Η εικόνα μιας πόλης δεν διαμορφώνεται μόνο από τη μέρα. Όλο και περισσότερες μητροπόλεις επενδύουν συνειδητά στη νύχτα. Δημιουργούν στρατηγικές που ξεκινούν από τον φωτισμό και φτάνουν μέχρι τον πολιτισμό και την ασφάλεια. Η έννοια της νυχτερινής οικονομίας υπολογίζεται σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια παγκοσμίως και δεν αφορά μόνο την ψυχαγωγία -όπως έχουμε συνηθίσει στην Ελλάδα. Περιλαμβάνει μεταφορές, πολιτισμό, εργασία, τουρισμό και κοινωνική συνοχή.
Παραδοσιακές «νυχτερινές πόλεις», όπως το Λονδίνο και η Νέα Υόρκη, προσπαθούν να αναβιώσουν μια φήμη που δείχνει να ξεθωριάζει με άλλες να δημιουργούν νέα μοντέλα 24ωρης λειτουργίας.

Η Νέα Υόρκη λάνσαρε πετυχημένα επί χρόνια το σλόγκαν «the city that never sleeps», η πόλη που ποτέ δεν κοιμάται. Σήμερα υπολογίζεται ότι στηρίζει περισσότερες από 300.000 θέσεις εργασίας και φέρνει έσοδα άνω των 35 δισεκ. δολαρίων ετησίως μόνο από τη νυχτερινή της οικονομία. Ωστόσο, η πανδημία και το αυξανόμενο κόστος λειτουργίας άφησαν τα σημάδια τους, με πολλές συνοικίες να… κοιμούνται νωρίτερα. Η δημοτική διοίκηση προσπαθεί να επαναφέρει το αφήγημα, επενδύοντας σε 24ωρες συγκοινωνίες, σε διευκολύνσεις αδειοδότησης και σε συνεργασίες με μικρές επιχειρήσεις που κρατούν ζωντανή τη γειτονιά.
Το Λονδίνο ακολουθεί έναν παρόμοιο δρόμο. Η βρετανική πρωτεύουσα έχει δει εκατοντάδες νυχτερινές επιχειρήσεις να κλείνουν τα τελευταία χρόνια, ωστόσο διαθέτει τον θεσμό του «Night Czar», έναν αξιωματούχο που συντονίζει πολιτικές για τη νύχτα. Η ενίσχυση των συγκοινωνιών με το θεσμό των νυχτερινών λεωφορείων (night buses), τα μέτρα για μείωση του θορύβου και οι στρατηγικές αναβίωσης πολιτιστικών χώρων είναι μέρος μιας προσπάθειας να ξαναχτιστεί η ταυτότητα μιας πραγματικά 24ωρης πόλης.


Η θεσμοθέτηση έχει αποτέλεσμα
Σήμερα περισσότερες από 80 πόλεις σε όλο τον κόσμο διαθέτουν θεσμό «νυχτερινού δημάρχου» ή ειδικής επιτροπής για τη νυχτερινή οικονομία. Το Άμστερνταμ υπήρξε πρωτοπόρο το 2012, θεσπίζοντας για πρώτη φορά τον Night Mayor (Νυχτερινό Δήμαρχο), έναν θεσμό που λειτούργησε ως γέφυρα ανάμεσα στους κατοίκους, τις επιχειρήσεις και τη δημοτική αρχή. Από τότε, το μοντέλο έχει εξαπλωθεί στο Παρίσι, τη Ζυρίχη, το Βερολίνο και δεκάδες άλλες πόλεις που αναγνωρίζουν ότι η νύχτα χρειάζεται ειδική πολιτική διαχείριση, όπως ακριβώς και η μέρα.


Το Βερολίνο αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα πόλης που αντιμετώπισε τη νυχτερινή ζωή ως πολιτιστικό κεφάλαιο. Μετά την πανδημία, δημιούργησε συμβούλιο νυχτερινής οικονομίας, έδωσε επιδοτήσεις για ηχομόνωση και στήριξε μικρά clubs και χώρους τέχνης που κινδύνευαν να χαθούν.
Το Τόκιο, από την άλλη, λειτουργεί σχεδόν οργανικά σε 24ωρη βάση, με εστιατόρια, καταστήματα και υπηρεσίες διαθέσιμα όλη τη νύχτα, κάτι που ανταποκρίνεται στη ζήτηση μιας πόλης όπου εκατομμύρια εργάζονται σε βάρδιες. Η Σεούλ στη Νότια Κορέα επενδύει σε πολιτιστικές δομές: οι δημοτικές βιβλιοθήκες λειτουργούν μέχρι τα μεσάνυχτα, δημιουργώντας ασφαλείς χώρους μελέτης και κοινωνικοποίησης. Το Παρίσι ακολουθεί αντίστοιχη πρακτική με επιλεγμένες βιβλιοθήκες ανοιχτές τη νύχτα, αναγνωρίζοντας ότι η γνώση και ο πολιτισμός είναι κομμάτι της 24ωρης ταυτότητας.
Στην Ινδία, η Χαϊντεραμπάντ εξελίσσεται σε κέντρο νυχτερινής οικονομίας με την κυβέρνηση να επιτρέπει εστιατόρια και καταστήματα να λειτουργούν όλο το εικοσιτετράωρο. Η στρατηγική αυτή στοχεύει να ενισχύσει την απασχόληση νέων, να προσφέρει περισσότερες επιλογές αναψυχής και να προσελκύσει επενδύσεις σε έναν τομέα που παραδοσιακά υποτιμούνταν.

Στη Μέση Ανατολή, το Ντουμπάι προχώρησε ακόμη περισσότερο, δημιουργώντας «νυχτερινές παραλίες» με φωτισμό και δραστηριότητες που επιτρέπουν στους κατοίκους και τους τουρίστες να απολαμβάνουν τη θάλασσα μετά τα μεσάνυχτα, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες όταν η θερμοκρασία την ημέρα καθιστά την παραμονή δύσκολη.
Στην Αυστραλία, το Σίδνεϊ έχει θεσπίσει ειδικές ζώνες ψυχαγωγίας όπου οι επιχειρήσεις λειτουργούν μέχρι τις 2 π.μ. χωρίς επιπλέον άδεια. Σε ορισμένα τμήματα του κέντρου δίνεται η δυνατότητα για 24ωρη λειτουργία. Οι αρχές εκτιμούν ότι η πολιτική αυτή μπορεί να προσθέσει έως και 1 δισ. δολάρια ετησίως στην τοπική οικονομία, υπό την προϋπόθεση ότι θα διασφαλιστεί η συνεχής λειτουργία των μέσων μεταφοράς.


Ακόμα και η Αθήνα, με την παραδοσιακά έντονη νυχτερινή ζωή της, εντάσσεται πλέον στις κορυφαίες πόλεις για διασκέδαση. Οι εξαγγελίες για επέκταση της λειτουργίας του μετρό όλο το Σάββατο αποτελούν παράδειγμα πώς μικρές υποδομές μπορούν να αλλάξουν ριζικά την εμπειρία του «Athens by night». Η Ρώμη, αντίθετα, αντιμετωπίζει το πρόβλημα της υπερτουριστικοποίησης και προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανάγκη για έσοδα και στην ησυχία των κατοίκων.