Eνα ασχημόπαπο που τραγουδούσε σαν αηδόνι, μια νεαρή που ονειρευόταν τη μουσική και το τραγούδι, ένα διαμάντι που έλαμπε στις λάσπες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αυτή ήταν η Μαρία Καλογεροπούλου που έμελλε να μεταμορφωθεί σε Μαρία Κάλλας. Ο υπέρτατος αγώνας που έκανε στις πιο αντίξοες συνθήκες, φορώντας χοντρά γυαλιά μυωπίας, φθηνές κάλτσες και φτωχικά ρούχα, αλλά με μια φωνή που ήξερε ότι είναι το μοναδικό της όπλο σε μια εμπόλεμη ζώνη, όπως ήταν η Ελλάδα τη δεκαετία του ’40, ο ανταγωνισμός και οι δυσκολίες στα πρώτα της βήματα είναι μερικά από τα στοιχεία που φέρνει στο φως το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ «Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία – Τα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας», μια ιδέα που είχε και υλοποίησε ο καλλιτεχνικός σύμβουλος Προγραμματισμού και Επικοινωνίας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ) Βασίλης Λούρας σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη Μιχάλη Ασθενίδη, στο πλαίσιο της σειράς των ειδικών αφιερωμάτων της ΕΛΣ στην αξέχαστη ντίβα.
Εκτός από διάφορα άγνωστα στοιχεία που έρχονται -για πρώτη φορά- στο φως για τα χρόνια της Κάλλας στην Ελλάδα, το ντοκιμαντέρ διαψεύδει ότι η Μαρία Καλογεροπούλου, όπως λεγόταν τότε, τραγουδούσε ιδιαίτερα για τους Γερμανούς· αντιθέτως, αποκαλύπτει ότι υπήρξε κατάσκοπος των Βρετανών. Μεταξύ των άγνωστων ντοκουμέντων, το κοινό έχει την ευκαιρία να δει βίντεο από τις διακοπές της Κάλλας -ευτυχισμένη, κούκλα και αυθόρμητη- το καλοκαίρι του 1964 στην Ελλάδα, τις οποίες η ίδια είχε περιγράψει ως τις πιο ευτυχισμένες στη ζωή της αλλά και, στον αντίποδα, να ακούσει μια ανέκδοτη ηχογράφηση λίγο πριν από τη μοιραία της τελευτή το 1977, όπου τραγουδάει με την υποβλητική και τραυματισμένη της φωνή την προφητική «Δύναμη του πεπρωμένου» του Τζουζέπε Βέρντι.
Τα πέτρινα χρόνια
Παρακολουθώντας βήμα-βήμα πώς η Μαρία Καλογεροπούλου κατάφερε όχι μόνο να επιβιώσει στην Ελλάδα της Κατοχής αλλά και να αναδειχθεί εκτοπίζοντας καταξιωμένες λυρικές τραγουδίστριες, σε άγουρη μάλιστα ηλικία, καταλαβαίνει ότι το αστέρι της δεν έλαμψε τυχαία. Είναι συγκλονιστικό να τη βλέπεις να διεκδικεί πρώτους ρόλους μαθαίνοντας από τη δασκάλα της Ελβίρα ντε Ιντάλγκο όλα τα μυστικά της οπερατικής ερμηνείας, ακόμα και όταν όλοι θεωρούσαν ότι η εμφάνισή της δεν επέτρεπε τέτοιου είδους σκέψεις. Η μητέρα της την υποτιμούσε, η αδελφή της, που τότε έβγαινε με τον γιο του εφοπλιστή Ανδρέα Εμπειρίκου, Μίλτο, θεωρούνταν το ατού της οικογένειας και οι συνάδελφοί της -όχι, όμως, οι δάσκαλοι- έκαναν ο,τι μπορούσαν για να τη σαμποτάρουν.
Η Μαρία Κάλλας κάνει το ντεμπούτο της τη δύσκολη περίοδο του 1940-1941 στην Εθνική Λυρική Σκηνή στον ρόλο της Βεατρίκης στον «Βοκκάκιο» του Φραντς φον Σουπέ, ενώ δύο χρόνια αργότερα ερμηνεύει την «Τόσκα» του Πουτσίνι, όπερα με την οποία θα συνδεθεί άμεσα σε όλη την καριέρα της. Η μητέρα της, που είχε εν τω μεταξύ χωρίσει από τον πατέρα της, έβγαινε με κάποιον Ιταλό, κάτι που τη διευκόλυνε να οργανώνει πριβέ πάρτι στην ταράτσα και να απολαμβάνει προνόμια που δεν είχαν άλλες γυναίκες της εποχής. Ωστόσο, αυτό δεν σήμαινε ότι έβαζε την έφηβη ακόμα τότε Καλογεροπούλου να τραγουδάει για τους Γερμανούς, όπως έχει ευρύτατα διαδοθεί ή τουλάχιστον αυτό επιχειρεί να ανατρέψει σχετικά η ταινία, τονίζοντας ότι η Κάλλας τραγουδούσε μπροστά στους κατακτητές στον βαθμό που κάτι τέτοιο επέβαλε η λειτουργία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, η οποία δεν σταμάτησε τις δύσκολες μέρες της Κατοχής, καθώς το πρόγραμμά της απολάμβαναν ταυτόχρονα Ιταλοί και Γερμανοί αξιωματούχοι. Επίσης, με μαρτυρίες άλλων και με τα σπάνια ντοκουμέντα από εφημερίδες της εποχής αποκαλύπτει ότι η Μαρία Καλογεροπούλου εισήλθε στη Λυρική το 1940 και όχι το 1938, όπως γενικότερα πιστεύεται, καθώς και ότι τότε δεν ζούσε στο περίφημο σπίτι της Πατησίων αλλά σε ένα φτωχικό στη Χαριλάου Τρικούπη, όπως και σε άλλα σπίτια στη Μάρνη κ.α. Μάλιστα, για να ζήσει και για να μπορέσει να σταθεί όρθια στις πολύωρες πρόβες την ώρα που οι υπόλοιποι κατέρρεαν αντάλλασσε προσκλήσεις για τις διάφορες όπερες στη Λυρική με γλυκά, στα οποία είχε μεγάλη αδυναμία. Ισως αυτός να είναι και ο λόγος που δεν κατάφερε να απαλλαγεί από τα περιττά κιλά, βιώνοντας έντονα το bullying από την οικογένεια και τον κοινωνικό της περίγυρο.
Επίσης, παρότι όταν πρωτοφτάνει στην Αθήνα το 1937 η 13χρονη Καλογεροπούλου πρωτοσυστήνεται ως Μαίρη στους συμμαθητές της στο Εθνικό Ωδείο, στο πρώτο της συμβόλαιο με τη νεοσύστατη τότε Λυρική Σκηνή το 1940 υπογράφει ως Μαριάννα.
Σε αντίθεση με τις φήμες που αφορούν τη συνεργασία της Κάλλας με Γερμανούς, μια φήμη που είχαν αφήσει να διαρρεύσει οι ανταγωνιστές της στη Λυρική Σκηνή, οι οποίοι την πολέμησαν εξαιτίας του μοναδικού της ταλέντου, που γεννούσε φθόνο και αντιπαλότητα, ήταν προφανές ότι βρήκε καταφύγιο στο ασφαλές περιβάλλον των Βρετανών. Ειδικά αμέσως μετά τον Πόλεμο, που όλοι όσοι θεωρούνταν ότι είχαν δείξει αν όχι να συνεργάζονται, να ανέχονται τους Γερμανούς, τιμωρούνταν παραδειγματικά η Μαρία Κάλλας αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να ζητήσει προστασία από τους Βρετανούς, στην προστατευόμενη από τον Σκόμπι περιοχή του Κολωνακίου. Εκεί φαινόταν ότι ζούσε ένας Βρετανός αξιωματούχος που έδειξε να την προστατεύει γνωρίζοντας ότι η νεαρή Μαρία μιλάει άπταιστα αγγλικά και ότι μπορούσε να τους προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες.
Μάλιστα, προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ακούγεται η ίδια σε μια σπάνια συνέντευξη που ανίχνευσε ο Βασίλης Λούρας από το αμερικανικό ραδιόφωνο, να παραδέχεται ότι υπήρξε κατάσκοπος των Βρετανών – για καλό βέβαια σκοπό! Είναι το ίδιο, προφανώς, βρετανόφωνο περιβάλλον που τη βοήθησε αφενός να επιβιώσει τα δύσκολα εκείνα χρόνια όπου είχε περιθωριοποιηθεί από τη Λυρική Σκηνή και αφετέρου να σκεφτεί ότι η εκμάθηση διαφόρων γλωσσών, πράγμα σπάνιο την εποχή εκείνη, θα τη βοηθούσε να ανοίξει τα φτερά της στο εξωτερικό. Η στενή οικογενειακή σχέση με την Αμερική, όπου διέμενε μόνιμα ο πατέρας της, ήταν καταλυτική ώστε να αποφασίσει να ταξιδέψει μέχρι τη μακρινή ήπειρο με καράβι, έχοντας μονάχα ένα πολύτιμο όπλο μαζί της, εκτός από μια βαλίτσα με φτωχικά ρούχα και λίγες κονσέρβες: τη φωνή της. Οπως αποκαλύπτει χαρακτηριστικά η ταινία, είναι η πρώτη φορά, τον Μάρτιο του 1945, λίγο προτού φύγει για τη Νέα Υόρκη, που εμφανίζεται σε συναυλία ως Μαίρη Κάλλας, έτοιμη για τη μεγάλη καριέρα που θα ανοιγόταν μπροστά της και όπου θα διέπρεπε ως Μαρία Κάλλας – ή τουλάχιστον έτσι θα την ξαναβλέπαμε όταν θα επέστρεφε στην Ελλάδα, μετά από χρόνια, για τη σειρά των εμφανίσεων στο Ηρώδειο με αυτό ακριβώς το όνομα.
Το μεγάλο όχι
Σε αντίθεση με την οικονομική της κατάσταση και τον πόλεμο που δεχόταν στη Λυρική, η Μαρία Κάλλας ήξερε, από την ώρα που υιοθέτησε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, ότι είναι γεννημένη για τους μεγάλους ρόλους και δεν θα μπορούσε να συμβιβαστεί με κάτι λιγότερο. Πηγαίνοντας στην Αμερική και χωρίς καμία διεθνή εμπειρία, πέρα από τις συμμετοχές της στις οπερέτες και τις όπερες στην Ελλάδα, κέρδισε την προσοχή της Metropolitan Opera και μάλιστα της προτάθηκε και θέση, την οποία όμως αρνήθηκε! Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ντίνου Γιαννόπουλου, μετά την οντισιόν του 1945 η Metropolitan Opera της πρότεινε ένα τριετές συμβόλαιο, βάσει του οποίου τα δύο πρώτα χρόνια θα δοκιμαζόταν σε δευτερεύοντες ρόλους και μετά θα διεκδικούσε τους πρωταγωνιστικούς. Εκείνη, όμως, έχοντας πάντα στο μυαλό της ότι μπορεί να θριαμβεύσει στη σκηνή, κάτι που είχε συνειδητοποιήσει υπό τις πλέον δύσκολες συνθήκες, αρνήθηκε λέγοντας μάλιστα στους υπεύθυνους της Metropolitan ότι «Θα έρθετε πεσμένοι στα γόνατα να με παρακαλάτε». Οπως ακούγεται στην ταινία, όλοι τη θεωρούσαν τότε τρελή, καθώς έλεγε «όχι» σε μια από τις κορυφαίες σκηνές του κόσμου.
Τα δυο σπάνια, ανέκδοτα ως τώρα ντοκουμέντα που προβάλλονται στην ταινία αποκαλύπτουν τις διαμετρικές αντιθέσεις και τις πιο ακραίες εκδοχές του βίου της Μαρίας Κάλλας: από τη μια τη σπάνια ευτυχία της αμεριμνησίας που της χάρισαν οι στιγμές της στη θαλαμηγό «Χριστίνα» μαζί με τον Ωνάση και από την άλλη, την οδύνη της μοναξιάς που βίωσε στο τέλος του βίου της. Για πρώτη φορά προβάλλεται στο ντοκιμαντέρ ένα σπάνιο βίντεο από τον Αύγουστο του 1964, όταν η «Χριστίνα» είχε αράξει, για λίγες μέρες, στη Λευκάδα κι εμείς βλέπουμε την πανέμορφη και ηλιοκαμένη Κάλλας να χαμογελάει ευτυχισμένη με την καρδιά της και να συμμετάσχει σε μια αυτοσχέδια, impromptu συναυλία στην κεντρική πλατεία του χωριού. Ντυμένη απλά και με τα μαλλιά της πιασμένα, τραγουδάει χαλαρή αλλά με την υπέροχη φωνή την περίφημη άρια της Σαντούτσα από την «Cavalleria Rusticana» και με τον νεαρό μαθητή Κυριάκο Σφέτσα να τη συνοδεύει στο πιάνο. Oπως σχολιάζει σχετικά το ντοκιμαντέρ, εδώ ακούμε μια «φωνή λαμπερή, ακμαία, χωρίς προβλήματα, που θυμίζει περισσότερο τις ηχογραφήσεις του 1959.
Τη φωνή μιας ευτυχισμένης γυναίκας που ζει ελεύθερα τη ζωή της», μια διαμετρικά αντίθετη εικόνα από αυτή που θα δούμε στο τέλος του ντοκιμαντέρ, όταν εμφανίζεται μια αποσυρμένη πλέον Κάλλας να προσπαθεί να τραγουδήσει, με τη φίλη της Βάσω Δεβετζή να τη συνοδεύει προφανώς στο πιάνο, διορθώνοντάς τη κι εκείνη να ακούει τις υποδείξεις της με ταπεινότητα.
Είναι συγκινητικό να ακούς τη φωνή της Κάλλας από αυτή την κατεστραμμένη μαγνητοταινία, την οποία κατάφερε να αποκαταστήσει ο Αρης Χριστοφέλλης και να μας τη χαρίσει ως ένα πολύτιμο, συγκινητικό υστερόγραφο στο τέλος της ταινίας, μαζί με εικόνες από την άδεια Αθήνα και πλάνα σεκάνς από τη θάλασσα που τόσο αγαπούσε.
Πρόκειται για ένα υπέροχο κλείσιμο στην αναδίφηση στην άγνωστη προσωπικότητα μιας κορυφαίας ντίβας και στην ανασκόπηση μιας ζωής που δεν ήταν αρκετή για να χωρέσει τον μύθο της. Ειδικά τα λόγια που ακούγονται από το «Madre, Pietosa Vergine» από τη «Δύναμη του Πεπρωμένου» μοιάζουν σχεδόν προφητικά, αφού λίγο αργότερα το πεπρωμένο έμελλε να αποδειχθεί αδύνατο να αποφευχθεί, σημαίνοντας το αδόκητο τέλος μιας αδιανόητα εξωφρενικής ζωής, γεμάτης απόλυτη επιτυχία και αβάσταχτο πόνο. Το γεγονός και μόνο ότι ακόμα, 100 χρόνια από τη γέννησή της, εξακολουθούν να γράφονται άγνωστα κεφάλαια από τον μύθο της, που συνεχίζει να συναρπάζει, σημαίνει πολλά για την πιο αναγνωρισμένη, ίσως, Ελληνίδα στον κόσμο. Και το καλύτερο είναι ότι πρόκειται για καλλιτεχνικά δημιουργήματα αντάξια του τεράστιου μεγέθους και της φήμης της.