Την ανησυχία της διεθνούς κοινότητας προκαλούν οι τέσσερις πυραυλικές δοκιμές προηγμένων βαλλιστικών πυραύλων που έχει πραγματοποιήσει σε μόλις τρεις βδομάδες η Βόρεια Κορέα. Το απομονωμένο σταλινικό καθεστώς επιδιώκει άραγε με τον τρόπο αυτό να αποκτήσει πάλι θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ή η πυραυλική εμμονή του Κιμ Γιονγκ Ουν αποτελεί προάγγελο επανέναρξης των πυρηνικών δοκιμών;
Σε πρώτη ανάγνωση, οι αλλεπάλληλες πυραυλικές δοκιμές από την Πρωτοχρονιά πραγματοποιήθηκαν ως υπενθύμιση προς τη διεθνή κοινότητα ότι η Βόρεια Κορέα διαθέτει ακόμη την ικανότητα να κατασκευάζει προηγμένους βαλλιστικούς πυραύλους, ικανούς να φέρουν πυρηνική γόμωση, παρά τις εμπορικές κυρώσεις εναντίον της, σύμφωνα με άρθρο του Guardian. Με κάθε της εκτόξευση, η Πιονγιάνγκ στέλνει συγκεκαλυμμένο πολιτικό μήνυμα στην Ουάσιγκτον. Το 2017, «γιόρτασε» την 4η Ιουλίου, ημέρα της αμερικανικής ανεξαρτησίας, με δοκιμή πυραύλου μεγάλου βεληνεκούς, ικανού να πλήξει τις ηπειρωτικές ΗΠΑ. Την άνοιξη του 2019, ύστερα από πολύμηνη σιγή, η Πιονγιάνγκ εξέφραζε τη δυσαρέσκειά της για το ναυάγιο των συνομιλιών των αρχών του έτους εκείνου για το πυρηνικό της πρόγραμμα, με μπαράζ εκτοξεύσεων πυραύλων μικρού βεληνεκούς.
Τα τελευταία μηνύματα από το καθεστώς του Κιμ Γιονγκ Ουν είναι πιο απειλητικά από ποτέ. Το 2022 ξεκίνησε με προειδοποιήσεις ότι η Πιονγιάνγκ δεν θα δεσμεύεται εφεξής από το μορατόριουμ που η ίδια κήρυξε το 2018 για δοκιμές πυρηνικών όπλων και πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς. Την Πέμπτη, εκπρόσωπος του καθεστώτος ανακοίνωσε ότι δεν θεωρεί πλέον «προκλητική» την επανάληψη των πυρηνικών δοκιμών. Η απόφαση ανακοινώθηκε στο περιθώριο έκτακτης σύσκεψης του πολιτικού γραφείου υπό τον Κιμ, ο οποίος υπογράμμισε την ετοιμότητα της σοσιαλιστικής χώρας να αποκρούσει την αμερικανική επιθετικότητα. «Πρέπει να προετοιμασθούμε για μακροχρόνια αντιπαράθεση με τους Αμερικανούς ιμπεριαλιστές», ανέφερε η ανακοίνωση του πολίτμπιρο.
Κατά τη διάρκεια της προεδρίας Μπάιντεν, οι ΗΠΑ απέρριψαν με συνοπτικές διαδικασίες τις απαιτήσεις της Πιονγιάνγκ για χαλάρωση των κυρώσεων και απομάκρυνση αμερικανικών στρατηγικών όπλων από την κορεατική χερσόνησο. Ο Κιμ πέρασε τους τελευταίους δώδεκα μήνες ασκώντας έμμεση πίεση στον Μπάιντεν, αποφεύγοντας ωστόσο να προχωρήσει σε δοκιμή πυρηνικού όπλου ή πυραύλου μεγάλου βεληνεκούς. Η εφεκτική στάση του Κιμ δεν απέδωσε, όμως, καρπούς, με τις ΗΠΑ να επιμένουν στο εμπορικό εμπάργκο και στις κυρώσεις εναντίον συγκεκριμένων Βορειοκορεατών κυβερνητικών αξιωματούχων.
Την Πέμπτη, εκπρόσωπος της βορειοκορεατικής κυβέρνησης ανακοίνωσε ότι δεν θεωρεί πλέον «προκλητική» την επανάληψη των πυρηνικών δοκιμών.
Η σημερινή ρητορική από μέρους της Πιονγιάνγκ δεν έχει φθάσει στα επίπεδα των πολεμικών ιαχών του 2017, όταν ο Κιμ προειδοποιούσε τις ΗΠΑ για «φωτιά και οργή». Η υποχώρηση της δημοτικότητας του καθεστώτος, ωστόσο, εξαιτίας της πανδημίας και των οικονομικών προβλημάτων, ίσως πείσει τον Κιμ να παίξει και πάλι τον «πυρηνικό άσο». Παρά την πρόταση της Ουάσιγκτον για συνομιλίες «χωρίς όρους και εκβιασμούς», η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν μοιάζει πρόθυμη να αποσύρει τις οικονομικές κυρώσεις, εφόσον ο Κιμ δεν δεσμευθεί να αναστείλει το πυρηνικό του πρόγραμμα. Η Βόρεια Κορέα ενδέχεται, σύμφωνα με ειδικούς, να προβεί σε δοκιμή πυραύλου μεγάλου βεληνεκούς, η οποία θα συμπίπτει με την επέτειο της γέννησης του Κιμ Γιονγκ Ιλ τον Φεβρουάριο, ή τον Απρίλιο με αφορμή τα 110 χρόνια από τη γέννηση του Κιμ Ιλ Σουνγκ, ιδρυτή της λαϊκής δημοκρατίας και παππού του σημερινού ηγέτη.
«Το βορειοκορεατικό πυρηνικό και πυραυλικό πρόγραμμα δεν έχει εξαφανισθεί. Αντιθέτως, θα ενισχυθεί και θα οδηγήσει στην κατασκευή νέων και πιο προηγμένων όπλων χάρη στην απουσία ουσιαστικής και σοβαρής διπλωματίας μετά την αποτυχία των συνομιλιών Τραμπ – Κιμ στις αρχές του 2019», σημειώνει ο Ντάριλ Κίμπαλ, επικεφαλής του ινστιτούτου Arms Control Association στην Ουάσιγκτον.
Ο Κιμ Γιονγκ Ουν
Ικανός παίκτης στη διεθνή διπλωματική σκακιέρα αποδείχθηκε ο Κιμ Γιονγκ Ουν, διαψεύδοντας τις προσδοκίες κυρίως Αμερικανών αναλυτών, οι οποίοι θεωρούσαν ότι ο νεαρός τότε «διάδοχος» θα αποτύγχανε στη δυναστική αποστολή του: τη διατήρηση της οικογένειας Κιμ στην εξουσία. Ο Κιμ ήταν μόλις 27 ετών το 2011, όταν «εκτοξεύθηκε» στην εξουσία μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του, Κιμ Γιονγκ Ιλ. Ο πρώην σύμβουλος του Λευκού Οίκου επί Μπους, Βίκτορ Τσα, εκτιμούσε τότε ότι η κατάρρευση του καθεστώτος ή ένα στρατιωτικό πραξικόπημα δεν ήταν παρά ζήτημα «εβδομάδων ή μηνών», σύμφωνα με την εφημερίδα Le Monde. Ακόμη καν εάν ο διάδοχος κατάφερνε να επιβιώσει «θα βρισκόταν υπό την κηδεμονία συμβουλίου άτυπων αντιβασιλέων». Δέκα και πλέον χρόνια αργότερα, το καθεστώς και ο Κιμ Γιονγκ Ουν παραμένουν στη θέση τους. Η εξουσία του δεν αμφισβητείται από κανέναν, ενώ στις αρχές του 2021, το κόμμα τού απέδωσε τον τίτλο «ύπατος ηγέτης», τοποθετώντας τον πάλαι ποτέ ευτραφή τρόφιμο ελβετικού οικοτροφείου στο ίδιο επίπεδο με τον παππού και τον πατέρα του. Ο Κιμ εδραίωσε την κυριαρχία του αξιοποιώντας την καταστολή τα τρία πρώτα χρόνια του στην εξουσία, «εκκαθαρίζοντας» κομματικά, στρατιωτικά και κρατικά στελέχη, τα οποία θεωρούνταν προσκείμενα στο Πεκίνο, όπως ο θείος του, Τζανγκ Σονγκ Τάεκ. Εχοντας ελευθερώσει το πεδίο, μετά τη δολοφονία με δηλητήριο του ετεροθαλούς αδελφού του σε αεροδρόμιο της Μαλαισίας, επέλεξε πολιτική χαλάρωση, υιοθετώντας περισσότερο αντιπροσωπευτικό σύστημα εκλογής κομματικών στελεχών. Την ίδια στιγμή, ο νεαρός ηγέτης επανέφερε τον στρατό στο επίκεντρο της ιδεολογικής και πολιτικής ζωής.