Σχεδόν καθημερινά, τόσο ο πρωθυπουργός, όσο και κυβερνητικά στελέχη, αναφέρονται στο θέμα του κατώτατου μισθού, σε πανηγυρικούς τόνους, θαρρείς και αλλάζουν όλα τα δεδομένα για τους μισθωτούς τους ιδιωτικού τομέα και βελτιώνουν στις συνθήκες ζωής τους.
Το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής είχε επισημάνει πριν την έναρξη της πανδημίας του κορωνοϊού, την άμεση ανάγκη επαναφοράς του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ και κυρίως η εξέλιξή του να είναι ευθύνη των κοινωνικών εταίρων, μέσα από τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού για αύξηση από την 1η Απριλίου του 2023, τη στιγμή μάλιστα που όλοι γνωρίζουν ότι έχει μειωθεί δραματικά η αγοραστική δύναμη των πολιτών, από τη συνεχιζόμενη ανεξέλεγκτη ακρίβεια που αδυνατεί να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση, όσα «καλάθια νοικοκυριού» και αν εφεύρει, δείχνει την προεκλογική αγωνία της.
Παράλληλα όμως εκτός από την προσδοκία για αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, που θα τονώσει την αγοραστική δύναμή των εργαζομένων, η απόφαση αυτή αναμφίβολα προσθέτει πρόσθετα βάρη στις μικρές επιχειρήσεις και στους ελεύθερους επαγγελματίες με την αύξηση του μισθολογικού κόστους.
Προφανώς λοιπόν και με δεδομένο ότι η κυβέρνηση έχει περιθώρια παρέμβασης είναι αναγκαίο το αμέσως επόμενο διάστημα να προχωρήσει σε μέτρα στήριξης για τη μείωση του ενεργειακού κόστους και του ΦΠΑ, για την ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, αλλά και την περαιτέρω μείωση των εργοδοτικών εισφορών, την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος και της εισφοράς αλληλεγγύης, ώστε η αγορά να μπορέσει να ανταπεξέλθει και τελικά η αύξηση του κατώτατου μισθού να αποβεί ωφέλιμη.
Οι παρεμβάσεις αυτές, θα έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, ούτως ώστε να διασφαλισθούν οι υπάρχουσες θέσεις εργασίας με συμβάσεις πλήρους απασχόλησης και θα λειτουργήσουν αποτρεπτικά σε μετατροπή τους σε ευέλικτες μορφές ή πιθανές απολύσεις λόγω του αυξημένου κόστους λειτουργίας.