Όταν οι Ρεπουμπλικανοί της Βουλής των Αντιπροσώπων συναντήθηκαν στο Καπιτώλιο την περασμένη εβδομάδα για να συζητήσουν τα σχέδια για μείωση της φορολογίας, ο David Schweikert προειδοποίησε ότι τα δημοσιονομικά προβλήματα των ΗΠΑ κινδυνεύουν να ξεφύγουν από τον έλεγχο.
Ο βουλευτής τόνισε ότι οι επενδυτές στη Wall Street αρχίζουν να είναι πιο προσεκτικοί πριν δανείσουν στις ΗΠΑ, υποδεικνύοντας μια πιθανή απώλεια εμπιστοσύνης στα σχέδια της Ουάσιγκτον για τη φορολογία και τις δαπάνες, κάτι που θα μπορούσε να φέρει σοβαρούς τριγμούς στην οικονομία. Ορισμένοι βουλευτές συμφώνησαν με την εκτίμησή του, γεγονός που αποκαλύπτει τις έντονες οικονομικές και πολιτικές προκλήσεις που θα δημιουργήσει το χρέος των 36 τρισ. δολαρίων για την κυβέρνηση του Ντοναλντ Τραμπ.
Οι ανησυχίες για την αύξηση των επιτοκίων δανεισμού και την περαιτέρω διεύρυνση του ελλείμματος έχουν καθυστερήσει τις προσπάθειες των Ρεπουμπικανών να προωθήσουν την ατζέντα του Tραμπ. Η επαναφορά του ορίου χρέους για την κυβέρνηση απειλεί να οδηγήσει σε χρεοκοπία, γεγονός που μπορεί να ανατρέψει τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές. Για αυτόν τον λόγο, οι επενδυτές και οι οίκοι αξιολόγησης παρακολουθούν πολύ στενά τις δημοσιονομικές εξελίξεις στις ΗΠΑ.
Η κατάσταση αυτή δεν είναι πρωτοφανής, καθώς κάθε πρόεδρος, εδώ και τουλάχιστον μία γενιά, έχει αναλάβει την εξουσία με τη σκιά δύσκολων δημοσιονομικών προβλέψεων. Το κόστος για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και το συνταξιοδοτικό σύστημα ήταν πάντα προβληματικό, καθώς ο αριθμός των συνταξιοδοτούμενων αυξάνεται διαρκώς, ενώ οι νέοι εργαζόμενοι είναι λιγότεροι.
Ωστόσο, τα πράγματα έχουν πάρει μια ανησυχητική τροπή. Η ετήσια διαφορά μεταξύ κυβερνητικών δαπανών και εσόδων ξεπέρασε τα 1,9 τρισ. δολάρια, δηλαδή το 6,6% του ΑΕΠ, ένα τεράστιο ποσό για μια χώρα που δεν βρίσκεται σε πόλεμο και δεν βιώνει ύφεση. Το ποσό αυτό ξεπερνά σημαντικά τον μέσο όρο των τελευταίων 50 ετών, ο οποίος κυμαίνεται γύρω από το 3,8%.
Οι επενδυτές, που έχουν την εξουσία να κρίνουν την οικονομική υγεία της Ουάσιγκτον, παρακολουθούν πολύ στενά τις εξελίξεις. Παρά το γεγονός ότι τα ελλείμματα αυξάνονται, τα επιτόκια δανεισμού παρέμεναν χαμηλά για πολλές δεκαετίες και οι επενδυτές εξακολουθούσαν να αγοράζουν κρατικά ομόλογα. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, οι επενδυτές έχουν γίνει πιο επιφυλακτικοί όταν πρόκειται να αγοράσουν νέα ομόλογα, καθώς η αύξηση των επιτοκίων ενδέχεται να μειώσει την αξία τους.
Αυτή η κατάσταση έχει αυξήσει την πιθανότητα οι επενδυτές στη Wall Street και οι παγκόσμιοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί να απαιτήσουν υψηλότερες αποδόσεις για τα αμερικανικά ομόλογα που εκδίδει η κυβέρνηση για να καλύψει το έλλειμμα. Αυτό, δεδομένου ότι το αμερικανικό χρέος λειτουργεί ως σημείο αναφοράς για άλλους δανεισμούς στην οικονομία, μπορεί να προκαλέσει αύξηση του κόστους δανεισμού για τους Αμερικανούς πολίτες, οι οποίοι επιθυμούν να πάρουν δάνεια για να αγοράσουν αυτοκίνητα ή σπίτια.
Η νίκη του Tραμπ ενέτεινε αυτούς τους προβληματισμούς, καθώς οι αποδόσεις των ομολόγων αυξήθηκαν και οι επενδυτές προετοιμάζονταν για την έκδοση νέου χρέους για να καλυφθεί το κόστος των φοροαπαλλαγών, το οποίο εκτιμάται γύρω από τα 5 τρισ. δολάρια. Αυτές οι επιπλέον δαπάνες για φοροαπαλλαγές ή για προγράμματα επενδύσεων ενδέχεται να ταρακουνήσουν τις αγορές και να προκαλέσουν μαζικές ρευστοποιήσεις.
Για να αποφευχθεί αυτό, οι Ρεπουμπλικάνοι προσπαθούν να μειώσουν το κόστος των ρυθμίσεων, αλλά μέχρι στιγμής οι προσπάθειές τους είναι αργές. Σε έγγραφο 50 σελίδων από την αρμόδια επιτροπή της Βουλής των Αντιπροσώπων για μείωση των δαπανών και αύξηση των εσόδων αποτυπώνονται πολλές εναλλακτικές, εκ των οποίων κάποιες όμως είναι πιθανό να δεχθούν αντιδράσεις από το ίδιο το κόμμα.