Νέο μέτωπο μεταξύ ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου έχει ανοίξει για τους κανόνες που θα ισχύσουν σχετικά με τα ελλείμματα στους προϋπολογισμούς και το δημόσιο χρέος για τα κράτη μέλη της Ε.Ε. από το 2024, αλλά και σχετικά με τη νομισματική πολιτική και τα επιτόκια της ΕΚΤ.
Στο δημοσιονομικό μέτωπο, η Γερμανία αντιδρά στις προτάσεις της Κομισιόν, τις οποίες στηρίζει η Γαλλία, για «α λα καρτ» συμφωνίες μείωσης του χρέους με κάθε μέλος ξεχωριστά, έτσι ώστε τα μέτρα περιορισμού να μην οδηγούν σε οικονομική ύφεση. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Κριστιάν Λίντνερ, δήλωσε ανοιχτά την περασμένη εβδομάδα την αντίθεσή του και είπε ότι σχηματίζει μέτωπο με άλλες χώρες που συμμερίζονται τη σκληρή γραμμή, ώστε να ανακόψει τα σχέδια αυτά.
Ταυτόχρονα, στο θέμα της νομισματικής πολιτικής, ο πρόεδρος της γερμανικής κεντρικής τράπεζας (Μπούντεσμπανκ) Γιοακίμ Νάγκελ υιοθετεί και αυτός σκληρή γραμμή, υποστηρίζοντας ότι χρειάζονται νέες αυξήσεις επιτοκίων, οι οποίες λειτουργούν υφεσιακά, σε αντίθεση με τους εκπροσώπους χωρών του Νότου στο συμβούλιο της ΕΚΤ, οι οποίοι υποστηρίζουν την παύση των αυξήσεων.
Κλονίζεται το «γερμανικό θαύμα»
Το ενδιαφέρον είναι ότι η σκληρή γραμμή των Γερμανών και στα δύο μέτωπα έρχεται τη στιγμή ακριβώς που η γερμανική οικονομία βρίσκεται υπό πίεση και έχει εισέλθει σε ύφεση -έστω και ήπια, ενώ το εξαγωγικό «θαύμα» το οποίο στήριξε την γερμανική ανάπτυξη ύστερα από την εισαγωγή του ευρώ κλονίζεται.
Η Γερμανία έχασε το πλεονέκτημα των φθηνών ρωσικών καυσίμων ύστερα από το εμπάργκο στη Μόσχα, ενώ η «αποσύνδεση» από την Κίνα την οποία επιβάλλουν οι ΗΠΑ σημαίνει διπλό χτύπημα στο γερμανικό εξαγωγικό μοντέλο. Και τούτο διότι η γερμανική βιομηχανία κινδυνεύει να χάσει την πρόσβαση τόσο στις εισαγωγές φθηνών πρώτων υλών, όσο και στις εξαγωγές, αφού η Κίνα αποτελεί το σημαντικότερο εμπορικό εταίρο για τη μεγαλύτερη οικονομία της Ε.Ε..
Ταυτόχρονα, το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που είχε επί δεκαετίες η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία, που αποτελούσε την «κορώνα του στέμματος» της οικονομίας της χώρας, βρίσκεται πλέον σε αποδρομή καθώς οι κινητήρες εσωτερικής καύσης στους οποίες εξειδικεύεται θα είναι σύντομα είδος υπό εξαφάνιση. Στους ηλεκτρικούς κινητήρες που αποτελούν το μέλλον, η Κίνα έχει αποκτήσει προβάδισμα.
Το νέο δημοσιονομικό σύμφωνο
Στο δημοσιονομικό πεδίο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Κομισιόν) έχει καταθέσει προτάσεις για ένα νέο σύστημα με βάση το οποίο η ίδια θα διαμορφώνει και θα υπογράφει με κάθε κράτος μέλος ένα πρόγραμμα μείωσης του δημοσίου χρέους, ανάλογα με το ύψος του τελευταίου και την ιδιαίτερη κατάσταση της οικονομίας του.
Με το σχέδιο αυτό συμφωνεί η Γαλλία και οι χώρες του Νότου, αλλά η Γερμανία αντιδρά και ζητά να υπάρξει ένας γενικευμένος και οριζόντιος (κοινός για όλους) «κόφτης» που θα αντιστοιχεί σε μείωση του χρέους κατά μια μονάδα του ΑΕΠ ετησίως για τις υπερχρεωμένες χώρες, εκείνες δηλαδή για τις οποίες το χρέος ξεπερνά το 60% του ΑΕΠ.
Η πρόταση έχει ανάψει φωτιές και εμποδίζει τη συμφωνία, καθώς ο χρόνος πιέζει δεδομένου ότι οι νέοι κανόνες πρέπει να διαμορφωθούν μέχρι το τέλος του έτους, διαφορετικά θα πρέπει να επανέλθουν οι «αυτόματοι κόφτες» του Συμφώνου Σταθερότητας, οι οποίοι έχουν τεθεί σε αναστολή λόγω πανδημίας και ενεργειακής κρίσης μέχρι το τέλος του 2023 -κάτι που ουδεμία πλευρά επιθυμεί.
Ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών δήλωσε ύστερα από τις συνεδριάσεις του Eurogroup και του ECOFIN που πραγματοποιήθηκαν για το θέμα αυτό την περασμένη εβδομάδα, ότι οι αυτόματοι κόφτες ήδη δοκιμάστηκαν και οδηγούν σε ύφεση, θέση την οποία συμμερίστηκε και ο επίτροπος αρμόδιος για τα Οικονομικά Πάολο Τζεντιλόνι. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Κριστιάν Λίντερν επέμεινε, όμως, ότι πρέπει να υπάρχει «εγγυημένη» μείωση του χρέους και δήλωσε ότι υπάρχουν και άλλες χώρες που συμφωνούν με αυτό.
Εκτιμήσεις ανεβάζουν σε 11 τον αριθμό των χωρών που συμμερίζονται τις γερμανικές απόψεις.
Τι προβλέπουν οι νέοι κανόνες
Οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας που βρίσκονται σε αναστολή προβλέπουν ότι το έλλειμμα του προϋπολογισμού δεν μπορεί να υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ, και το χρέος το 60% του ΑΕΠ. Εφόσον το χρέος υπερβαίνει το όριο του 60% θα πρέπει να μειώνεται κατά το 1/20 της υπέρβασης ετησίως.
Οι νέοι κανόνες που προτείνει η Κομισιόν, βασίζονται σε ένα σύνθετο υπολογισμό, ο οποίος καταλήγει σε ένα όριο δημοσίων δαπανών, ανάλογα με τον προβλεπόμενο ρυθμό αύξηση του ΑΕΠ.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, για παράδειγμα, προβλέπεται ονομαστικός ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ (μαζί με τον πληθωρισμό) 4,8% για την επόμενη δεκαετία, κάτι που οδηγεί σε όριο αύξησης της ονομαστικής δημόσιας δαπάνης κατά 2,6% ετησίως. Για άλλες χώρες, το όριο που προκύπτει είναι διαφορετικό.
Η Γερμανία όμως, υποστηρίζει ότι θα πρέπει να υπάρχει ένα «οριζόντιο» (κοινό για όλους) όριο μείωσης του χρέους κατά μία μονάδα του ΑΕΠ ετησίως και εφόσον το όριο αυτό δεν καλύπτεται, η χώρα θα πρέπει να προσαρμόζεται παράγοντας μεγαλύτερο πρωτογενές πλεόνασμα.
Σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, αντιτείνουν οι υποστηρικτές των προτάσεων της Κομισιόν, η υποχρέωση παραγωγής του πρωτογενούς πλεονάσματος μπορεί να προκαλέσει ύφεση, οδηγώντας σε φαύλο κύκλο -που είναι ακριβώς αυτό που επιδιώκει να αποτρέψει ο επανασχεδιασμός των κανόνων.