Η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε στοιχεία για τον κίνδυνο φτώχειας, όπως προκύπτουν από την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (SILC), έτους 2022, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2021 με τα στοιχεία για μια ακόμα φορά να είναι αποκαρδιωτικά για του πολίτες της Δυτικής Ελλάδας, για τους οποίους ο κίνδυνος της φτώχειας είναι πιο ορατός από οποιαδήποτε άλλη περιοχή με ποσοστό 26,7%. Ακολουθεί η Ανατολική Μακεδονία – Θράκη με 26,1% και η Δυτική Μακεδονία και η Στερεά Ελλάδα με 25,4%.
Σε πέντε Περιφέρειες (Κρήτη, Αττική, Νότιο Αιγαίο, Ήπειρος και Θεσσαλία) καταγράφονται ποσοστά κινδύνου φτώχειας χαμηλότερα από αυτό του συνόλου της Χώρας, ενώ στις υπόλοιπες οκτώ Περιφέρειες (Ιόνια Νησιά, Βόρειο Αιγαίο, Δυτική Ελλάδα, Πελοπόννησος, Δυτική Μακεδονία, Στερεά Ελλάδα, Κεντρική Μακεδονία και Ανατολική Μακεδονία και Θράκη) τα αντίστοιχα ποσοστά είναι υψηλότερα.
«Ευάλωτες» στην φτώχεια οι νεαρές ηλικίες
Με βάση τα στοιχεία της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών 2022, o πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, σύμφωνα με τον αναθεωρημένο ορισμό ανέρχεται στο 26,3% του πληθυσμού της Χώρας (2.722.000 άτομα), παρουσιάζοντας μείωση κατά 2,0 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2021 (28,3%).
Η μείωση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (δείκτης που συντίθεται από τους επιμέρους δείκτες του κινδύνου φτώχειας, της υλικής και κοινωνικής στέρησης και της χαμηλής έντασης εργασίας) οφείλεται στη μείωση του ποσοστού του πληθυσμού σε χαμηλή ένταση εργασίας, σε 9,5% το 2022 από 12,1% το 2021, και του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας, σε 18,8% το 2022 από 19,6% το 2021.
Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των παιδιών ηλικίας 17 ετών και κάτω (28,1%), μειωμένος κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2021 (32,0%). Το ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 18-64 ετών που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας υπολογίζεται σε 10,9% επί του συνόλου του πληθυσμού αυτής της ομάδας ηλικιών, εμφανίζοντας μείωση κατά 2,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το έτος 2021. Το ποσοστό για τους άνδρες ανέρχεται σε 9,9% και για τις γυναίκες σε 12,0%.
Τα νοικοκυριά στο «κατώφλι» της φτώχειας
Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 5.712 ευρώ ετησίως για μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 11.995 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών και ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 9.520 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της Χώρας εκτιμήθηκε σε 18.563 ευρώ.
Το έτος 2022 (περίοδος αναφοράς εισοδήματος το έτος 2021), το 18,8% του συνολικού πληθυσμού της Χώρας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας , σημειώνοντας μείωση κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Ο δείκτης αυτός, που κατά το έτος 2005 (με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2004) ανερχόταν στο 19,6%, σημείωσε αυξητική πορεία έως το έτος 2012 όπου εκτιμήθηκε στο 23,1%, ενώ άρχισε να μειώνεται από το έτος 2014, με εξαίρεση το 2021.
Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 742.235 σε σύνολο 4.049.102 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 1.945.199 στο σύνολο των 10.399.329 ατόμων του εκτιμώμενου πληθυσμού της Χώρας που διαβιεί σε ιδιωτικά νοικοκυριά.
Ο κίνδυνος φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 22,4%, σημειώνοντας μείωση κατά 1,3 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2021 (23,7%), ενώ για τις ομάδες ηλικιών 18-64 ετών και 65 ετών και άνω ανέρχεται σε 18,9% (20,6% το 2021) και 15,8% (13,5% το 2021), αντίστοιχα.
Ο κίνδυνος φτώχειας, υπολογιζόμενος με κατώφλια διαφορετικά του 60% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος, ανέρχεται σε:
- 6,7%, αν το κατώφλι οριστεί στο 40% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος,
- 11,9%, αν το κατώφλι οριστεί στο 50% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος και,
- 26,2%, αν το κατώφλι οριστεί στο 70% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος, αντίστοιχα.
Κοινωνικές μεταβιβάσεις και κίνδυνος φτώχειας
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (δηλαδή μη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών) ανέρχεται σε 46,1% ενώ, όταν περιλαμβάνονται μόνο οι συντάξεις και όχι τα κοινωνικά επιδόματα, μειώνεται στο 23,6%.
Αναφορικά με τα κοινωνικά επιδόματα, επισημαίνεται ότι αυτά περιλαμβάνουν παροχές κοινωνικής βοήθειας (όπως το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, το επίδομα στέγασης, το επίδομα θέρμανσης κ.λπ.), οικογενειακά επιδόματα (όπως επιδόματα τέκνων), καθώς και επιδόματα ή βοηθήματα ανεργίας, ασθένειας, αναπηρίας ή ανικανότητας, ή και εκπαιδευτικές παροχές. Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις ανέρχεται σε 18,8%, ως εκ τούτου διαπιστώνεται ότι τα κοινωνικά επιδόματα συμβάλλουν στη μείωση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας κατά 4,8 ποσοστιαίες μονάδες ενώ, εν συνεχεία, οι συντάξεις κατά 22,5 ποσοστιαίες μονάδες. Το σύνολο των κοινωνικών μεταβιβάσεων μειώνει το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας κατά 27,3 ποσοστιαίες μονάδες.
Χαρακτηριστικά πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας το 2022 είναι υψηλότερο για τις γυναίκες (19,4%) σε σχέση με τους άνδρες (18,2%). Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους άνδρες και για τις γυναίκες μειώθηκε κατά 0,4 και 1,2 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα το 2022 σε σχέση με το 2021. Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών εκτιμάται σε 17,6% για τις γυναίκες και σε 13,6% για τους άνδρες. Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 75 ετών εκτιμάται σε 16,8%, ενώ για άτομα ηλικίας κάτω των 75 ετών σε 19,1%.
Ο κίνδυνος φτώχειας για τις γυναίκες άνω των 75 ετών εκτιμάται σε 19,5%, ενώ για τους άνδρες της αντίστοιχης ηλικιακής ομάδας εκτιμάται σε 13,0%. Ο κίνδυνος φτώχειας των νοικοκυριών με έναν ενήλικα και τουλάχιστον ένα εξαρτώμενο παιδί ανέρχεται σε 37,7%, ενώ των νοικοκυριών με τρεις ή περισσότερους ενήλικες με εξαρτώμενα παιδιά ανέρχεται σε 21,7% και των νοικοκυριών με δύο ενήλικες και 2 εξαρτώμενα παιδιά σε 18,9%.
Οι εργαζόμενοι 18 ετών και άνω αντιμετωπίζουν χαμηλότερο κίνδυνο φτώχειας σε σύγκριση με τους ανέργους και τους οικονομικά μη ενεργούς (νοικοκυρές κ.λπ.). Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους εργαζομένους 18 ετών και άνω ανέρχεται σε 10,6%, σημειώνοντας μείωση κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το έτος 2021. Μείωση κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες παρουσίασε το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τις εργαζόμενες γυναίκες 18 ετών και άνω, ενώ μειώθηκε κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες το αντίστοιχο ποσοστό για τους εργαζόμενους άνδρες, με τα αντίστοιχα ποσοστά να διαμορφώνονται σε 7,7% και 12,7%.
Για τους ανέργους, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο κίνδυνος φτώχειας είναι σημαντικά μεγαλύτερος και ανέρχεται σε 43,6%, παρουσιάζοντας σημαντική διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών (51,8% και 37,0% αντίστοιχα). Ο κίνδυνος φτώχειας για όσους είναι οικονομικά μη ενεργοί (μη συμπεριλαμβανομένων των συνταξιούχων) αυξήθηκε κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2021 και ανήλθε σε 29,1 % .
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους εργαζομένους 18-64 ετών ανέρχεται σε 10,6%, σημειώνοντας μείωση κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το έτος 2021. Μείωση κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες παρουσίασε το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τις εργαζόμενες γυναίκες 18-64 ετών, ενώ μειώθηκε κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες το αντίστοιχο ποσοστό για τους εργαζόμενους άνδρες 18-64 ετών, με τα αντίστοιχα ποσοστά να διαμορφώνονται σε 7,8% και 12,6%.
Ο κίνδυνος φτώχειας για τους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση ανέρχεται σε 9,9%, ενώ για τους εργαζομένους με μερική απασχόληση ανέρχεται σε 18,4%.
Στην περίπτωση των νοικοκυριών που διαμένουν σε ιδιόκτητη κατοικία, ο κίνδυνος φτώχειας ανέρχεται σε 18,8%, ενώ για τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία ο κίνδυνος φτώχειας ανέρχεται σε 19,0%. Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών που η κατοικία τους είναι ιδιόκτητη ανέρχεται σε 23,6%, ενώ για τα άτομα της ίδιας ομάδας ηλικιών που η κατοικία τους είναι ενοικιασμένη, ο κίνδυνος ανέρχεται σε 19,9%. Ο κίνδυνος φτώχειας ατόμων ηλικίας 18-64 ετών που η κατοικία τους είναι ιδιόκτητη ανέρχεται σε 19,0%, ενώ για τα άτομα της ίδιας ηλικιακής ομάδας που η κατοικία τους είναι ενοικιασμένη, ο κίνδυνος εκτιμάται σε 18,8%.