21 Οκτωβρίου 1922
Γεννιέται στο Παρίσι η Liliane Bettencourt. Ο πατέρας της, Eugène Schueller, είχε ιδρύσει την L’Oreal στις αρχές του 1900, παρασκευάζοντας και πουλώντας βαφές για μαλλιά. Τα χρόνια που ακολούθησαν, η Bettencourt βρέθηκε επικεφαλής μιας αυτοκρατορίας της ομορφιάς, έγινε φίλη με προέδρους και βασιλιάδες, μέλος του τάγματος της Λεγεώνας της Τιμής και η πλουσιότερη γυναίκα του κόσμου. Όμως μετά τον θάνατό της, τον Σεπτέμβριο του 2017, ο κόσμος τη θυμάται κυρίως για το σκάνδαλο που φέρει το όνομά της: Την Υπόθεση Bettencourt.
Η Liliane Henriette Charlotte Schueller ήταν πέντε ετών όταν πέθανε η μητέρα της και έτσι ανέπτυξε έναν ισχυρό δεσμό με τον πατέρα της, έναν Γάλλο χημικό που θεωρείται ο εφευρέτης των βαφών μαλλιών.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, η οικογένεια έβγαλε πολλά χρήματα, αλλά και βρέθηκε να πρωταγωνιστεί σε μια σειρά από σκάνδαλα. Έως τα τέλη της δεκαετίας του 1930, η αυτοκρατορία της L’Oréal είχε επεκταθεί σημαντικά και ο Eugène Schueller χρησιμοποιούσε την περιουσία του για να χρηματοδοτήσει ένα αντισημιτικό και φασιστικό πολιτικό κίνημα που λεγόταν La Cagoule. Σταδιακά ευθυγραμμίστηκε με την γαλλική αντίσταση κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μεταπολεμικά απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες της συνεργασίας με τον εχθρό.
Ως η μοναχοκόρη του Schueller, η Bettencourt άρχισε να δουλεύει για την επιχείρηση του πατέρα της σαν μαθητευόμενη από τα 15 της και τα χρόνια που ακολούθησαν αποτέλεσε το μοντέλο για τις μάρκες της L’ Oreal. Το 1950 παντρεύτηκε τον André Bettencourt, που αργότερα έγινε πολιτικός.
Κληρονόμησε την εταιρεία μετά τον θάνατο του πατέρα της, το 1957 και διατήρησε τον έλεγχό της αφότου αυτή μπήκε στο χρηματιστήριο του Παρισιού, το 1963.
Μαζί με τον CEO της L’Oréal, François Dalle, επέκτεινε την εταιρεία, προσθέτοντας καλλυντικά και αρώματα στο χαρτοφυλάκιό της αλλά και εξαγοράζοντας άλλα brands της ομορφιάς, όπως τα Lancôme, Kiehl’s, Maybelline και Garnier.
Αντί να φωτογραφίζεται για πολυτελή περιοδικά και για τις σελίδες των κοσμικών, η Bettencourt προτιμούσε να μένει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ώσπου μία διαμάχη με την κόρη της, Françoise Bettencourt Meyers, έφερε την οικογένεια στο μικροσκόπιο.
Το 2007, η κόρη της πλουσιότερης γυναίκας του κόσμου κατέθεσε αγωγή σε βάρος του François-Marie Banier, ενός διάσημου φωτογράφου και playboy. Ο κατά 25 χρόνια νεότερος άνδρας είχε εκμεταλλευτεί την πνευματική αδυναμία της μητέρας της για να αποσπάσει δώρα συνολικής αξίας άνω του 1 δισ. δολαρίων, όπως μετρητά, πίνακες των Picasso και Matisse και ένα ιδιωτικό νησί στις Σεϋχέλλες, ισχυρίστηκε η Bettencourt Meyers.
Όταν η μητέρα της αποφάσισε να τον κάνει μοναδικό κληρονόμο της περιουσίας της, οι έτσι και αλλιώς τεταμένες σχέσεις τους έφτασαν σε οριακό σημείο.
Η φιλία της Bettencourt με τον Banier λέγεται ότι ξεκίνησε το 1987, όταν αυτός τη φωτογράφησε για το γαλλικό περιοδικό Egoïste. Εκείνος ισχυρίστηκε ότι αυτή η σχέση τους υπήρξε ο μοναδικός λόγος πίσω από την γενναιοδωρία της Bettencourt απέναντί του.
«Η Liliane ήθελε να κάνει πράγματα για εμένα, να διευκολύνει τη ζωή μου. Αρνήθηκα πράγματα όπως μία έπαυλη. Αλλά το πήρε πολύ άσχημα. Είναι πολύ δύσκολο να θυμώσεις αυτή την εξαιρετική γυναίκα», θα έλεγε ο Banier στο δικαστήριο.
Η υπόθεση έδινε τροφή στα σκανδαλοθηρικά έντυπα για χρόνια, καθώς μητέρα και κόρη αντάλλασσαν κακίες μέσα από δηλώσεις και συνεντεύξεις. «Δεν μπορώ να καταλάβω τι μύγα τσίμπησε την κόρη μου. Ίσως η ζήλεια. Η κόρη μου είναι αρκετά εσωστρεφής και όταν κάποιος που εκτίθεται, σαν τον François-Marie Banier, μπορεί να είναι πολύ ενοχλητικό», είχε πει η Bettencourt σε μία εφημερίδα το 2008.
Όμως, το οικογενειακό δράμα εξελίχθηκε σε ένα κανονικό πολιτικό σκάνδαλο τον Ιούνιο του 2010, όταν μία σειρά από μυστικές ηχογραφήσεις που είχε κάνει ο πρώην μπάτλερ της Bettencourt, δόθηκαν στην αστυνομία και στη συνέχεια διέρρευσαν στον τύπο.
Στις ηχογραφήσεις καταγράφηκαν μέλη του προσωπικού της Bettencourt’s να την εκμεταλλεύονται για δικό τους όφελος, αλλά και να συζητούν πρακτικές φοροαποφυγής, μυστικούς λογαριασμούς στην Ελβετία καθώς και παράνομες χρηματοδοτήσεις πολιτικών.
Πρώην λογίστρια της Bettencourt αποκάλυψε ότι ανάμεσα στα καθήκοντα της θέσης της ήταν να μοιράζει φακέλους γεμάτους με χρήματα σε συντηρητικούς πολιτικούς. Υπουργός της κυβέρνησης είχε δεχθεί τέτοιες δωρεές ύψους 150.000 ευρώ για την προεδρική καμπάνια του Nicholas Sarkozy το 2007, την ώρα που το όριο για αυτού του είδους τις δωρεές στη Γαλλία διαμορφώνεται στα 4.600 ευρώ.
Ο Sarkozy αρνήθηκε τις κατηγορίες, αλλά η δημοτικότητά του έπεσε. Η υπόθεση προκάλεσε κρίση που ταρακούνησε και την L’ Oreal.
Τελικά, τον Μάιο του 2015, οκτώ υπάλληλοι της Bettencourt, μεταξύ των οποίων και ο Banier, βρέθηκαν ένοχοι για την κατάχρηση ποσού άνω του 1 δισ. ευρώ. Ο φωτογράφος καταδικάστηκε σε 3 χρόνια φυλάκισης, του επιβλήθηκε πρόστιμο και κλήθηκε να πληρώσει αποζημίωση 178 εκατ.
Η Liliane Bettencourt πέθανε στις 20 Σεπτεμβρίου του 2017, σε ηλικία 94 ετών, στο σπίτι της κοντά στο Παρίσι. Τη χρονιά του θανάτου της, κατείχε τον τίτλο της πλουσιότερης γυναίκας του κόσμου, με περιουσία που υπολογιζόταν στα 45 δισ. δολάρια.