Οι πρακτικές που ακολουθούν τα κυκλώματα παράνομης διακίνησης και διάθεσης αλκοολούχων ποτών, οι αιτίες και οι συνέπειες του φαινομένου, αλλά και η μεθοδολογία πολύπλευρης αντιμετώπισής του απασχόλησαν σχετική Hμερίδα που πραγματοποιήθηκε την Τρίτη, 10 Δεκεμβρίου 2024, στο Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας. Στην ημερίδα συμμετείχαν εκπρόσωποι της Ένωσης Επιχειρήσεων Αλκοολούχων Ποτών (Εν.Ε.Α.Π.) και του Συνδέσμου Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων & Αλκοολούχων Ποτών (Σ.Ε.Α.Ο.Π.), αποτυπώνοντας τη στήριξη του κλάδου στις προσπάθειες της Πολιτείας για την καταπολέμηση του προβλήματος. Κατά τον εναρκτήριο χαιρετισμό του, ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, υπογράμμισε και ο ίδιος τη σημασία της συνεργασίας ανάμεσα στις επιχειρήσεις του τομέα και στις διωκτικές Αρχές και πρότεινε την καθιέρωση της ημερίδας σε ετήσια βάση.
Όπως εξήγησε, κατά την εισήγησή της, η Αντιπρόεδρος της Εν.Ε.Α.Π., Έφη Μπούρα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι το 21% της παγκόσμιας κατανάλωσης αλκοόλ είναι παράνομο. Πρόκειται για μια καλά εδραιωμένη αγορά σε διεθνές επίπεδο. Η ανάπτυξη του παράνομου εμπορίου έχει αποδειχθεί πως βρίσκεται σε άμεση σύνδεση με την υψηλή φορολογία, καθώς εκτεταμένα και ενίοτε διεθνοποιημένα εγκληματικά κυκλώματα βρίσκουν τις κατάλληλες συνθήκες προκειμένου να καρπωθούν τα σημαντικά οφέλη της φοροαποφυγής. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, ένας από τους κύριους παράγοντες που οδηγεί στην πώληση παράνομων αλκοολούχων ποτών είναι η διαφορά τιμής μεταξύ παράνομου και νόμιμου αλκοόλ που σχετίζεται με τις διαφορές στους φόρους και τα δασμολογικά τέλη που επιβάλλονται στα διάφορα προϊόντα ανά χώρα.
Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, σε μελέτη του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Προστασίας Πνευματικών Δικαιωμάτων (EUIPO, 2016) υπολογίστηκε ότι οι απώλειες πωλήσεων αλκοολούχων ποτών προσεγγίζουν το 11% των συνολικών πωλήσεων, με την Ελλάδα να βρίσκεται στη 2η υψηλότερη θέση μετά τη Λιθουανία (11,3%). Οι τελευταίες εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ (2024) υπολογίζουν ότι περίπου 6 εκατ. φιάλες διακινούνται χωρίς την είσπραξη Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (ΕΦΚ), με τις απώλειες που δημιουργούνται να εκτιμάται ότι προσεγγίζουν τα €38,0 εκατ., ενώ οι απώλειες από ΦΠΑ σε όλα τα κανάλια διανομής εκτιμώνται περίπου στα €34 εκατ., διαμορφώνοντας τις συνολικές απώλειες στα €72 εκατ. Αξίζει να σημειωθεί ότι o ΕΦΚ αλκοολούχων ποτών στην Ελλάδα είναι ο 5ος υψηλότερος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ο 1ος σε σχέση με την αγοραστική δύναμη των πολιτών. Ακόμη, επισημάνθηκε πως η μεγάλη διαφορά στο συντελεστή ΕΦΚ αλκοολούχων ποτών μεταξύ της Ελλάδος και όλων των γειτονικών χωρών των Βαλκανίων, πυροδοτεί τη λαθραία διακίνηση από τις χώρες αυτές με αποφυγή καταβολής του ΕΦΚ στην Ελλάδα.
«Ο κλάδος μας είναι διαχρονικά στο πλευρό της Πολιτείας, στηρίζοντας κάθε προσπάθεια για την καταπολέμηση του παράνομου εμπορίου. Είναι ξεκάθαρο πως η σταδιακή μείωση του ΕΦΚ στα αποστάγματα στον μέσο όρο της Ε.Ε., θα αποτελέσει ένα αποφασιστικό βήμα για την εξυγίανση της αγοράς. Ιδιαιτέρως σημαντική είναι η αυστηρή επιβολή και ο έλεγχος με τη χρήση του συστήματος ταυτοποίησης LOTIFY, αλλά και το να τεθεί η αντιμετώπιση του λαθρεμπορίου στις κύριες προτεραιότητες των διωκτικών αρχών. Πρότασή μας είναι ακόμη ο διαχωρισμός του παράνομου εμπορίου αλκοολούχων από τα λοιπά είδη (όπως καπνού, καυσίμων κλπ.) και η κατάρτιση ενός πανελλαδικού σχεδίου ελέγχου από όλες τις διωκτικές αρχές – η εκπαίδευση των οποίων επί του θέματος πρέπει να είναι διαρκής. Τέλος, προτείνουμε και τη δημιουργία μιας ετήσιας έκθεσης πεπραγμένων από τις ελεγκτικές και διωκτικές αρχές. Αυτά τα μέτρα μπορούν να διαμορφώσουν ένα υγιές επιχειρηματικό περιβάλλον και να ενισχύσουν την αποτελεσματικότητα των ελέγχων», υπογράμμισε η Αντιπρόεδρος της ΕΝ.Ε.Α.Π., Έφη Μπούρα.
Στην παρέμβασή του, ο κ. Κώστας Τσιλιλής, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Σ.Ε.Α.Ο.Π. αναφέρθηκε στα στάδια παραγωγής και διάθεσης προϊόντος απόσταξης διήμερων αποσταγματοποιών όπου γίνεται καταστρατήγηση της νομοθεσίας και στα οποία θα πρέπει να επικεντρωθεί ο έλεγχος των διωκτικών αρχών. Κλείνοντας ευχαρίστησε τις Υπηρεσίες για την πρόσκληση και την άριστη διοργάνωση της συζήτησης, καθώς για την αποτελεσματικότητα των ενεργειών των Αρχών στην αντιμετώπιση του λαθρεμπορίου των αλκοολούχων ποτών.
Κοινή διαπίστωση όλων των ελεγκτικών αρχών και των συμμετεχόντων στην ημερίδα είναι ότι η υψηλή φορολογία είναι το βασικό κίνητρο για το παράνομο εμπόριο αλκοολούχων ποτών, το οποίο πέραν των οικονομικών του επιπτώσεων, απειλεί και τη δημόσια υγεία και την έννομη τάξη. Παρότι τα νοθευμένα ποτά αποτελούν μόνο ένα εξαιρετικά μικρό τμήμα της παράνομης αγοράς, είναι γεγονός πως, με την ποιότητα των προϊόντων και τις συνθήκες παραγωγής να είναι ανεξέλεγκτα, αυτά θέτουν σε πραγματικό κίνδυνο την υγεία των καταναλωτών. Επιπρόσθετα, η ανάπτυξη των δικτύων που διακινούν παράνομα αλκοολούχα ποτά ενισχύει το οργανωμένο έγκλημα, απειλώντας την ασφάλεια των πολιτών.