Βιώνουμε μια εποχή βαθιών γεωπολιτικών ανακατατάξεων και οικονομικών μετασχηματισμών, γεμάτη αβεβαιότητες και κινδύνους.

Η σύγκρουση Ρωσίας– Ουκρανίας, η κρίση στη Μέση Ανατολή και η διαταρακτική πολιτική του Donald Trump, με το δόγμα America First, την έμφαση στον οικονομικό εθνικισμό και τον προστατευτισμό, τη σκληρή μεταναστευτική πολιτική, την αμφισβήτηση της ανεξαρτησίας πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, αξιόπιστων μη κερδοσκοπικών οργανισμών και θεσμών όπως η Ομοσπονδιακή Τράπεζα, την ένταση του αυταρχισμού, καθώς και την υποτίμηση παραδοσιακών διεθνών οργανισμών και συμμαχικών χωρών, αναδιατάσσουν δραματικά το διεθνές περιβάλλον, το διεθνές εμπόριο και τις διεθνείς σχέσεις.

Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη, στις οποίες κατευθύνεται σχεδόν το 60% των ελληνικών εξαγωγών, χαρακτηρίζονται από στασιμότητα, σοβαρή υποχώρηση του διεθνούς τους ρόλου, τεχνολογική υστέρηση, ενεργειακή εξάρτηση, υπερ-ρύθμιση, γραφειοκρατία, δημογραφική χειροτέρευση και άνοδο του εθνικισμού και λαϊκισμού.

Απουσιάζει ηγεσία με όραμα και πολιτική βούληση για την προώθηση ισχυρών αναπτυξιακών πρωτοβουλιών, καθώς και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Μελέτες γράφονται, προτάσεις γίνονται αλλά η υλοποίηση τους δεν προχωρά. Όλα αυτά δεν συνθέτουν μια αισιόδοξη εικόνα, μια δυναμική πορεία.

Η Ελλάδα καλείται, μέσα σε αυτό το ασταθές και αβέβαιο διεθνές περιβάλλον, να χαράξει τη δική της δυναμική πορεία με βλέμμα στο μέλλον. Να διαχειριστεί με σχέδιο τις δύσκολες σχέσεις με την Τουρκία, τις χρόνιες οικονομικές παθογένειες και αδυναμίες της – κυρίως τη σημαντική υπό-επένδυση και χαμηλή αποταμίευση, την κρατική γραφειοκρατία και αναποτελεσματικότητα, τη μικρή αγορά, τις ανατρεπτικές επιπτώσεις της ραγδαίας τεχνολογικής εξέλιξης και ιδιαίτερα της τεχνητής νοημοσύνης, την κλιματική κρίση και το οξύτατο δημογραφικό πρόβλημα.

Όλα τα παραπάνω δημιουργούν άνευ προηγουμένου ανάγκες παραγωγικών επενδύσεων και σημαντικών μεταρρυθμίσεων.

Η χώρα εμφανίζει διαχρονικά χαμηλή παραγωγικότητα – μόλις 56% του ευρωπαϊκού μέσου όρου – περιορίζοντας την αύξηση μισθών και την ανταγωνιστικότητα. Το εξωτερικό ισοζύγιο παραμένει σημαντικά ελλειμματικό, ενώ το παραγωγικό μοντέλο εξακολουθεί να είναι αναχρονιστικό, βασισμένο στην κατανάλωση, την κρατική παρουσία και τη χαμηλή προστιθέμενη αξία.

Παρά την ομολογουμένως σημαντική πρόοδο των τελευταίων ετών – ανάκτηση αξιοπιστίας, μείωση ανεργίας, αξιόλογη αύξηση του ΑΕΠ, δημοσιονομική σταθερότητα, ισχυρή ρευστότητα τραπεζών – η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει το χαμηλότερο ποσοστό επενδύσεων παγίου κεφαλαίου στην Ευρωζώνη (~15% ΑΕΠ). Το επενδυτικό κενό παραμένει επίμονο και διαρθρωτικό, δεσμεύοντας τη δυνατότητα ισχυρής και διατηρήσιμης ανάπτυξης.

Δύο παράγοντες εντείνουν αυτή την υστέρηση:

Η αναιμική εθνική αποταμίευση, κυρίως των νοικοκυριών, που δυσκολεύει την εγχώρια χρηματοδότηση επενδύσεων.

Η έντονα αρνητική δημογραφική τάση, που συρρικνώνει μεσοπρόθεσμα την εγχώρια αγορά και αυξάνει το κόστος εργασίας.

Επιπροσθέτως, παρά την υψηλή κερδοφορία και ρευστότητα των επιχειρήσεων, τη μείωση εταιρικών φορολογικών συντελεστών και την άνευ προηγουμένου τραπεζική ρευστότητα, δεν έχει παρατηρηθεί δυναμική ώθηση σε νέες παραγωγικές επενδύσεις.

Η Ελλάδα χρειάζεται μια άνευ προηγουμένου διαρκή επενδυτική ώθηση. Οι τρέχουσες μονοψήφιες αυξήσεις δεν επαρκούν. Η περιορισμένη αποταμίευση και η αδύναμη κεφαλαιαγορά εντείνουν το πρόβλημα, παρά την ιδιαίτερα θετική συμβολή της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας Επενδύσεων. Η ενίσχυση της αποταμίευσης, εάν δεν συνοδευτεί από αύξηση εξαγωγών και εισροή ξένων παραγωγικών κεφαλαίων, ενέχει τον κίνδυνο βραχυπρόθεσμης ύφεσης.

Κατά συνέπεια, η χρηματοδότηση της επενδυτικής άνοιξης θα πρέπει να προέλθει κυρίως από σημαντικές εισροές ξένων παραγωγικών κεφαλαίων. Μέχρι σήμερα, η πλειονότητα αυτών κατευθύνεται σε ακίνητα και εξαγορές υφιστάμενων επιχειρήσεων, με περιορισμένη παραγωγική προστιθέμενη αξία. Να σημειωθεί ότι ελάχιστες ελληνικές επιχειρήσεις αντλούν κεφάλαια από διεθνείς αγορές, ενώ ξένες τράπεζες αποφεύγουν να χρηματοδοτήσουν έργα και επενδύσεις στην Ελλάδα. Καθίσταται επομένως αναγκαία η εφαρμογή πιο επιθετικών πολιτικών προσέλκυσης ξένων κεφαλαίων.

Το καταναλωτικό αναπτυξιακό πρότυπο των τελευταίων δεκαετιών δεν είναι βιώσιμο.

Απαιτείται στροφή σε επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίου, τεχνολογίας και υποδομών, με παράλληλη ενίσχυση εξαγωγών, εγχώριας αποταμίευσης και εισροών ξένων παραγωγικών κεφαλαίων. Ο παραγωγικός μετασχηματισμός μπορεί να προκαλέσει κοινωνικούς και πολιτικούς κραδασμούς, γι’ αυτό χρειάζονται συνδυασμένες πολιτικές, ισχυρή διοίκηση, έμπειρα στελέχη με γνώση που θα διασφαλίσουν ομαλή μετάβαση από το καταναλωτικό αναπτυξιακό πρότυπο στο επενδυτικό /εξαγωγικό.

Πέρα από την κάλυψη της συσσωρευμένης επενδυτικής υστέρησης, αναδύονται νέες επενδυτικές ανάγκες λόγω ψηφιακού μετασχηματισμού, πράσινης μετάβασης και καθοριστικής ανάγκης ενίσχυσης της εξωστρέφειας. Το RRF παρέχει σημαντική χρηματοδότηση, ωστόσο απαιτείται αποτελεσματική αξιοποίηση και συνέχεια.

Παράλληλα, το δημογραφικό πρόβλημα συρρικνώνει σταδιακά την εσωτερική αγορά και αυξάνει το κόστος εργασίας, καθιστώντας ακόμη πιο επιτακτική την εξωστρεφή ανάπτυξη και τις επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίου.

Η Ελλάδα αντιμετωπίζει και μια ακόμη δομική πρόκληση: διαθέτει λίγες μεγάλες επιχειρήσεις ικανές να ανταγωνιστούν διεθνώς συγκριτικά με την Ευρωζώνη. Οι περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις παραμένουν με αδύναμα χαρακτηριστικά: τεχνολογική υστέρηση, αναχρονιστική οργάνωση, έλλειψη στελεχών, χαμηλή εξωστρέφεια, αδιαφανείς ισολογισμούς και περιορισμένη πρόσβαση σε χρηματοδότηση. Αυτό περιορίζει τη δυνατότητα ανάπτυξης, εξαγωγών και προσέλκυσης επενδύσεων.

Η χώρα οφείλει να καταρτίσει ένα συνεκτικό, στρατηγικά στοχευμένο και διαχρονικά βιώσιμο επενδυτικό και αναπτυξιακό σχέδιο για την περίοδο 2026–2031. Ένα σχέδιο που θα αξιοποιεί τα σημερινά επιτεύγματα και θα κινητοποιεί, μέσω στοχευμένων πολιτικών, εγχώριους και διεθνείς πόρους σε κρίσιμους παραγωγικούς τομείς. Η δημοσιονομική και πολιτική σταθερότητα, όπως και η εμπιστοσύνη των αγορών και των πολιτών, αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις.

Οι νέες επενδυτικές πρωτοβουλίες θα μπορούσαν κατά τη γνώμη μου να εστιαστούν επιγραμματικά σε 14 βασικούς πυλώνες δράσης:

Αγροτικός τομέας: Ριζική ανασυγκρότηση με σχέδιο, επενδύσεις και έμφαση στην υποκατάσταση εισαγωγών, την εξωστρέφεια και την καινοτομία (παράδειγμα: Ολλανδία).

Αμυντική βιομηχανία: Αναβίωση με ευρωπαϊκά κονδύλια και στρατηγικό σχεδιασμό.

Υποκατάσταση εισαγωγών: στρατηγικές επενδύσεις σε κλάδους που έχουμε ή μπορούμε να αποκτήσουμε συγκριτικό πλεονέκτημα όπως, π.χ. τρόφιμα, φάρμακα, αγροτικά προϊόντα, ενέργεια, υπηρεσίες.

Μεταποίηση-βιομηχανία: επενδύσεις στην καινοτομία, ψηφιοποίηση, τον εξαγωγικό προσανατολισμό και τη δημιουργία ισχυρότερων επιχειρηματικών σχημάτων.

Δημόσιος τομέας: Ριζικός εκσυγχρονισμός με επιτάχυνση της ψηφιοποίησης, outsourcing, διοικητική και λειτουργική αναδιοργάνωση. Στόχος η απελευθέρωση πόρων και η βελτίωση της αποτελεσματικότητας. Βασικοί πυλώνες αλλαγών: δικαιοσύνη, δημόσια διοίκηση, γραφειοκρατία, ΔΕΚΟ και Δημόσιοι Οργανισμοί, κοινωνικές υποδομές, υγεία, παιδεία, μεταφορές, ανταγωνισμός αγορών.

Εξαγωγική δυναμική: κίνητρα και στήριξη επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους (π.χ. τρόφιμα, φάρμακα, ελαφριά βιομηχανία, τουρισμός, υγεία) και ενθάρρυνση δημιουργίας μεγαλύτερων εταιρικών σχημάτων με δυνατότητες διεθνούς ανταγωνισμού.

Αξιοποίηση δημόσιας περιουσίας και γης: δημιουργία νέων επενδυτικών ευκαιριών με σχέδιο, διαφάνεια, αποτελεσματικότητα. Λίγα ουσιαστικά πράγματα έχουν γίνει μέχρι σήμερα.

Φορολογικό σύστημα: Μεταρρυθμίσεις σε φορολογικούς συντελεστές, αποσβέσεις και κίνητρα με στόχο την ενίσχυση εγχώριας μακροχρόνιας αποταμίευσης, ιδιωτικών επενδύσεων και εξωστρέφειας.

Υποδομές: Δημόσιες–ιδιωτικές επενδύσεις σε πράσινη ενέργεια, μεταφορές, logistics, λιμάνια, αεροδρόμια, τηλεπικοινωνίες. Η Ελλάδα βρίσκεται στις παρυφές των μεγάλων αγορών και ισχυρές υποδομές προσφέρουν ένα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα (σιδηροδρομικό δίκτυο).

Διαχείριση φυσικών πόρων: ολοκληρωμένο σχέδιο και στρατηγικές επενδύσεις για υδάτινους πόρους, απορρίμματα, λύματα, αντιπλημμυρική και αντιπυρική προστασία.

Ανταγωνισμός: Ενίσχυση της Επιτροπής Ανταγωνισμού για αντιμετώπιση ολιγοπωλίων.

Δημογραφικό: Ρηξικέλευθες πολιτικές, με γενναία φορολογικά κίνητρα για οικογένειες με παιδιά και με εισοδηματικά κριτήρια.

Επιχειρηματικός χάρτης: κίνητρα ουσίας για συγκέντρωση επιχειρήσεων σε ισχυρότερα σχήματα με πρόσβαση σε κεφάλαια, τεχνολογία, εξαγωγές, σύγχρονη διακυβέρνηση και λύσεις διαδοχής.

Κατοικία: Επενδύσεις με συνέργειες δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για την αντιμετώπιση του ελλείμματος προσφοράς.

Η Ελλάδα πρέπει να καλύψει το επενδυτικό της κενό, να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα και να διασφαλίσει μια διατηρήσιμη πορεία ευημερίας. Αυτό προϋποθέτει μακρόπνοη στρατηγική, συνεχή επενδυτική κινητοποίηση, βαθιές μεταρρυθμίσεις και πρωτίστως μια ευρύτερη πολιτική και κοινωνική συμμαχία που θα στηρίξει τους πυλώνες του σχεδίου.

Η χώρα καταναλώνει πολύ, επενδύει και αποταμιεύει λίγο. Το μοντέλο αυτό δεν είναι πλέον βιώσιμο. Η επόμενη δεκαετία πρέπει να καταστεί η δεκαετία των παραγωγικών επενδύσεων, της εξωστρεφούς ανάπτυξης και της ενίσχυσης της εθνικής αποταμίευσης και ανταγωνιστικότητας.

Είναι στοίχημα εθνικό, συλλογικό και διαγενεακό.

*Ο Νίκος Καραμούζης είναι Πρόεδρος SMERemediumCaps Grant Thornton Advisory και το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή στις 31 Αυγούστου 2025