Το βαμβάκι είναι η πρώτη ύλη για ένα από τα πιο συνηθισμένα υφάσματα.
Είναι άνετο, υποαλλεργικό, υγιεινό και ανθεκτικό. Αντιπροσωπεύει όμως πολύ περισσότερα από ένα εμπόρευμα, καθώς συντηρεί παγκοσμίως 28,67 εκατομμύρια καλλιεργητές και ωφελεί πάνω από 100 εκατομμύρια οικογένειες σε 75 χώρες και στις 5 ηπείρους.
H μεγαλύτερη βαμβακοπαραγωγός χώρα σήμερα, είναι η Κίνα, ακολουθούμενη από την Ινδία και τις ΗΠΑ. Η Ελλάδα είναι στην 10η θέση του σχετικού καταλόγου και παράγει το 80% του βαμβακιού στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η ιστορία του βαμβακιού
Η καλλιέργεια και η χρήση του βαμβακιού χάνεται μέσα στο σκοτάδι της προϊστορίας. Οι αρχαιότερες ενδείξεις προέρχονται από την Ινδία. Σε ανασκαφές που έγιναν σε μια περιοχή κοντά στον ποταμό Ινδό βρέθηκαν υπολείμματα από υφάσματα και σχοινιά από βαμβάκι, που υπολογίστηκε ότι ανάγονται στο 3000 π.Χ. Η πρώτη γραπτή μαρτυρία για το βαμβάκι βρίσκεται σ’ ένα πανάρχαιο θρησκευτικό βιβλίο των Ινδών, που γράφτηκε γύρω στο 1500 π.Χ.
Η καλλιέργεια του βαμβακιού ήταν άγνωστη στην αρχαία Ελλάδα. Αρκετοί συγγραφείς, όμως, αναφέρουν ότι το βαμβάκι αναπτυσσόταν στην Ινδία. Ο Ηρόδοτος κατά το 445 π.Χ. γράφει στην ιστορία του ότι «στην Ινδία φυτρώνουν άγρια δέντρα που παράγουν μαλλί πιο ωραίο και πιο εκλεκτό από το μαλλί των προβάτων. Από τα δέντρα αυτά οι Ινδοί εξασφαλίζουν τα ρούχα τους». Ο Ηρόδοτος αποκαλεί το βαμβάκι «είρια από ξύλου» και αναφέρει ότι οι Ινδοί ήταν ντυμένοι με «είματα από ξύλων πεποιημένα», δηλαδή με βαμβακερά υφάσματα.
Κατά την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γύρω στο 325 π.Χ., ο ναύαρχος Κλέαρχος και ο στρατηγός Αριστόβουλος αναφέρουν στα ημερολόγιά τους το βαμβάκι ως μαλλί από δέντρα, ενώ λίγο αργότερα, το 306 π.Χ., ο Θεόφραστος δίνει μια λεπτομερή και πετυχημένη περιγραφή του βαμβακιού.
Για πρώτη φορά αναφέρεται η καλλιέργεια του βαμβακιού στην αρχαία Ελλάδα από τον Παυσανία κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα. Κατά την εποχή εκείνη το βαμβάκι ήταν γνωστό με το όνομα βύσσος και ο Παυσανίας αναφέρει ότι «Η Ηλεία είναι αξιοθαύμαστη για… τη βύσσο, που αναπτύσσεται μόνο εδώ, και σε κανένα άλλο μέρος της Ελλάδας» και ότι «… από αυτήν υφαίνουν μαντήλια για το κεφάλι (κεκρυφάλους) καθώς και φορέματα».
Το όνομα βαμβάκι αναφέρεται για πρώτη φορά στη νομοθεσία του Ιουστινιανού, φαίνεται δε να προέρχεται από τη λέξη βόμβυξ με την οποία ονόμαζαν το μετάξι, που είχε προέλευσή του την Ασία. Κατά την εποχή του Ιουστινιανού, γύρω στο 552 μ.Χ., η καλλιέργεια του βαμβακιού ήταν ευρύτατα διαδεδομένη στην Ελλάδα.
Η ηλειακή βύσσος
Το θαμνώδες φυτό τους βύσσου, το οποίο πιθανότατα είχε προέλθει από τη Φοινίκη, καλλιεργούνταν αποκλειστικά στην Ηλεία. Υπάρχουν αρκετές διαφωνίες, ως προς την άποψη του Παυσανία ότι η βύσσος ήταν ένα λεπτό είδος λιναριού, ωστόσο μέχρι εκείνα τα χρόνια, μονάχα ένα είδος λιναριού καλλιεργούνταν, οπότε είναι δύσκολο να έκανε λάθος ο περιηγητής.
Αυτό σημαίνει ότι η ηλειακή βύσσος ήταν αυτό που σήμερα ονομάζουμε βαμβάκι.
Το ηλειακό έδαφος ήταν ιδανικό για την καλλιέργειά του, αφού και τότε όπως και σήμερα, καλλιεργείται σε λιμνάζουσες και παραθαλάσσιες περιοχές.
Η βύσσος, ήταν σπάνια, και ακριβή. Θεωρούνταν πολύτιμο ύφασμα, του οποίου η αξία συγκρινόταν με τον χρυσό.