Ως δώρο αλληλεγγύης ξεκίνησε η δράση «ΕΜΣΤ για την υγεία» που οργάνωσε το τμήμα εκπαίδευσης του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Στην προσπάθειά τους να φέρουν το κοινό κοντά στις συλλογές του μουσείου –θυμίζουμε ότι το ΕΜΣΤ έμεινε ανοιχτό για τους επισκέπτες ελάχιστους μήνες τον τελευταίο χρόνο, αφού δύο εβδομάδες μετά τα εγκαίνια επιβλήθηκε το πρώτο lockdown–, σχεδίασαν διαδραστικά προγράμματα που επιζητούσαν τη φυσική συμμετοχή. «Επιδιώκουμε σταθερά την ενεργό εμπλοκή του κοινού στις δράσεις μας και στεκόμαστε πάντοτε δίπλα στις ευάλωτες ομάδες», μας λέει η Μαρίνα Τσέκου, επιμελήτρια εκπαίδευσης του ΕΜΣΤ. «Αυτή τη φορά η σκέψη μας ήταν στους επαγγελματίες της υγείας. Η ηλεκτρονική κάρτα-έργο που έλαβαν όσοι θέλησαν να συμμετάσχουν στη δράση αποσκοπούσε να τους προσφέρει μια μικρή ανάπαυλα στη δύσκολη καθημερινότητα και ίσως να τους εμπνεύσει για να μας στείλουν τις δικές του δημιουργίες».
Εντέλει στο κάλεσμα «ΕΜΣΤ για την υγεία» ανταποκρίθηκαν περίπου σαράντα επαγγελματίες της υγείας. Σε χρόνο που οι ίδιοι επέλεξαν, «συνομίλησαν» με το έργο, εμπνεύστηκαν, σκέφθηκαν, αισθάνθηκαν. Η δράση ολοκληρώθηκε τον Φεβρουάριο και στο ανανεωμένο site του ΕΜΣΤ έχουν αναρτηθεί τα ονόματα των συμμετεχόντων και η ανταπόκριση που είχαν στο καλλιτεχνικό ερέθισμα που έλαβαν μέσω του e-mail τους. Αναζητήσαμε κάποιους από αυτούς για να μάθουμε, με τα δικά τους λόγια, τον τρόπο με τον οποίο η τέχνη στάθηκε δίπλα τους.
Το ανυπεράσπιστο σώμα
«Η πρόσκληση του ΕΜΣΤ για αλληλεπίδραση υγειονομικών με έργα της μόνιμης συλλογής του αποτέλεσε μια καλή αφορμή για να συναντήσουμε το “αλλού” της τέχνης μέσα στον παρατεινόμενο περιορισμό της πανδημίας», λέει ο Ηλίας Βλάχος, ψυχίατρος – ψυχοθεραπευτής, επιστ. συνεργάτης Α΄ Ψυχιατρικής Κλινικής ΕΚΠΑ. «Αρχικά φανταζόμουν ότι τα έργα που θα μας προτείνονταν θα σχετίζονταν άμεσα ή έμμεσα με την έννοια της νόσου. Βρήκα λοιπόν ενδιαφέρον ότι εμένα μου προτάθηκε το έργο του Βλάση Κανιάρη “Οψεις του ρατσισμού ΙΙ”, ένα γλυπτό στο οποίο ανάμεσα σε πολλά λευκά πέλματα παρεμβάλλεται ένα μαύρο. Τα γυμνά πόδια με έκαναν να σκεφτώ πόσο ευάλωτος είναι ο άνθρωπος ανεξαρτήτως χρώματος. Με άξονα τον ρατσισμό θυμήθηκα το γλυπτό των Τογκάι – Πάουερ στις όχθες του Δούναβη στη Βουδαπέστη, με τα χάλκινα παπούτσια των Εβραίων που δολοφονήθηκαν στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και πετάχτηκαν μετά ξυπόλυτοι στο ποτάμι. Το σώμα τόσο γυμνό, ερωτικό, κοινός “οίκος” όλων μας, είναι ταυτόχρονα και τόσο ανυπεράσπιστο μπροστά στην προκατάληψη, στον ρατσισμό και στη νόσο».
Η Μαρία Αλεξανδρή είναι νοσηλεύτρια στο «Αρεταίειο» νοσοκομείο. «Ο θάνατος, η αρρώστια, η φθορά είναι εκεί, υπάρχουν όχι ως φιλοσοφικές έννοιες μόνον, αλλά και ως απειλητική πραγματικότητα. H μοναδική πραγματικότητα για τον κάθε ασθενή που είναι παράλληλα μητέρα, κόρη, σύζυγος, αδελφή ή απλώς ένας άνθρωπος που, όπως χαρακτηριστικά μου εξομολογήθηκε κάποιος πρόσφατα, νιώθει να “αποδομείται” από τον καρκίνο», λέει η ίδια. «Αυτοί οι άνθρωποι ορισμένες στιγμές δεν χρειάζονται τίποτα περιττό δίπλα τους, μόνον καθαρότητα και ουσιαστική βοήθεια για τις σωματικές αλλά και ψυχικές ανάγκες τους. Κι εγώ ως επαγγελματίας υγείας πρέπει να σταθώ απέναντί τους με θάρρος και να παραδεχτώ κάποιες φορές την ανεπάρκειά μου. Η φιλοσοφία και η ποίηση είναι, χωρίς υπερβολή, τα μόνα μου όπλα. Αυτά με θωρακίζουν και με οδηγούν δίπλα στον ασθενή με την πεποίθηση ότι μπορώ να βοηθήσω. Τα μουσεία υπήρξαν για εμένα χώροι φιλοξενίας, εκεί όπου κατέφευγα συχνά προς αναζήτηση παρηγοριάς. Η πρόσκληση του ΕΜΣΤ ήταν επιτέλους μια ευκαιρία για έκφραση. Το έργο της Κιμσούτζα έγινε μια καταπληκτική αφορμή για να ξεδιπλωθούν χρώματα και συναισθήματα αλλά και προβληματισμοί για την κοινωνία, τη συλλογικότητα, την ατομική απελευθέρωση».
Επώδυνο και λυτρωτικό
«Αρχισα να συνομιλώ με το έργο της Χάριτος Επαμεινώνδα σε χρόνο που δεν μπορούσα να επικοινωνήσω ουσιαστικά και να ανοιχτώ σε κανέναν. Δεν ήταν μόνο ο περιορισμός των κοινωνικών επαφών και ο εγκλεισμός που έπρεπε, όπως όλοι, να διαπραγματευτώ, αλλά και το νέο περιβάλλον εργασίας μου: μια νεοσύστατη ΜΕΘ COVID», λέει η Αννα Μπίθα, νοσηλεύτρια σε ΜΕΘ COVID. «Παράλληλα, η πολεμική ρητορική που συνοδεύει την ασθένεια COVID-19, ο λόγος περί πολέμου, ηρώων, περί πρώτης γραμμής μάχης, ήταν ένα επιβαρυντικό στοιχείο στη δική μου σκέψη και ψυχοσύνθεση. Η συνομιλία μου με το αγαλματίδιο της Χάριτος Επαμεινώνδα, που βρέθηκε από την Αφρική ως έκθεμα στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, λειτούργησε ως μια διέξοδος. Καταγράφοντας τις σκέψεις μου και τα συναισθήματά μου ένιωσα μια παρηγοριά. Τελικά μήπως αυτό που παρουσιάζω ότι είμαι, ή αυτό που θέλουν οι άλλοι να είμαι –ένας ήρωας–, δεν είμαι εγώ, όπως και το αγαλματίδιο που παίρνει άλλη μορφή στο νέο περιβάλλον του;» αναρωτιέται.
Και συνεχίζει: «Το έργο του Γιώργου Γυπαράκη, από την άλλη, με βοήθησε να μοιραστώ βιώματα και να ανακαλύψω άλλες αλήθειες. Επώδυνο αλλά και λυτρωτικό. Οι δυσκολίες κι οι αλλαγές που οδηγούν στην ωριμότητα και αποτυπώνονται στο έργο εμπεριέχονται σε κάθε διαδικασία μετάβασης. Δεν είναι άκρως μεταβατικό το παρόν μας; Αντί να μιλάμε για επιστροφή στην κανονικότητα, μήπως θα έπρεπε να μιλάμε για ανώδυνους τρόπους μετάβασης στη μετά COVID εποχή; Εντέλει, και τα δύο έργα ήταν για εμένα μέσο επικοινωνίας και συνάμα ένα όπλο διαπραγμάτευσης του φόβου, του θυμού, της αγωνίας, της ευθύνης, της κούρασης σε αυτή την τόσο ρευστή εποχή που ζούμε».
Ζωτικής σημασίας
«Ενημερώθηκα για τη δράση του ΕΜΣΤ από το Instagram του μουσείου, όταν η περιοχή όπου εργάζομαι ήταν στο “βαθύ κόκκινο” και η ανάγκη μου να συνδεθώ με ανθρώπους κόντρα στην απομόνωση των ημερών ήταν ζωτικής σημασίας», λέει ο φαρμακοποιός Πέτρος Ζέζος, από τους συμμετέχοντες που ζήτησαν και έλαβαν περισσότερα από ένα έργα. «Στον ελεύθερο χρόνο μου σημείωνα σκέψεις και ιδέες, δραπετεύοντας έτσι από την πολύ επιβαρυμένη καθημερινότητα. Αρχισα να αναρωτιέμαι ποια μέρη του έργου μπορώ να πάρω και να τα κάνω δικά μου, με σεβασμό όμως πάντα στον δημιουργό. Ετσι, λοιπόν, από τον Κανιάρη πήρα την ανάγκη μου για παιχνίδι, από τον Παπαηλιάκη συναισθάνθηκα έναν βαθύ πόνο, από το “Mappemonde” του Λάππα χαρτογράφησα κομμάτια της ψυχής μου. Κάθε φορά που ολοκλήρωνα τη διαδικασία με την υποβολή των δημιουργιών μου προς το μουσείο, αισθανόμουν γαλήνη, σαν ένα όμορφο ταξίδι να είχε φθάσει στο τέλος του και ετοιμαζόμουν για το επόμενο».