Η 28η διάσκεψη για την κλιματική αλλαγή είναι γεμάτη αντιφάσεις, σε αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που θα περιμέναμε από μια διεθνή συνάντηση, η οποία πραγματοποιείται υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και έχει στόχο να οδηγήσει σε μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων και των εκπομπών ρύπων που ενοχοποιούνται για καταστροφική αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη.
Δεν είναι μόνο ότι η διάσκεψη πραγματοποιείται στο Ντουμπάι, πρωτεύουσα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων που είναι μια από τις χώρες με τη μεγαλύτερη παραγωγή υδρογονανθράκων στον πλανήτη. Ούτε ότι για πρώτη φορά συμμετείχε ο πρόεδρος της πετρελαϊκής ExxonMobil, Darren Woods, που ανακοίνωσε, μάλιστα, ότι η εταιρεία θα αυξήσει τις επενδύσεις για εξορύξεις πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Η μεγάλη… «ατραξιόν» της διάσκεψης ήταν τελικά η… πυρηνική ενέργεια.
Είκοσι χώρες ανακοίνωσαν τη δέσμευσή τους να τριπλασιάσουν την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από πυρηνικά εργοστάσια, με το επιχείρημα ότι αυτά παράγουν μηδενικές εκπομπές ρύπων.
Και τούτο παρά το γεγονός ότι ήδη από τη δεκαετία του ’80, ύστερα από την καταστροφή του πυρηνικού εργοστασίου στο Τσερνόμπιλ, το οικολογικό κίνημα, αλλά και αρκετές κυβερνήσεις είχαν στραφεί κατά της χρήσης της πυρηνικής ενέργειας.
Οι παλαιότεροι θα θυμούνται ίσως το σύνθημα «Πυρηνική Ενέργεια; Όχι ευχαριστώ», που λανσάρισαν πρώτοι οι Πράσινοι στη Γερμανία -η πρώτη οργανωμένη πολιτική κίνηση στην Ευρώπη που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του ’70.
Η τελευταία επιστρέφει στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια, με το επιχείρημα ότι δεν παράγει αέριους ρύπους, αλλά οι υποστηρικτές της αφήνουν εκτός το θέμα των επικίνδυνων ραδιενεργών καταλοίπων, και τον κίνδυνο καταστροφής σε περίπτωση ατυχήματος, ο οποίος είναι απλά ανυπολόγιστος.
Η πυρηνική ενέργεια συγκέντρωσε πρωτοφανή προσοχή στη φετινή διάσκεψη για το κλίμα, με 20 χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, να υπογράφουν δήλωση για τον τριπλασιασμό της πυρηνικής ενέργειας έως το 2050, παρά τους κινδύνους που είχαν εξοβελίσει τη συγκεκριμένη τεχνολογία από το προσκήνιο τις τελευταίες δεκαετίες.
Αλλά και το κατά πόσον οι δεσμεύσεις αυτές για την πυρηνική ενέργεια μπορούν να τηρηθούν είναι αμφίβολο, λόγω του υψηλού κόστους κατασκευής και τα μακρά χρονοδιαγράμματα των έργων, πέρα από τα τεχνικά και πολιτικά προβλήματα που γεννιούνται από τα επικίνδυνα απόβλητα και το περιβαλλοντικό ρίσκο.
Παρά τη διαφημιστική εκστρατεία γύρω από το καύσιμο τα τελευταία χρόνια, η παγκόσμια παραγωγή πυρηνικής ενέργειας μειώθηκε κατά 4% σε ετήσια βάση το 2022, στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών, σύμφωνα με νέα έκθεση της Παγκόσμιας Πυρηνικής Βιομηχανίας (World Nuclear Industry), η οποία χαρακτηρίζει τον στόχο της COP28 «εξαιρετικά μη ρεαλιστικό», όπως έγραψαν οι Financial Times.
Οι επενδύσεις σε νέα παραγωγή πυρηνικής ενέργειας είχαν υποχωρήσει μετά την πυρηνική καταστροφή της Φουκουσίμα, αλλά το τελευταίο διάστημα η τεχνολογία έρχεται πάλι στο προσκήνιο, λόγω και της ενεργειακής κρίσης. Μετά την εκτίναξη των τιμών του φυσικού αερίου πέρσι και την ενεργειακή κρίση, ορισμένες κυβερνήσεις υποστηρίζουν πλέον την πυρηνική ενέργεια, παρατείνοντας τη διάρκεια ζωής των εργοστασίων και εξετάζοντας την κατασκευή νέων αντιδραστήρων.
Είναι ενδεικτικό ότι οι τιμές του ουρανίου, που χρησιμοποιείται ως καύσιμο για τα πυρηνικά εργοστάσιο, σημειώνουν σημαντική άνοδο. Το ουράνιο ήταν ένα από τα εμπορεύματα με τις καλύτερες επιδόσεις της χρονιάς, καθώς σημείωσε άνοδο 70% και είναι υπό διαπραγμάτευση στα 81 δολάρια ανά λίβρα, την υψηλότερη τιμή από το 2007.
Το ζήτημα έχει και γεωπολιτική διάσταση, καθώς η Κίνα προβαίνει σε επιθετικές κινήσεις για να δεσμεύσει την παγκόσμια προσφορά ουρανίου, εν μέσω μιας παγκόσμιας κινητοποίησης για την εξασφάλιση πυρηνικών καυσίμων. Οι κινεζικές εταιρείες αγοράζουν μαζικά ποσότητες ουρανίου στη διεθνή αγορά, υπογράφουν μακροπρόθεσμα συμβόλαια και εξαγοράζουν ορυχεία ανά τον κόσμο.
Δεν είναι μόνο η Κίνα, αφού η Δύση είναι εξαρτημένη από τη Ρωσία και στο πεδίο αυτό, καθώς η τελευταία ελέγχει σχεδόν το 50% της παγκόσμιας ικανότητας εμπλουτισμού ουρανίου. Το θέμα διχάζει και την Ευρώπη, καθώς οι διαφωνίες για την πυρηνική ενέργεια μεταξύ Παρισιού και Βερολίνου ήταν ένα από τα βασικά εμπόδια για την υλοποίηση της μεταρρύθμισης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ.
Η Γερμανία φοβάται ότι η Γαλλία θα αποκτήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα με φθηνή πυρηνική ενέργεια σε βάρος των Γερμανών κατασκευαστών και ότι το Παρίσι θα επιτύχει εξαιρέσεις για τις κρατικές επιδοτήσεις, ώστε να ενισχύει τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας εις βάρος της ενιαίας αγοράς. Η Γαλλία αντικρούει την κριτική, λέγοντας ότι θα εξακολουθεί να υπόκειται στην εποπτεία των Βρυξελλών για την αποτροπή αντιανταγωνιστικής συμπεριφοράς.