Δεν πάνε πολλά χρόνια πίσω, που η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ ενώθηκαν ουσιαστικά εις σάρκα μίαν. Οχι μόνο επειδή μαζί αποτελούσαν τη συγκυβέρνηση Σαμαρά και Βενιζέλου, αλλά κυρίως γιατί η ρητορική των στελεχών τους τα ταραγμένα χρόνια της μνημονιακής κρίσης δεν είχε ουσιαστική διαφορά, έχοντας ως αντίπαλο τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ. Σήμερα η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική. Ηδη από την ανάδειξη του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του κόμματος, το ΠΑΣΟΚ άρχισε σταδιακά να επιστρέφει στις «αντιδεξιές» καταβολές του. Οι υποκλοπές αποτέλεσαν το διόλου ασήμαντο «κερασάκι στην τούρτα» της οριστικής διάρρηξης των σχέσεων μεταξύ των δύο πλευρών. Το ερώτημα που τίθεται σήμερα είναι ένα: στην περίπτωση που η Νέα Δημοκρατία δεν καταφέρει να πετύχει την αυτοδυναμία στις εκλογές του 2023, υπάρχει περίπτωση συγκυβέρνησης μεταξύ των δύο κομμάτων;
Δεν είναι μυστικό πως στο Μέγαρο Μαξίμου ο στόχος είναι αναμφίβολα η αυτοδυναμία, αλλά εάν αυτή δεν επιτευχθεί θα έβλεπαν θετικά ένα σενάριο συγκυβέρνησης με το ΠΑΣΟΚ για πολλούς λόγους. Μάλιστα, προ της περιόδου των υποκλοπών, υπήρχαν εισηγήσεις να γίνει συμφωνία με το ΠΑΣΟΚ από την πρώτη Κυριακή, ώστε να υπάρχει μία «ισχυρή συγκυβέρνηση». Βεβαίως αυτά τα σενάρια εξανεμίστηκαν οριστικά μετά τις υποκλοπές, καθώς ο Νίκος Ανδρουλάκης υιοθέτησε, όπως ήταν αναμενόμενο, μια πολύ επιθετική στάση έναντι της κυβέρνησης και προσωπικά του κ. Μητσοτάκη. Σήμερα υπάρχει επιστροφή;
Ανοικτές πόρτες
Στο κυβερνητικό στρατόπεδο σημειώνουν πως, παρά τις τοποθετήσεις του κ. Ανδρουλάκη, οι μετεκλογικές συνθήκες μπορεί να επιβάλουν συνεργασία των δύο κομμάτων.
Πριν από περίπου δύο εβδομάδες ο Γιάννης Μπρατάκος σε συνέντευξη που παραχώρησε στην «Κ» είχε αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση είχε πει: «Πιστεύω ότι κανένα κεφάλαιο συνεργασίας μεταξύ κομμάτων που έχουν ευρωπαϊκό και μεταρρυθμιστικό προσανατολισμό δεν πρέπει να κλείνει. Στην πολιτική ποτέ δεν πρέπει να λες ποτέ». Η επιβεβαίωση της επιχείρησης «κατευνασμού» του ΠΑΣΟΚ από πλευράς κυβέρνησης ήρθε με τον πιο επίσημο τρόπο, από τον ίδιο τον πρωθυπουργό στην τελευταία του συνέντευξη στον AΝΤ1, όπου ερωτηθείς για τη σχέση του με τον Νίκο Ανδρουλάκη, άφησε ένα περιθώριο για μελλοντική συνεννόηση. «Κοιτάξτε, ο χρόνος μπορεί να γιατρέψει πολλά, μπορεί και όχι», ήταν η αποστροφή του.
Δύο ερμηνείες
Πίσω από την τακτική της κυβέρνησης να λειάνει τη σχέση με το ΠΑΣΟΚ υπάρχουν δύο ερμηνείες, μία πολιτική και μία ουσιαστική. Η πολιτική ερμηνεία είναι πως η κυβέρνηση δεν θέλει να εμφανιστεί μετά την υπόθεση των υποκλοπών πολιτικά απομονωμένη, αλλά αντίθετα να δείξει πως εξακολουθεί να έχει ανοικτούς διαύλους με άλλα κόμματα και δη εκείνα με «ευρωπαϊκό προσανατολισμό», όπως το ΠΑΣΟΚ.
Ταυτόχρονα, θέλει να κρατήσει σταθερό δίαυλο –αν όχι με την ηγεσία, που αυτή την ώρα δεν είναι εφικτό– τουλάχιστον με τους ψηφοφόρους του κόμματος, που όλη την τριετία που προηγήθηκε έδιναν μεγάλη αποδοχή στον πρωθυπουργό. Ο έτερος «ουσιαστικός» λόγος, είναι πως πράγματι πρέπει να μην κλείσουν οι πόρτες στην περίπτωση που το σκηνικό που διαμορφωθεί μετά τις εκλογές «απαιτεί» κάποια συγκυβέρνηση. Τα πράγματα εδώ, ωστόσο, είναι αρκετά πιο πολύπλοκα, καθώς ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν έχει αποκλείσει μεν ένα τέτοιο ενδεχόμενο συγκυβέρνησης με κανένα κόμμα, έχει θέσει ως όρο, όμως, να μην είναι πρωθυπουργός είτε ο κ. Μητσοτάκης είτε ο κ. Τσίπρας. Κάτι που από πλευράς Ν.Δ. το αποκλείουν ρητά, λέγοντας πως «πρωθυπουργούς εκλέγει ο λαός».