Το μεσοπρόθεσμο σχέδιο «υπόσχεται» νέο ιστορικό ρεκόρ εισπράξεων από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων, με το σχετικό ποσό να υπολογίζεται ότι μπορεί να φλερτάρει ακόμη και με τα 20 δισ. ευρώ έως το 2028. Αυτό όμως στην πράξη σημαίνει ότι οι κρατήσεις για τον φόρο εισοδήματος σε μισθωτούς, συνταξιούχους και αυτοαπασχολούμενους θα «τρέχουν» με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα από ό,τι οι μεικτές αποδοχές και αυτό θα ροκανίζει τη θετική μεταβολή του καθαρού εισοδήματος.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, υπολογίζεται ότι την περίοδο 2024-2027 ο μέσος μεικτός μισθός θα αυξηθεί περίπου κατά 15% (σ.σ. είναι το ισοδύναμο της κυβερνητικής δέσμευσης να αυξηθεί ο μέσος μισθός στα 1.500 ευρώ), αλλά το ίδιο διάστημα θα έχουμε αύξηση φόρου εισοδήματος κατά 41%. Για να αποφευχθεί αυτό, θα πρέπει μέσα στην 4ετία να γίνει αναπροσαρμογή της κλίμακας φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων κάτι που –προς το παρόν τουλάχιστον– δεν υπάρχει στην κυβερνητική ατζέντα λόγω δημοσιονομικού κόστους.
Εισπρακτικά ρεκόρ
Διανύουμε περίοδο αύξησης των δηλωθέντων εισοδημάτων στην εφορία και αυτός είναι βασικός λόγος για τον οποίο καταγράφονται νέα εισπρακτικά ρεκόρ από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων. Τα τελευταία χρόνια… ξεκόλλησαν οι συντάξεις, που παρέμεναν στα ίδια επίπεδα για όλη τη μνημονιακή περίοδο, είχαμε τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού, που πλέον έφεραν το ύψος του σε τέτοιο επίπεδο ώστε να επιβάλλεται και παρακράτηση φόρου, ενώ από τις αρχές του 2024 άρχισαν να δίδονται αυξήσεις και στους δημοσίους υπαλλήλους.
Μεγάλη αλλαγή που πρόσθεσε περισσότερα από 5 δισ. ευρώ στα δηλωθέντα εισοδήματα ήταν η ενεργοποίηση του τεκμαρτού εισοδήματος των αυτοαπασχολούμενων. Επίσης, εκτιμάται ότι έχουν αποδώσει και τα μέτρα ενίσχυσης των ηλεκτρονικών συναλλαγών, τα οποία σταδιακά υποχρεώνουν τους επαγγελματίες να δηλώνουν τουλάχιστον αυτά τα ποσά που έχουν εισπράξει μέσω καρτών, τραπεζικών λογαριασμών κ.λπ. Το αποτέλεσμα είναι ότι ήδη από φέτος καταγράφονται ιστορικά ρεκόρ στο ύψος των δηλωθέντων εισοδημάτων στην εφορία. Το αθροιστικό εισόδημα των φυσικών προσώπων υπερβαίνει πλέον τα 100 δισ. ευρώ, ενώ η αύξηση εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί με ρυθμό υψηλότερο του 5%-6% σε ετήσια βάση. Και αυτό διότι ο ρυθμός αύξησης των δηλωθέντων εισοδημάτων δεν συνδέεται άμεσα με τον ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ, αλλά με άλλες παραμέτρους όπως ο ρυθμός αύξησης των ονομαστικών εισοδημάτων (σ.σ. εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει το 4% το 2025) αλλά και ο ρυθμός αποκάλυψης «κρυμμένων» μέχρι σήμερα εισοδημάτων.
Ο ρυθμός αύξησης των φορολογικών εσόδων είναι ταχύτερος από τον ρυθμό αύξησης των εισοδημάτων γιατί μπαίνει η παράμετρος της μη τιμαριθμικής αναπροσαρμογής της φορολογικής κλίμακας. Η τελευταία έχει παραμείνει ουσιαστικά αμετάβλητη από το 2019-2020 όταν ανακοινώθηκαν μειώσεις συντελεστών στα κλιμάκια, αλλά και η θέσπιση του εισαγωγικού συντελεστή 9%.
Παρακολουθώντας τη μεταβολή του μέσου μισθού από το 2020 έως το 2023, προκύπτει ότι ενώ ο μέσος μισθός αυξήθηκε κατά περίπου 11%, ο φόρος εισοδήματος αυξήθηκε κατά 41%. Ετσι, ο μέσος ετήσιος μισθός το 2020 ήταν περίπου 15.943 ευρώ και σε αυτόν αναλογούσε φόρος 946 ευρώ. Το 2023 τα μεικτά σε ετήσια βάση είχαν αυξηθεί στα 17.685 ευρώ και ο φόρος στα 1.334 ευρώ.
Ο βασικός στόχος
Από εδώ και στο εξής ο βασικός στόχος είναι ο μέσος μισθός να αυξηθεί στα 1.500 ευρώ έως το 2027, δηλαδή οι ετήσιες αποδοχές να ανέβουν από τα 18.216 ευρώ που αναμένεται να φτάσουν φέτος (περίπου 1.300 ευρώ τον μήνα επί 14 μισθούς) σε περίπου 21.000 ευρώ. Ο φόρος, από τα 1.435 ευρώ φέτος θα αυξηθεί στα 2.022 ευρώ. Αρα και πάλι θα έχουμε επανάληψη του φαινομένου, ο μεικτός μισθός να αυξηθεί κατά 15% και ο φόρος κατά 41%. Το αποτέλεσμα είναι το «ροκάνισμα» των καθαρών αποδοχών: το 15% της μεικτής αύξησης γίνεται 12,7% σε επίπεδο καθαρών αποδοχών.
Προσαρμογή της κλίμακας φορολογίας εισοδήματος με βάση τον τιμάριθμο ώστε να προστατευθεί η καθαρή αύξηση έχει πολύ μεγάλο δημοσιονομικό κόστος το οποίο δύσκολα θα μπορέσει να «σηκώσει» ο προϋπολογισμός μέσα στην επόμενη τριετία, τουλάχιστον με βάση τα όσα περιγράφονται στο μεσοπρόθεσμο. Θεωρητικά υπάρχει ένα περιθώριο της τάξης του 1 δισ. ευρώ ετησίως, όμως αυτό πρέπει να καλύψει και άλλες ανάγκες που θα προκύψουν, ενώ είναι αμφίβολο αν επαρκεί για να αλλάξουν τα κλιμάκια σε τέτοιο εύρος ώστε να καλύπτουν το σύνολο των φορολογουμένων.
Το 2023 έκλεισε με εισπράξεις ύψους 12,7 δισ. ευρώ από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων. Για το 2024 το υπουργείο Οικονομικών έχει προϋπολογίσει ότι τα έσοδα θα ανέλθουν στα 14,17 δισ. ευρώ, με το ποσοστό αύξησης να ξεπερνάει τελικώς το 11,5%. Αυτό θα είναι και το νέο ιστορικό ρεκόρ εισπράξεων μέχρι… το επόμενο. Για του χρόνου ο πήχυς ανεβαίνει στα 15 δισ. ευρώ, ποσό που δεν έχει καταγραφεί ποτέ στην Ιστορία της χώρας. Μάλιστα, με βάση τις προβλέψεις για την εξέλιξη των αμοιβών στην Ελλάδα μέχρι και το 2028, εκτιμάται ότι στο τέλος του πολυετούς προϋπολογισμού που συνέταξε η χώρα, τα έσοδα μόνο από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων μπορεί να φτάσουν να φλερτάρουν ακόμη και με τα 20 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση.
Ηδη οι ετήσιες εισπράξεις που καταγράφει το Δημόσιο από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων είναι πολύ υψηλότερες σε σχέση με τα προ οικονομικής κρίσης επίπεδα. Με βάση τα στοιχεία της Eurostat, o φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων απέδιδε περί τα 11 δισ. ευρώ το 2007 και το 2008. Κατά τη διάρκεια των μνημονίων καταγράφηκε ιστορικό ρεκόρ το 2012 με την επιβολή σκληρών μέτρων, όπως η εισφορά αλληλεγγύης και άλλων μέτρων που υποχρέωσαν τους φορολογουμένους να πληρώσουν περισσότερα, παρά τη μείωση εισοδημάτων. Το 2012 αποτελούσε μέχρι τώρα τη χρονιά με τις μεγαλύτερες εισπράξεις ύψους 13,2 δισ. ευρώ, ένα ρεκόρ που έμελλε να κρατήσει μια 12ετία, μέχρι και φέτος.
Το νέο ιστορικό ρεκόρ του 2024 αλλά και τα επόμενα που προγραμματίζεται να καταγραφούν, τροφοδοτείται αφενός από την αύξηση της φορολογητέας ύλης (σ.σ. είναι το αποτέλεσμα της μείωσης της ανεργίας, της αύξησης της απασχόλησης, της αύξησης των ονομαστικών μισθών, αλλά και του περιορισμού της φοροδιαφυγής με μέτρα όπως το τεκμαρτό εισόδημα των αυτοαπασχολούμενων) και αφετέρου από τη μη τιμαριθμική αναπροσαρμογή της φορολογικής κλίμακας, που επιβάλλει ταχύτερη αύξηση του φόρου εισοδήματος από την αντίστοιχη του εισοδήματος.