Εδώ και δεκαετίες, το Λονδίνο αποτελούσε το επίκεντρο του ευρωπαϊκού χρηματοοικονομικού τομέα, συνδυάζοντας την οικονομία της ηπειρωτικής Ευρώπης με τις επενδυτικές ιδέες των ΗΠΑ. Δύο χρόνια μετά το Brexit, όμως, τα δεδομένα αυτά έχουν αλλάξει ριζικά.
Οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες έχουν βγει κερδισμένες από την αλλαγή ρότας αυτή, δημιουργώντας ένα πιο διασπασμένο και διαφοροποιημένο τοπίο. Ο τραπεζικός κλάδος έχει μεταφερθεί στο Παρίσι, οι χρηματαγορές στην Ολλανδία, ενώ οι λογιστές και οι δικηγόροι έχουν επιλέξει τη Φρανκφούρτη ως νέα έδρα. Το Δουβλίνο, το Μιλάνο, η Μαδρίτη και η Βαρσοβία παίζουν δευτερεύοντες, υποστηρικτικούς ρόλους. Παρ’ όλα αυτά, η γαλλική πρωτεύουσα πρόκειται για την ξεκάθαρη νικητή, αποτελώντας το νέο ευρωπαϊκό τραπεζικό χρηματοοικονομικό κέντρο.
Αν και η Πόλη του Φωτός έχει χάσει ορισμένη από τη λαμπρότητά της φέτος λόγω των συνεχόμενων και εκτεταμένων απεργιακών κινητοποιήσεων, ο αριθμός των εργαζομένων στα γραφεία των κολοσσών της Wall Street στην μεγαλούπολη υποδεικνύουν τη νέα αυτή κανονικότητα η οποία δεν πρόκειται, εύκολα, να αλλάξει.
Τα γραφεία της JPMorgan Chase & Co. στο Παρίσι απασχολούν περίπου 550 άτομα, 22 φορές παραπάνω από τον αντίστοιχο αριθμό του 2019. Η BofA, από την πλευρά της, απασχολεί 600 άτομα, έχοντας εξαπλασιάσει τον αριθμό των εργαζομένων της από το 2016 μετά το δημοψήφισμα του Brexit.
Η Citigroup κατασκευάζει νέα γραφεία λίγα λεπτά από την Avenue des Champs-Élysées, ενώ η Goldman Sachs έχει υπερδιπλασιάσει τους εργαζομένους της στη γαλλική πρωτεύουσα με σχέδια για περαιτέρω επέκταση.
«Το Παρίσι είναι, πια, το μεγαλύτερο κέντρο trading στην Ευρωπαϊκή Ένωση», τόνισε το στέλεχος της Goldman, Μαρκ ντ’Αντλάου, προσθέτοντας πως «πριν από λίγα χρόνια, εάν κάποιος δεν είχε θέση στα γραφεία της Νέας Υόρκης, του Λονδίνου ή του Χονγκ Κονγκ, ένιωθε πως βρισκόταν “στην απ’εξω”. Τα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε».
Τα γραφεία της εταιρείας στο Λονδίνο μπορεί, μεν, να είναι πολύ μεγαλύτερα σε ό,τι αφορά τον αριθμό των εργαζομένων και των assets, αλλά το Brexit έχει διαβρώσει την μέχρι πρότινος πρωτοκαθεδρία της βρετανικής πρωτεύουσας η οποία συνεχίζει και χάνει την ιδιότητά της ως παγκόσμιο χρηματοοικονομικό κέντρο.
Παρά το χάος το οποίο επικρατεί στους δρόμους του Παρισιού, τα ανώτατα κυβερνητικά στελέχη της Γαλλίας προωθούν το αφήγημα της επιτυχημένης ανάπτυξης της πρωτεύουσας μετά το Brexit και προβλέπουν περαιτέρω συνέχειά του.
«Σε αντίθεση με άλλες πόλεις, οι οποίες έχουν προσελκύσει μία ή δύο μορφές χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, το Παρίσι είναι το μόνο το οποίο έχει προσελκύσει επαγγελματίες όλων των κλάδων της χρηματοοικονομικής», τόνισε ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της χώρας Φρανσουά Βιλερουά Ντε Γκαλό, προσθέτοντας πως «η αλλαγή αυτή είναι κάτι το μόνιμο. Το μομέντουμ έχει μεταφερθεί από το Λονδίνο στην ηπειρωτική Ευρώπη και δεν πρόκειται να σταματήσει».
Σύμφωνα με στοιχεία της European Banking Authority, ο αριθμός των τραπεζιτών και των traders στη Γαλλία με αποδοχές άνω του 1 εκατομμυρίου ευρώ αυξήθηκε κατά 80% από το 2017. Παράλληλα, αν και το πρώτο κύμα της εξόδου από το Λονδίνου έχει τελειώσει, πολλά στελέχη των τραπεζών τόνισαν στο Bloomberg πως οι προσλήψεις στο Παρίσι θα συνεχιστούν.
H αύξηση αυτή των νέων εργαζομένων, πολλοί από τους οποίους προέρχονται από τα γραφεία του Λονδίνου έχει αυξήσει τη ζήτηση για δίγλωσσα σχολεία και φροντιστήρια γαλλικών, αλλά και πολυτελών κατοικιών ή γραφείων με θέα την Πόλη του Φωτός.
Στη Goldman Sachs, οι εργαζόμενοι έχουν θέα την Αψίδα του Θριάμβου, ενώ τα art-deco γραφεία της BofA βρίσκονται δίπλα σε μαγαζιά που πωλούν αντίκες και πίνακες του Πικάσο.
Εκτός από αυτό τον πυρετό νέων προσλήψεων και κατασκευής νέων εδρών, τα τεκταινόμενα των περασμένων ετών θα επηρεάσουν σημαντικά το μέλλον των χρηματοοικονομικών κολοσσών. Σύμφωνα με τον CEO της Euronext NV, Στεφάν Μπουζνά, η αλλαγή είναι μόνιμη: «ήμουν μέλος της γενιάς όπου το Λονδίνο αποτελούσε το επίκεντρο των χρηματοοικονομικών. Τα επόμενα 20 χρόνια, όμως, τα πράγματα πρόκειται να αλλάξουν ριζικά. Πρόκειται για το αποτέλεσμα πολλαπλών, μικρών αποφάσεων οι οποίες θα δημιουργήσουν μία μόνιμη και ιστορική αλλαγή».
Πρώτη φάση
Από το 2018, εννέα από τις μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου έχουν εξαπλασιάσει τα περιουσιακά τους στοιχεία τα οποία διαχειρίζονται τα γραφεία τους στην Ευρωζώνη στα 1,7 τρισ. ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΚΤ. Τα επίσημα στοιχεία υποδεικνύουν πως το μεγαλύτερο κομμάτι εξ αυτών κατέληξε στη Φρανκφούρτη, η οποία έχει γίνει το νέο κέντρο της διαχείρισης ρίσκου της Ε.Ε.
Ο πακτωλός των χρημάτων ακολουθείται από εισροή εργαζομένων. Σύμφωνα με την συμβουλευτική ΕΥ, περίπου 7.000 εργαζόμενοι μεταφέρθηκαν από το Λονδίνο στην ηπειρωτική Ευρώπη κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης της μετα-Brexit εποχής. Στο μέλλον, πάντως, τα χρηματοοικονομικά κέντρα της περιοχής θα βασιστούν στην πρόσληψη γηγενών εργαζομένων. Σημειωτέον πως η Goldman Sachs έχει ήδη προσλάβει την πρώτη «φουρνιά» ασκούμενων στο Παρίσι.
«Το μεγαλύτερο μέρος των επαγγελματιών τους οποίους ρωτήσαμε δεν ήθελαν, αρχικά, να μετακομίσουν», τόνισε το στέλεχος της JPMorgan, Ματιέ Γουίλτς, προσθέτοντας πως «τώρα πια, όμως, οι εργαζόμενοι φαίνεται πως απολαμβάνουν τη ζωή τους στο Παρίσι και τα σχόλια είναι εξαιρετικά θετικά».
Η εισροή αυτή νέων επαγγελματιών αύξησε και τις τιμές ακινήτων στις περιοχές της μεγαλούπολης οι οποίες βρίσκονται κοντά στα γραφεία κατά 33% μεταξύ του 2017 και του 2022. Η τιμή των διαμερισμάτων άνω των 200 τετραγωνικών έχει αυξηθεί σημαντικά, ενώ η τιμή των αντίστοιχων μικρότερων διαμερισμάτων έχει μειωθεί, βάσει των επίσημων στοιχείων του Paris Chamber of Notaries.
H επιτυχία του Παρισιού στη μετά-Brexit εποχή οφείλεται στο γεγονός πως πρόκειται για μία κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα στην καρδιά μίας μεγάλη χώρας, όπως ακριβώς συνέβαινε και στο Λονδίνο. Παράλληλα, το Παρίσι έχει πλεονέκτημα αφού είναι κέντρο κουλτούρας, ιστορίας, πολιτικής και επιχειρηματικότητας, πολλά από τα οποία λείπουν από τη Φρανφκούρτη, το Μιλάνο και το Άμστερνταμ.
Παρ’ όλα αυτά, οι πόλεις αυτές βγαίνουν κερδισμένες από την εισροή νέων, πλούσιων επαγγελματιών του τομέα των χρηματοοικονομικών. Για παράδειγμα το Μιλάνο, όπου οι ιταλικές τράπεζες UniCredit SpA και Intesa Sanpaolo SpA έχουν μεταφέρει εργατικό δυναμικό από το Λονδίνο, ενώ αρκετές αμερικανικές τράπεζες έχουν ανοίξει γραφεία. Η ζήτηση για πολυτελή διαμερίσματα και ακίνητα αλλά και δίγλωσση μάθηση στην πόλη έχει αυξηθεί κατακόρυφα.
Τόσο η ιταλική όσο και η γαλλική μεγαλούπολη βγαίνουν, παράλληλα, κερδισμένες από τους ειδικούς φορολογικούς κανονισμούς για τους πλούσιους επαγγελματίες οι οποίοι μετακομίζουν σε αυτές. Επιπροσθέτως, οι επαγγελματίες αυτοί είναι, πια, ενσωματωμένοι στις τοπικές κοινότητες και οικονομίες δεδομένης της μόνιμης αλλαγής εργασιακού χώρου, κάτι το οποίο τονώνει και την τοπική οικονομία.
Όπως τόνισε και το πρώην στέλεχος της Bundesbank με πολυετή εμπειρία στον τραπεζικό κλάδο, Αντρέας Ντομπρέτ, «όταν εργαζόμουν για τις μεγάλες τράπεζες αυτές, συνήθιζα να επισκέπτομαι τις πόλεις της ηπειρωτικής Ευρώπης για μία ή δύο ημέρες πριν επιστρέψω στο Λονδίνο. Τώρα, όμως, που οι αποφάσεις λαμβάνονται στη Φρανκφούρτη ή το Παρίσι, οι επαγγελματίες μένουν μόνιμα στις χώρες της Ευρωζώνης. Οι αμερικανικές τράπεζες οι οποίες κάποτε φάνταζαν πολύ μακρινές έχουν, πια, έρθει πολύ πιο κοντά στην καθημερινότητά μας».
Ο ρόλος του Λονδίνου
Το Λονδίνο μπορεί, μεν, να παραμένει ο «μεγάλος παίκτης» του ευρωπαϊκού χρηματοοικονομικού οικοσυστήματος, αλλά η σημασία του έχει περιοριστεί αισθητά τη στιγμή που ακόμα και οι ίδιες οι βρετανικές εταιρείες θυσιάζουν τον «πατριωτισμό» τους στο βωμό της κερδοφορίας κατά τη διάρκεια της μετα-Brexit εποχής.
Τρανό παράδειγμα η απόφαση της βρετανικής κατασκευαστή μικροτσίπ Arm Ltd. η οποία αποφάσισε να προχωρήσει σε εισαγωγή της στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης και όχι του Λονδίνου. Παράλληλα ενδεικτικό της αλλαγής πλεύσης αυτής είναι και το γεγονός πως η αγορά του Άμστερνταμ έχει καταγράψει υψηλότερο όγκο συναλλαγών από αυτή του Λονδίνου από τον Ιούλιο του 2021.
Η βρετανική κυβέρνηση προσπαθεί, μεν, να προσελκύσει νέες επιχειρηματικές και χρηματοοικονομικές δραστηριότητες στο Σίτι του Λονδίνου, αλλά δυσκολεύεται.
Ενδεικτικό φαινόμενο της «καθαίρεσης» της μεγαλούπολης από το θώκο της ευρωπαϊκής χρηματοοικονομικής κυρίαρχου ήταν και τα σχόλια του καθηγητή του London School of Economics, Τόνι Τράβερς, ο οποίος υπογράμμισε πως «η μείωση της δραστηριότητας στο Σίτι είναι αισθητή απ’ όπου και να το μελετήσει κανείς. Το χρηματοοικονομικό κέντρο της βρετανικής πρωτεύουσας είναι εξαιρετικά σημαντικό τόσο για την ευρύτερη σταθερότητα όσο και για την ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας. Το εάν θα αντικατασταθεί, παραμένει ακόμα ένα αναπάντητο ερώτημα».