Εάν κάποια στιγμή στη ζωή μας χρειάστηκε, είτε κάποιος δικός μας άνθρωπος ή εμείς οι ίδιοι να λάβουμε αίμα, σίγουρα αισθανθήκαμε ευγνώμονες για το «δώρο ζωής» που μας έκανε ένας, άγνωστος σε εμάς, εθελοντής αιμοδότης. Εάν λοιπόν, γνωρίζαμε τις ανάγκες και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν καθημερινά οι άνθρωποι που χρειάζονται αίμα σε τακτική βάση για να ζήσουν, δεν θα προσφέραμε κι εμείς αυτό το δώρο; Αυτή είναι η κεντρική ιδέα πίσω από την καμπάνια, με τίτλο «Κάποιοι χρειάζονται αίμα. Μήπως έχεις ό,τι χρειάζονται;», που υλοποιεί η βιοφαρμακευτική εταιρεία Bristol Myers Squibb σε συνεργασία με το Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας (ΕΚΕΑ), υπό την αιγίδα της Ελληνικής Ομοσπονδίας Θαλασσαιμίας (ΕΟΘΑ) και της Ελληνικής Εταιρείας Παιδιατρικής Αιματολογίας-Ογκολογίας (ΕΕΠΑΟ).
Η θαλασσαιμία (μεσογειακή αναιμία) είναι μία κληρονομική αιματολογική διαταραχή που προκαλεί μειωμένη και αναποτελεσματική παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων, οδηγώντας σε σοβαρή αναιμία, τονίστηκε σε συνέντευξη Τύπου για την παρουσίαση της καμπάνιας. Για την αντιμετώπιση της αναιμίας απαιτούνται εφ’ όρου ζωής τακτικές μεταγγίσεις αίματος (ερυθρών αιμοσφαιρίων). Όμως, με την πάροδο του χρόνου, αναπτύσσεται υπερφόρτωση σιδήρου στον οργανισμό (αιμοσιδήρωση), η οποία μπορεί να προκαλέσει βλάβες στα όργανα και σοβαρές επιπλοκές στην υγεία των ασθενών.
Στο πλαίσιο αυτό, η καμπάνια «Κάποιοι χρειάζονται αίμα. Μήπως έχεις ό,τι χρειάζονται;» έχει διττό στόχο: αφενός να ενημερώσει και να ευαισθητοποιήσει το κοινό για τη θαλασσαιμία και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ασθενείς λόγω της ανάγκης για συχνές μεταγγίσεις αίματος. Αφετέρου, να αναδείξει την αξία της εθελοντικής αιμοδοσίας, να παρακινήσει όλους εμάς να προσφέρουμε αίμα, αλλά και να γίνουμε πρεσβευτές της καμπάνιας στα social media.
Σήμερα στην Ελλάδα ζουν περίπου 2.500 άτομα με θαλασσαιμία που εξαρτώνται από τις τακτικές μεταγγίσεις για να διατηρηθούν στη ζωή. Δυστυχώς, η διασφάλιση επάρκειας μονάδων αίματος μέσω της εθελοντικής αιμοδοσίας παραμένει μια διαρκής πρόκληση για τη χώρα μας, ιδιαίτερα εν καιρώ πανδημίας. Όπως τονίστηκε από τους διοργανωτές της καμπάνιας, δίνοντας αίμα, βοηθάμε τρείς ανθρώπους που έχουν επείγουσα ανάγκη αίματος, να ζήσουν. Ταυτόχρονα όμως, βοηθάμε τους ασθενείς που υποβάλλονται σε τακτικές μεταγγίσεις αίματος, να χαίρονται την ελευθερία που εμείς λαμβάνουμε ως δεδομένη. Η θαλασσαιμία δεν είναι πλέον μια παιδιατρική πάθηση, αλλά νόσος της μέσης ηλικίας, καθώς η πρόοδος που συντελέστηκε τις τελευταίες δεκαετίες στη θεραπευτική της αντιμετώπιση (μεταγγίσεις αίματος, θεραπείες αποσιδήρωσης) έχει οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του προσδόκιμου ζωής των πασχόντων, επεσήμανε ο Αντώνης Καττάμης, καθηγητής Παιδιατρικής Αιματολογίας-Ογκολογίας στην Α’ Παιδιατρική Κλινική του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κέντρο Εμπειρογνωμοσύνης Σπανίων Αιματολογικών Νοσημάτων Παιδικής Ηλικίας. Χαρακτηριστικά, σήμερα στη χώρα μας, η πλειοψηφία των ατόμων με θαλασσαιμία ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα 41-45 ετών, ενώ χάρη στο επιτυχημένο πρόγραμμα προληπτικού ελέγχου, το ποσοστό γεννήσεων παιδιών με θαλασσαιμία παραμένει εξαιρετικά χαμηλό. Παρ’ όλα αυτά, οι ασθενείς εξακολουθούν να έχουν επιβαρυμένη υγεία. «Στους κύριους άξονες αντιμετώπισης της νόσου περιλαμβάνονται η πρόληψη, η αντιμετώπιση των επιπλοκών, η φαρμακευτική θεραπεία αποσιδήρωσης, αλλά και νέες ελπιδοφόρες θεραπείες που εκτιμάται ότι θα συμβάλλουν θετικά στη αντιμετώπιση της θαλασσαιμίας. Σήμερα, μάλιστα, είναι διαθέσιμη η πρώτη φαρμακευτική θεραπεία που μειώνει τη συχνότητα των μεταγγίσεων και μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στην εξάλειψη της ανάγκης για μετάγγιση» ανέφερε ο κ. Καττάμης.
Ποια είναι όμως η κατάσταση όσον αφορά στα αποθέματα αίματος στην Ελλάδα; Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Σταμούλη, αιματολόγο, επιστημονικό διευθυντή Εθνικού Κέντρου Αιμοδοσίας, κύρια πηγή για τη συλλογή αίματος παραμένει με διαφορά η εθελοντική αιμοδοσία και δευτερευόντως το συγγενικό περιβάλλον, ενώ συνεισφέρουν σε εξαιρετικά μικρότερο βαθμό οι Ένοπλες Δυνάμεις και ο Ελβετικός Ερυθρός Σταυρός. Η επίπτωση της πανδημίας οδήγησε σε μείωση των αποθεμάτων αίματος, καθώς κατά τη διάρκεια του πρώτου διαστήματος εφαρμογής των μέτρων αποτροπής της εξάπλωσης της νόσου COVID-19 (26 Φεβρουαρίου-1 Ιουνίου 2020) καταγράφηκε μείωση κατά 13,60% στον αριθμό των αιμοληψιών σε σχέση με το 2019. Από την άλλη, κατά τη διάρκεια του 2020 η συλλογή αίματος από εθελοντές αιμοδότες αυξήθηκε κατά 14% σε σχέση με το 2019, ενώ τον Απρίλιο του 2021 εμφανίζεται αυξημένη σε σχέση με 12 μήνες πριν. «Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι δεν είμαστε παντοδύναμοι, αλλά τρωτοί και ευάλωτοι. Ας προσφέρουμε τακτικά και συστηματικά αίμα σε όσους είναι σήμερα πιο ευάλωτοι από εμάς» σημείωσε ο κ. Σταμούλης.