Γράφει, ο Αλέξης Τσίπρας:
Ζήτησα να συναντήσω [σσ: μετά από την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, τον Ιανουάριο του 2015] τον Σταύρο Θεοδωράκη ως αρχηγό του κόμματος «Το Ποτάμι» και τον Πάνο Καμμένο που ηγούνταν των Ανεξάρτητων Ελλήνων. Την επομένη λοιπόν ήρθε πρώτα ο Καμμένος στο γραφείο μου στην Κουμουνδούρου. Με τον Πάνο είχαμε από πριν κάποιου είδους επαφές και συζητήσεις, κυρίως ο Παππάς έκανε τις επαφές και εγώ είχα μιλήσει μια-δυο φορές μαζί του. Μερικούς μήνες νωρίτερα, μάλιστα, στις 14 Οκτωβρίου 2014 είχαμε συναντηθεί επισήμως στο γραφείο μου στη Βουλή με θέμα την πρόταση των ΑΝ.ΕΛ. για τα κόκκινα δάνεια. Μετά τη συνάντηση ανακοίνωσα ότι θα την υπερψηφίζαμε και ο Πάνος, με τη
σειρά του, είπε ότι δεν επρόκειτο οι ΑΝ.ΕΛ. να υπερψηφίσουν πρόταση της Κυβέρνησης για Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ήταν κάτι σαν προετοιμασία συνεργασίας. Εξάλλου η κοινή μας αντίθεση στο Μνημόνιο και στις πολιτικές λιτότητας λειτουργούσε ως συνεκτικός κρίκος, παρά τις βαθιές διαφορές που μας χώριζαν σε όλα τα άλλα ζητήματα.
[…]
Ήρθε λοιπόν στην Κουμουνδούρου νωρίτερα από τον Θεοδωράκη, λίγα λεπτά νωρίτερα μάλιστα από το προγραμματισμένο ραντεβού μας, και έξω από τα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ έκανε δηλώσεις στα τηλεοπτικά συνεργεία, όπου ουσιαστικά προανήγγειλε την επικείμενη συμφωνία, πριν καν ανάβει να με συναντήσει. «Ερχομαι να συναντήσω τον Πρωθυπουργό της χώρας, τον Αλέξη Τσίπρα. Διότι έχουμε Κυβέρνηση και είμαι διατεθειμένος να στηρίξω μια Κυβέρνηση που θα βγάλει τη χώρα από την κρίση». Με τις δηλώσεις του με αποκάλεσε Πρωθυπουργό, ενώ ακόμη τυπικά δεν είχαμε δεδηλωμένη πλειοψηφία. Ανέβηκε στον έβδομο όροφο, βγάλαμε τις τυπικές φωτογραφίες και όταν έκλεισε η πόρτα μου είπε: «Εγώ θέλω το Υπουργείο Άμυνας και δεν θα σου βάλω κανέναν όρο, δεν θέλω να είμαι Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης. Θέλω το Υπουργείο Άμυνας, γιατί αυτό ήταν το όνειρό μου. Θέλω να συμμετάσχω σε αυτή την προσπάθεια. Μαζί θα φτιάξουμε μια νέα εθνική ενότητα. Εσύ θα είσαι ο Άρης Βελουχιώτης και εγώ ο Ναπολέων Ζέρβας…»
Πέρα από τις συνήθεις υπερβολές του, που τις ανέμενα, ομολογώ ότι με εξέπληξε η στάση του. Περίμενα πως θα έθετε συγκεκριμένους όρους και απαιτήσεις για τη συμμετοχή του στην Κυβέρνηση. Αντί γι’ αυτό, η προσέγγισή του ήταν διαφορετική, σχεδόν απρόσμενη, και αυτό ομολογώ με αιφνιδίασε θετικά. Ωστόσο βρήκα τον τρόπο να του απαντήσω: «Ηρέμησε, Πάνο! Σ’ ευχαριστώ και μου ακούγεται πολύ ωραίο όλα αυτά για την εθνική συμφιλίωση, αλλά τώρα χρειάζομαι τη μέγιστη δυνατή στήριξη και πλειοψηφία. Καταλαβαίνεις γιατί. Σκέφτομαι, λοιπόν, να προτείνω και στον Θεοδωράκη να συμμετάσχει στην Κυβέρνηση». «Μην τον φέρεις αυτόν, θα μας διαλύσει, θα τα δίνει όλα στους έξω».
Η συζήτηση συνεχίστηκε για ώρα στο ίδιο πνεύμα. Κάποια στιγμή του απάντησα πως θα λάμβανα σοβαρά υπόψη τις αντιρρήσεις του, εντούτοις, θα έκανα μια προσπάθεια με τον Σταύρο, χωρίς να δεσμευτώ. Και σε κάθε περίπτωση θα τον ενημέρωνα για το αποτέλεσμα, πριν λάβω οριστικές αποφάσεις.
– «Τι άλλο θέλεις πέραν του Υπουργείου Άμυνας;» τον ρώτησα. – «Όσα αναλογούν στο ποσοστό μου», μου απάντησε, «τίποτα παραπάνω».
Η αλήθεια είναι πως, παρά τις κατά καιρούς ανορθόδοξες, για τα δεδομένα ενός πολιτικού αρχηγού, συμπεριφορές του, που προκάλεσαν συχνά αμηχανία ή και ενόχληση τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, ο Πάνος Καμμένος στάθηκε με θεσμική συνέπεια απέναντί μου και στήριξε τη λειτουργία της Κυβέρνησής μας χωρίς να δημιουργεί προβλήματα στην καθημερινή της συνοχή. Δεν μας έβαλε παράλογους όρους, δεν μας υπονόμευσε, δεν μας τράβηξε το χαλί κάτω από τα πόδια. Τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που ήρθε η Συμφωνία των Πρεσπών. Οφείλω όμως να παραδεχτώ ότι αυτή ήταν έξω από τα ιδεολογικά του όρια και έξω από τα όρια της προγραμματικής μας συμφωνίας.
Μόλις έφυγε από το γραφείο μου ο Καμμένος, ο Σταύρος Θεοδωράκης πέρασε την κεντρική πόρτα των γραφείων της Κουμουδούρου. Μπήκε στο κτίριο χωρίς να κάνει δηλώσεις και άρχισε να ανεβαίνει από τις σκάλες. Δεν μπορούσα να φανταστώ πόσο σημαντική θα ήταν τελικά αυτή η λεπτομέρεια. Με τον Σταύρο Θεοδωράκη τίποτα δεν ήταν προεξοφλημένο, το αντίθετο. Καμμένος και Θεοδωράκης κινούνταν σε τελείως διαφορετικά πολιτικά και αισθητικά μήκη κύματος. Εντούτοις, πίστευα ότι μετά τις εκλογές τα πράγματα θα μπορούσαν να αλλάξουν. Είχαν γίνει κάποιες διερευνητικές επαφές για να κλειστεί το ραντεβού, αν και γενικά στην κυρίαρχη διαιρετική τομή της εποχής, ο Θεοδωράκης και το Ποτάμι δεν συγκαταλέγονταν στις λεγόμενες αντιμνημονιακές δυνάμεις. Υπήρχε ένα μεγάλο μέρος στον ΣΥΡΙΖΑ που τον αντιπαθούσε έντονα, αλλά και ορισμένοι που πίστευαν ότι η συμμετοχή του στην Κυβέρνηση θα βοηθούσε. Και εγώ είχα γενικά καλή σχέση μαζί του, από την εποχή που ήταν δημοσιογράφος και του είχα παραχωρήσει και κάποιες ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις. Ωστόσο, ομολογώ δεν ήμουν απόλυτα πεπεισμένος ότι θα μπορούσαμε να συνεργαστούμε αρμονικά, γιατί το κλίμα τότε ήταν πολωμένο στη διαχωριστική γραμμή Μνημόνιο – αντιΜνημόνιο κι αυτό θα δυσκόλευε τις κινήσεις μας. Πολύ περισσότερο που οι εκλογικές μας βάσεις βρίσκονταν συχνά σε απέναντι στρατόπεδα στα θέματα της κρίσης.
Από την άλλη, αναζητούσα επίμονα τη μέγιστη δυνατή συναίνεση, ένα όσο πιο διευρυμένο εθνικό μέτωπο και σε αυτή την κατεύθυνση έβλεπα χρήσιμη τη συζήτηση για πιθανή συμμετοχή του στην Κυβέρνηση. Όμως όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος. Ανεβαίνοντας με τα πόδια τις σκάλες της Κουμουνδούρου, κάποια στιγμή ο Θεοδωράκης φτάνει στον όροφο που ήταν το Γραφείο του Λαφαζάνη. Τον συναντάει στον διάδρομο και ο Λαφαζάνης του απευθύνεται: – «Τι θες εσύ εδώ; Μην κάνεις τον κόπο, πρόλαβε ο άλλος».
– «Τι εννοείς;» – «Ήταν πάνω με τον Καμμένο. Τελείωσε, τα βρήκαμε». Και έτσι ο Θεοδωράκης δεν έκανε τον κόπο. Ανέβηκε μεν για λόγους ευγένειας μέχρι τον έβδομο, αλλά η συνάντηση τέλειωσε πριν καν αρχίσει. Ανταλλάξαμε δυο κουβέντες, σχεδόν στο πόδι, κι έφυγε. Δεν μου δόθηκε και η ευκαιρία να συζητήσω ουσιαστικά μαζί του το ενδεχόμενο συμμετοχής του στην Κυβέρνηση. Ενδεχομένως το αποτέλεσμα να ήταν το ίδιο σε κάθε περίπτωση. Με δεδομένη τη συμμετοχή Καμμένου, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να τον πείσω να συμμετάσχει και αυτός. Έχει όμως την ιστορική του αξία το γεγονός ότι η απόφασή του να μην πάρει τον ανελκυστήρα και να ανεβεί από τις σκάλες στέρησε τη δυνατότητα έστω να κουβεντιάσουμε πριν διαφωνήσουμε.
Αν κάτι είχα υποτιμήσει τότε, ομολογώ, ήταν το πόσο αρνητικός θα ήταν ο αντίκτυπος της σύμπραξης με τους ΑΝ.ΕΛ. στην Ευρώπη. Δεν το είχα αντιληφθεί, και μόνο αργότερα, ιδίως κατά τις επαφές μου με τους Ευρωπαίους Σοσιαλδημοκράτες, από τους οποίους αναζητούσα στήριξη, μου έγινε ολοφάνερο. Στο δικό μου μυαλό η συνεργασία με τον Καμμένο, τον Ιανουάριο του 2015, ήταν ένα άνοιγμα στον κόσμο της λαϊκής Δεξιάς, ώστε να μη θεωρήσει ότι ήρθε η Αριστερά για να πάρει την ιστορική ρεβάνς για τον Εμφύλιο.
Δεν ήθελα με κανέναν τρόπο να φανεί στην ελληνική κοινωνία πως οι ηττημένοι της δεκαετίας του 1940 είχαν βρει την ευκαιρία να βγάλουν τα απωθημένα τους για τον μισό και πλέον αιώνα «βάσανα και διωγμούς», όπως λένε οι στίχοι του Ρασούλη στο γνωστό τραγούδι του Λοΐζου. Σε συνθήκες οξείας οικονομικής κρίσης, ήθελα να δημιουργήσω ένα κλίμα εθνικής συμπόρευσης και ενότητας, προκειμένου να αντιμετωπίσω με καλύτερους όρους τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές. Ήμουν προφανώς περισσότερο από όσο θα έπρεπε επηρεασμένος από το εσωτερικό κλίμα.

