στην αρχή, με γρήγορο περπάτημα προσπέρασε και άρχισε να τρέχει, μπήκε στο αυτοκίνητό του και έφυγε με μεγάλη ταχύτητα του προς τον Μεσόπυργο».
Η νομική άποψη
Ο δικηγόρος του κατηγορουμένου Αλέξης Κούγιας τονίζει: «Είναι μία ακόμα τραγωδία χωρίς σοβαρή αιτία. Δυστυχώς, η ελληνική κοινωνία είναι ακόμη ανώριμη, παρά τα όσα έχουν συμβεί με διάφορα εγκλήματα, τα οποία θα έπρεπε να έχουν προβληματίσει τους πολίτες. Ομως αυτό δεν φτάνει πολλές φορές σε μέρη της Ελλάδος όπως είναι κάποιες απόμερες περιοχές και δεν φτάνει σε ανθρώπους που δεν έχουν εμφανή κοινωνικότητα. Ετσι είναι και ο εντολέας μου. Ενα παιδί που σε ηλικία 22 ετών ερωτεύτηκε μια γυναίκα οκτώ χρόνια μεγαλύτερή του. Από την ημέρα που τον γνώρισε αυτή σταμάτησε να εργάζεται και για οκτώ χρόνια τη συντηρούσε, παρά το νεαρό της ηλικίας του, γιατί είναι ένα παιδί το οποίο δούλευε πάνω στα βουνά, όποια δουλειά και να του ζητούσαν την έκανε, και υπάρχουν μάρτυρες να καταθέσουν υπέρ του. Πήγαινε μόνο δύο φορές την εβδομάδα στην Αρτα, ακόμα και ως παντρεμένος, για να τη συναντήσει, διανύοντας 130 χιλιόμετρα, αυτή αρνείτο να τον ακολουθήσει στο χωριό ενώ τον είχε διαβεβαιώσει ότι εκεί θα ζήσουν, και έτσι παντρεύτηκαν ενώ του ζητούσε υπέρογκα χρήματα για να του επιτρέπει να βλέπει το παιδί. Δυστυχώς, τις ίδιες απόψεις συμμερίστηκε και ο πατέρας της και είχαμε αυτή την τραγική κατάληξη».