Πριν μέρες και με αφορμή της απόφασης της Διοίκησης των ΕΛΤΑ να συρρικνώσουν το δίκτυο των ταχυδρομικών γραφείων ανά την Ελλάδα, ως ενεργός πολίτης είχα διατυπώσει την αντίθεσή μου.
Επανέρχομαι με νέα παρέμβαση σήμερα, σε μια σειρά που θα πράξω και το επόμενο διάστημα, θέτοντος τον προβληματισμό ότι ως κοινωνία χάσαμε το νόημα στην πολιτική και αφήσαμε των ζωή μας και το μέλλον μας στα χέρια του κάθε Μάνατζερ.
Η πρόσφατη απόφαση για το κλείσιμο ή τη συρρίκνωση των καταστημάτων των ΕΛΤΑ στην επαρχία, η οποία πήρε αναστολή για τρείς μήνες, δεν είναι απλώς μια διοικητική πράξη.
Είναι ένα ακόμη σύμπτωμα μιας βαθύτερης νοοτροπίας που έχει εδραιωθεί τα τελευταία χρόνια στη δημόσια διοίκηση: της διοίκησης μέσω αριθμών, όχι μέσω αναγκών.
Οι μάνατζερ, οι σύμβουλοι και τα επιτελεία μιλούν αποκλειστικά με οικονομικούς όρους — «κόστος λειτουργίας», «αναδιάρθρωση», «βιωσιμότητα».
Όμως πίσω από τους δείκτες και τα ποσοστά, υπάρχει μια κοινωνία που ζει, εργάζεται και αγωνιά.
Και αυτή η κοινωνία φαίνεται πως δεν περιλαμβάνεται στους υπολογισμούς.
Η απόφαση να περιοριστούν π.χ. οι ταχυδρομικές υπηρεσίες στην περιφέρεια σημαίνει κάτι πολύ πιο ουσιαστικό από μια «εξοικονόμηση πόρων».
Σημαίνει ότι ο ηλικιωμένος κάτοικος του απομακρυσμένου χωριού θα χρειάζεται να διανύσει χιλιόμετρα για να στείλει μια επιστολή ή να πληρώσει έναν λογαριασμό.
Ότι ο αγροτικός ταχυδρόμος, που για δεκαετίες αποτέλεσε κρίκο επικοινωνίας, θα χαθεί.
Ότι οι μικρές τοπικές κοινωνίες, που ήδη παλεύουν με την απομόνωση, θα στερηθούν ακόμη μια βασική υπηρεσία.
Οι μάνατζερ των ΕΛΤΑ — όπως και πολλοί άλλοι σε δημόσιους οργανισμούς — αντιμετωπίζουν τις δομές του κράτους σαν να ήταν ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Και όμως, η έννοια της «απόδοσης» στον δημόσιο τομέα δεν μπορεί να μετρηθεί μόνο με οικονομικούς δείκτες.
Η πραγματική απόδοση μετριέται με την παρουσία του κράτους στην καθημερινότητα του πολίτη, με την εμπιστοσύνη που αισθάνεται ο άνθρωπος απέναντι σε έναν μηχανισμό που υποτίθεται ότι τον υπηρετεί.
Η λογική του «λιγότερου κόστους» έχει νόημα στις επιχειρήσεις.
Στην κοινωνία, όμως, το κόστος της αποξένωσης, της εγκατάλειψης και της ανισότητας είναι πολύ μεγαλύτερο.
Όταν οι υπηρεσίες υποχωρούν από την περιφέρεια, δεν «εξορθολογίζεται» το σύστημα, διαρρηγνύεται ο κοινωνικός ιστός.
Το ταχυδρομείο σε ένα χωριό δεν είναι απλώς ένα γραφείο συναλλαγών.
Είναι σημείο αναφοράς, τόπος επαφής, κομμάτι της τοπικής ζωής.
Είναι, με έναν τρόπο, ο τελευταίος συνδετικός κρίκος του πολίτη με το κράτος.
Η ευθύνη, λοιπόν, δεν είναι μόνο των διοικήσεων των ΕΛΤΑ, των Τραπεζών, κ.α.
Είναι συνολικά πολιτική.
Είναι η επιλογή ενός κράτους που λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, αγνοώντας ότι ο δημόσιος χαρακτήρας μιας υπηρεσίας δεν μετριέται με το ισοζύγιο, αλλά με το κοινωνικό της αποτύπωμα.
Όταν οι αποφάσεις λαμβάνονται από γραφεία στην Αθήνα, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η πραγματικότητα της Αρκαδίας, της Ηλείας ή της Φωκίδας, δεν έχουμε εκσυγχρονισμό — έχουμε διοικητική τύφλωση.
Η λύση δεν είναι να κλείνουν υπηρεσίες, αλλά να επανασχεδιάζονται με γνώμονα την κοινωνική χρησιμότητα.
Τα ΕΛΤΑ π.χ. θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε πολυδύναμα κέντρα εξυπηρέτησης πολιτών στην ύπαιθρο, με συνεργασίες με δήμους και ιδιώτες, διατηρώντας ενεργό τον θεσμό του αγροτικού ταχυδρόμου.
Η τεχνολογία μπορεί να υποστηρίξει τον εκσυγχρονισμό, όχι να υποκαταστήσει την παρουσία του ανθρώπου.
Ο ρόλος του manager στο δημόσιο τομέα δεν είναι να κάνει «οικονομία» σε βάρος της κοινωνίας, αλλά να αναζητά τρόπους να την υπηρετεί καλύτερα.
Οι αριθμοί μπορεί να δείχνουν ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, αλλά όταν οι άνθρωποι αισθάνονται εγκαταλειμμένοι, τότε ο πραγματικός λογαριασμός είναι πάντα ελλειμματικός.
ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ
Συνδικαλιστής ΔΑΚΕ ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ,
Πολύτεκνου και πρώην μέλος του Δ.Σ. του ΚΟΔΗΠ,
Εκπρόσωπος της Δημοτικής Παράταξης «ΝΕΑ ΠΑΤΡΑ».



