Της Σοφίας Καυκοπούλου
Ολόκληρο τον 19ο αιώνα, αλματώδης ήταν η αύξηση της σταφιδοκαλλιέργειας στην Πελοπόννησο. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας 1860 η καλλιέργεια της σταφίδας είχε επεκταθεί σε 120.000 – 150.000 στρέμματα, που μέχρι τότε ήσαν ακαλλιέργητα και μετά τη προσάρτηση των Ιονίων Νήσων στα 1864, προσετέθη και η δική τους παραγωγή.
Ο λόγος της προτίμησης του λιμανιού της Πάτρας για την εξαγωγή της σταφίδας οφείλονταν στις υποδομές του (μεγάλο βάθος που επέτρεπε την προσέγγιση μεγάλων ατμοπλοίων, δυνατότητα συσκευασίας και αποθήκευσης της σταφίδας κ.λπ.), υποδομές που στερούνταν τα άλλα λιμάνια, αλλά και στις διασυνδέσεις των εμπορικών οίκων της Πάτρας με τις χώρες απορρόφησης της εξαγομένης σταφίδας. Επιπλέον, η Πελοπόννησος, διέθετε πολλά οροπέδια τα οποία προσφέρονταν για καλλιέργεια σιταριού, βασικού προϊόντος τότε για την διατροφή του ελληνικού λαού.
Η ζήτησή της σταφίδας όμως στην Ευρωπαϊκή αγορά ήταν μεγάλη και η αγροτική παραγωγή των Πατρών και της ενδοχώρας προσδέθηκε στη συγκυρία αυτή. Τα λιμάνια του Λονδίνου, Λίβερπουλ, Μασσαλίας, Τεργέστης, Άμστερνταμ και Οδησσού ήσαν ο προορισμός των πλοίων που έφευγαν φορτωμένα με σταφίδα από τα λιμάνια των Πατρών, Κατακόλου, Καλαμάτας και Ζακύνθου.
Πολύ νωρίς η Πάτρα έγινε το κατεξοχήν εξαγωγικό κέντρο της σταφίδας που παραγόταν σε 66 συνολικά σταφιδοπαραγωγικά κέντρα της Αχαΐας και των γειτονικών περιοχών Ήλιδας και Αιγίου, της Αιτωλοακαρνανίας και της Μεσσηνίας, ενώ ο ρόλος του λιμανιού του Κατακόλου και του Αιγίου ήταν συμπληρωματικός.
Η Πάτρα μετατρέπεται τώρα σε κύριο διαμετακομιστικό κέντρο του εμπορίου σταφίδας και οι πρώτες βιομηχανίες συνδέονται με την παραγωγή σταφίδας. Τα πρώτα καράβια που φόρτωναν τον πρώτο καρπό της σταφιδικής σεζόν για κάποιον από τους 6 ή 7 συνήθεις λιμένες προορισμού, ήσαν τα λεγόμενα «πριμαρόλια».
ΠΡΩΤΗ ΣΤΑΦΙΔΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
Κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, στην Ελλάδα εκδηλώθηκε μια μεγάλη οικονομική κρίση, η οποία αναστάτωσε τον ελληνικό αγροτικό πληθυσμό και ιδιαίτερα τους αγρότες της Πελοποννήσου. Μάλιστα, κατά την περίοδο αυτή της κρίσης, προκλήθηκε ακόμα και κοινωνική αναταραχή στους αγροτικούς πληθυσμούς.
H πρώτη σταφιδική κρίση εκδηλώθηκε μεταξύ των ετών 1850 και 1893. Το 1875 παρουσιάζεται υπερπαραγωγή σταφίδας. Οι τιμές πέφτουν διεθνώς και μένουν απούλητες μεγάλες ποσότητες κορινθιακής σταφίδας. Την ίδια περίοδο ωστόσο, η καταστροφή των γαλλικών αμπελώνων από φυλλοξήρα σώζει για την επόμενη δεκαπενταετία την ελληνική παραγωγή.
Αρχικά, οι ρίζες της σταφιδικής κρίσης εντοπίζονται πίσω στο 1871, με την αγροτική μεταρρύθμιση του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κουμουνδούρου και τη διανομή των εθνικών γαιών σε Έλληνες ακτήμονες γεωργούς. Συγκεκριμένα, διανεμήθηκαν 2.650.000 στρέμματα, με χαμηλές καταβολές, σε 357.217 κλήρους, συνολικής αγοραστικής αξίας 90 εκατομμυρίων δραχμών. Επειδή όμως οι κλήροι που διατέθηκαν ήταν μικροί, αλλά και το ότι η συντριπτική πλειοψηφία των αγροτών, νέων και παλαιών, ήταν μικροϊδιοκτήτες, οι νέοι καλλιεργητές στράφηκαν σε εντατικές καλλιέργειες, που απαιτούσαν μικρές εκτάσεις και απέφεραν αξιόλογα κέρδη, όπως οι ελιές και κυρίως η σταφίδα.
Όσον αφορά τη σταφίδα, αποτελούσε το σπουδαιότερο αγροτικό προϊόν της Πελοποννήσου. Συγκεκριμένα, η μεγαλύτερη παραγωγή σημειωνόταν στη βόρεια και δυτική Πελοπόννησο. Η συντριπτική πλειοψηφία της εξαγόμενης σταφίδας από την Ελλάδα, κατέληγε στη Μεγάλη Βρετανία, ενώ ένα μικρό μόνο ποσοστό της παραγωγής διοχετευόταν στην ελληνική αγορά. Μάλιστα, η ποιότητα της ελληνικής σταφίδας ήταν από τις καλύτερες. Συνεπώς, η καλλιέργεια και το εμπόριο σταφίδας ενίσχυσε σημαντικά την ελληνική οικονομία, αλλά και τις σταφιδοπαραγωγές περιοχές ειδικότερα.
Στις αρχές του 1880, η τιμή της σταφίδας είχε διαμορφωθεί στα 282 φράγκα. Το γεγονός αυτό οδήγησε τους Έλληνες αγρότες να επενδύσουν στην καλλιέργεια σταφίδας, ενώ παράλληλα οι σταφιδοπαραγωγοί εξασφάλιζαν τεράστια κέρδη. Μέσα στη δεκαετία του 1880 η παραγωγή της σταφίδας αυξήθηκε με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, λόγω της καλλιέργειας νέων αμπελώνων από τους Έλληνες αγρότες για να καλύψει τη διεθνή ζήτηση, ενώ παράλληλα αυξήθηκε και η τιμή της. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1890 και μετά, όμως, η σταφιδική κρίση άρχισε σιγά σιγά να εκδηλώνεται.
ΝΕΑ ΚΡΙΣΗ
Το 1893 όμως, όταν η γαλλική παραγωγή αρχίζει να ανακάμπτει, εκδηλώνεται νέα κρίση. Στην αγορά της Πάτρας από το 1892 η τιμή της σταφίδας πέφτει κατά 50%. Περιουσίες καταστρέφονται, άνθρωποι πεινάνε, τράπεζες προχωρούν σε κατασχέσεις και πλειστηριασμούς. Γίνονται ταραχές σε πολλές από τις σταδιφοπαραγωγούς περιοχές (Πάτρα, Πύργος, Φιλιατρά, Πύλος κ.α.) Επεμβαίνει η Αστυνομία. Σημειώνονται τραυματισμοί και φυλακίσεις. Σε μεμονωμένες περιπτώσεις υπήρξαν ακόμα και νεκροί.
Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη το 1895 εισηγείται το νομοσχέδιο του «παρακρατήματος». Σύμφωνα με αυτό, ποσοστό 15% σε είδος της εξαγόμενης σταφίδας θα παρακρατείτο από τα τελωνεία και στη συνέχεια θα διοχετεύετο υποχρεωτικά στη βιομηχανία για να μετατραπεί σε μη εμπορεύσιμη προς βρώση ύλη (π.χ. σε οινόπνευμα). Το μέτρο προκάλεσε αντιδράσεις, όμως βοήθησε σε μερική ανάκαμψη της αγοράς για δύο-τρία χρόνια.
Η κυβέρνηση Θεοτόκη ιδρύει τη Σταφιδική Τράπεζα, αλλά το 1905 την αντικαθιστά η «Προνομιούχος Εταιρία προς προστασίαν της παραγωγής και της εμπορίας της σταφίδας» ή «Ενιαία», με έδρα την Αθήνα. Αυξήθηκαν έτσι οι εξαγωγές από τον Πειραιά και μειώθηκαν από την Πάτρα με επακόλουθο την οικονομική της υποβάθμιση. Το 1925 ιδρύεται ο Αυτόνομος Σταφιδικός Οργανισμός (ΑΣΟ) με σκοπό την εξισορρόπηση της προσφοράς με τη ζήτηση.
Οι παραγωγοί προέβησαν σε μια σειρά «πράξεις ανυπακοής», με χαρακτηριστικότερη την άρνηση πληρωμής των φόρων, η οποία απλώθηκε τόσο πολύ ώστε δημιουργήθηκε ένα «αντάρτικο» στα χωριά της Πελοποννήσου. Χωροφύλακες όργωναν τα χωριά αντικαθιστώντας τους φοροεισπράκτορες, αλλά έρχονταν αντιμέτωποι με την οργή των χωρικών, οι οποίοι συχνά τους επιτίθονταν.
Το αποκορύφωμα του Σταφιδικού αγώνα ήταν η εξέγερση στη Βαρβάσαινα Ηλείας το 1903. Στις 14 Φεβρουαρίου οι αγρότες συγκεντρώθηκαν στον Πύργο για να διαμαρτυρηθούν. Το Υπουργείο Στρατιωτικών διέταξε τον Γενικό Επόπτη της Χωροφυλακής στον Πύργο να είναι σε ετοιμότητα τόσο ο ίδιος όσο και όλη η δύναμη του στρατιωτικού σώματος του. Μοναδικός στόχος η διάλυση των νυχτερινών συλλαλητηρίων.
Διάφοροι ομιλητές παρότρυναν τους συγκεντρωμένους να επιτεθούν στα δημόσια κτίρια και να κάψουν όλα τα έγγραφα. Mερικοί, μάλιστα, κινήθηκαν εναντίον των κτιρίων της Eφορίας και της Τράπεζας. Aλλά επικράτησε η ιδέα να κατευθυνθούν στο σιδηροδρομικό σταθμό και να πείσουν με κάθε τρόπο τον σταθμάρχη να διαθέσει ένα τρένο, προκειμένου να μεταβούν στην Aθήνα. Ο σταθμάρχης δέχτηκε και οι διαδηλωτές κατευθύνονταν πια προς την πρωτεύουσα.
Η κυβέρνηση δεν μπορούσε να το επιτρέψει. Διέταξε την Μεραρχία της Πάτρας να ανακόψει την πορεία του τρένου και να συλλάβει τους διαμαρτυρόμενους αγρότες. Αν και ο οδηγός σταμάτησε το τρένο για να διευκολύνει τη σύλληψη, οι στρατιώτες που κατέφτασαν για να καταστείλουν τους αγρότες, τελικά ενώθηκαν μαζί στο δίκαιο αγώνα τους. Ακολούθησε σκληρή μάχη με τις δυνάμεις του ιππικού.
Λίγες μέρες αργότερα, αρκετά μέλη της κυβέρνησης παραιτήθηκαν, ανάμεσά τους και ο αρμόδιος υπουργός Ν. Λεβίδης. Στις 28 Ιουνίου 1903, ακολούθησε σύσσωμη η κυβέρνηση Θεοτόκη.