Είναι γνωστό πως ο Αριστοτέλης Ωνάσης και η Μαρία Κάλλας γνωρίστηκαν το 1957, σε μια δεξίωση που διοργάνωσε η διάσημη κοσμικογράφος της εποχής, Έλσα Μάξγουελ.
Ο Σμυρνιός μεγιστάνας έβαλε αμέσως στο στόχαστρο την Ελληνίδα ντίβα της όπερας, αλλά το ειδύλλιο μεταξύ τους αναπτύχθηκε δύο χρόνια μετά, όταν ο Ωνάσης προσκάλεσε την Κάλλας και τον σύζυγό της, Μενεγκίνι, σε κρουαζιέρα, με την πολυτελή θαλαμηγό του, την περίφημη «Χριστίνα». Ο ερωτισμός ανάμεσά τους ήταν πλέον ορατός. Τόσο, που όταν κατά τη διάρκεια μιας στάσης στην Κωνσταντινούπολη ανέβηκε στη θαλαμηγό ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, ευλόγησε την Κάλλας και τον Ωνάση, νομίζοντας ότι είναι σύζυγοι. Όταν αποκαλύφθηκε η αλήθεια, επικράτησε αμηχανία. Όλοι είχαν καταλάβει ότι η ευλογία του Πατριάρχη ήταν προφητική…
“Όταν η θαλαμηγός άραξε στη Βασιλίδα των πόλεων, όλοι ήσαν μια ευχάριστη και αξιοπρεπής παρέα, με τους φωτογράφους να στρέφουν τα φλας πάνω στον θρυλικό πατέρα της νίκης και να αγνοούν τους υπόλοιπους, ακόμη και την ντίβα της όπερας. Οι τουρκικές εφημερίδες εκείνης της εποχής γράφουν πως όταν οι προσκεκλημένοι του Ωνάση στη θαλαμηγό του, επισκεφθήκανε το ιστορικό ανάκτορο Τοπ Καπί, η Μαρία Κόλλας συγκινήθηκε. Και σε μια στιγμή άρχισε να τραγουδάει μια άρια από την «Αρπαγή από το Σεράι». Αυτό έγινε όταν ο διευθυντής του μουσείου ξεναγούσε τους διάσημους επισκέπτες στις μεγαλοπρεπείς αίθουσες του χαρεμιού. Ο Άρης τής έδωσε το μαντήλι του να σκουπίσει τα μάτια της.
Η σειρά του μεγαλοεφοπλιστή να συγκινηθεί κι΄αυτός, ήρθε όταν επισκεφθήκανε τον Πατριάρχη Αθηναγόρα στο παλιό κτίριο του Οικουμενικού μεγάρου, όπου στεγάζεται η Κεφαλή της Ορθοδοξίας. Του ασπάστηκε το χέρι συγκινημένος. Δοκίμασαν όλοι γλυκό του κουταλιού, εκτός από τον Ωνάση που ήπιε καφέ. Ο Έλληνας κροίσος θέλησε να δώσει μια επιταγή, λέγοντας: «Για την ανακαίνιση των Πατριαρχείων, Παναγιώτατε…», αλλά η πανύψηλη βιβλική κολόνα κούνησε το κεφάλι: «Οι Τούρκοι δε μας επιτρέπουν παρά μικρές επιδιορθώσεις, όσες αρκούν για να μην καταρρεύσει το κτίριο». «Τότε για τους πτωχούς σας, Παναγιώτατε», είπε ο Αριστοτέλης που παιδί τον φώναζαν Αρίστο και τώρα η σκέψη του γύριζε πίσω στα σχολικά του χρόνια, σε μια 25η Μαρτίου, που ο πατέρας του τού μιλούσε για την εθνική παλιγγενεσία.
Όταν προσκάλεσε τον Πατριάρχη στη «Χριστίνα» για δείπνο, παρακάλεσε τους κυρίους να ντυθούν σοβαρά και τις κυρίες σεμνά. Δεν ήταν θρησκόληπτος ο Ωνάσης, σαν άλλους πλούσιους Έλληνες, όπως τους αδελφούς Σκούρα και Πάππας, που φιλούσαν στη σειρά τις εικόνες και σταυροκοπιόντουσαν συνεχώς. Έτρεφε όμως βαθιά μέσα του πίστη για όσα τον είχε διδάξει η γιαγιά του Γεσθημανή. Και ο Πατριάρχης ήταν το μπροστοκρίαρο ενός ελληνορθόδοξου ποιμνίου.”
Στην βιογραφία του Ωνάση από τον Φρανσουά Φορεστιέ (δημοσιογράφος στο Nouvel Observateur, μυθιστοριογράφος και βιογράφος), διαβάζουμε
για την επίσκεψη Κάλλας και Ωνάση στο Φανάρι:
«…Ραντεβού σε δύο ώρες για την επίσκεψη στον Πατριάρχη Αθηναγόρα. Η Μαρία, πολύ θρήσκα, επιδοκιμάζει. Προσεύχεται καθημερινά και είναι πεπεισμένη πως ό,τι συμβαίνει είναι θέλημα Θεού. Ο αιώνιος Πατέρας, σκέφτεται, έχει το βλέμμα Του πάνω της και εισακούει τις επιθυμίες της.
Έτσι, καρδιοχτυπώντας, μπαίνει στον περίβολο του Πατριαρχείου, ένα τεράστιο αυστηρό οίκημα όπου κεριά φωτίζουν τις ιερές εικόνες και πολύχρωμα ξύλινα αγάλματα μοιάζουν να πρεσβεύουν υπέρ ημών, των φτωχών αμαρτωλών. Με επιβλητική γενειάδα, τυλιγμένος σ’ ένα φαιλόνιο διάστικτο με πολύτιμους λίθους και φορώντας τη μίτρα του, ο Αθηναγόρας προχωρά.
Ο Μενεγκίνι, που δέχτηκε να πάει μαζί τους, είναι κάπως σαστισμένος από τη μεγαλοπρέπεια του προσώπου, από την ησυχία του χώρου. Ο πατριάρχης απλώνει τα χέρια, αφού εμπιστεύεται την ποιμαντορική του ράβδο σ’ έναν διάκονο. Ζητάει από την Κάλλας να προχωρήσει κι ύστερα από τον Ωνάση να κάνει το ίδιο. Γονατίζουν.
Ο Αθηναγόρας ζητά από τον Παντοδύναμο να ευλογήσει τον «διασημότερο ναυτικό της σύγχρονης εποχής» και τη «μεγαλύτερη καλλιτέχνιδα του αιώνα». Ακουμπάει τις παλάμες του στα δύο κεφάλια και επικαλείται τον αιώνιο Πατέρα. Η Μαρία Κάλλας είναι συγκλονισμένη.
Το γεύμα, πάνω στο πλοίο [στην θαλαμηγό του Ωνάση «Χριστίνα»], είναι χαρούμενο. Ο πατριάρχης, ντυμένος στα μαύρα, συνοδεύεται από τους ιεράρχες του. Ο Τσόρτσιλ, καλοσυνάτος, δέχεται γαλήνια άλλη μία ευλογία που θα του χρησιμεύσει στο πολύ κοντινό ταξίδι του στο υπερπέραν. Όταν ο Αθηναγόρας φιλάει τον ηλικιωμένο άντρα, εκείνος χάνεται μέσα στην πλούσια γενειάδα του κληρικού. Περνούν στο τραπέζι. Το κρασί ρέει άφθονο, τα ανέκδοτα πέφτουν βροχή, οι πιατέλες πηγαινοέρχονται ασταμάτητα. Η Άρτεμις, η αδελφή του Αριστοτέλη, ζαλισμένη από το ποτό, απομακρύνεται διακριτικά. Ύστερα, ο Αθηναγόρας φεύγει, σουρουπώνει. Αφού φιλάει το πατριαρχικό δαχτυλίδι, ο Ωνάσης προστάζει …γλέντι!»
Είναι προφανές ότι κάποιες λεπτομέρειες που παραθέτει ο Φορεστιέ δεν είναι ακριβείς (π.χ. δεν υπάρχει «πατριαρχικό δαχτυλίδι»), αλλά ο συγγραφέας δίνει ένα κλίμα που επιβεβαιώνεται από τις συναφείς μαρτυρίες.