Με νέο κύμα επιβαρύνσεων στις τιμές των καυσίμων απειλείται η ελληνική αγορά από το 2027, εξαιτίας της εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ II) το οποίο επεκτείνεται στις οδικές μεταφορές, τη θέρμανση και τις μικρομεσαίες βιομηχανίες.
Όπως αναφέρει στο Newmoney ο πρόεδρος του Συνδέσμου Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών Ελλάδος (ΣΕΕΠΕ) και διευθύνων σύμβουλος της ΕΛΙΝΟΙΛ, Γιάννης Αληγιζάκης, η εφαρμογή του μέτρου θα οδηγήσει σε μια κατ΄εκτίμηση νέα επιβάρυνση της τάξης των 45 ευρώ ανά τόνο CO₂, μεταφραζόμενη σε ετήσιο κόστος 800 εκατ. ευρώ για τους Έλληνες καταναλωτές.
«Εάν δεν μειωθεί ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης, κάτι για το οποίο δίνει την δυνατότητα η ΕΕ -και κάνουν και άλλα κράτη μέλη- αλλά μέχρι στιγμής δεν έχει πει κουβέντα η ελληνική κυβέρνηση, τότε μιλάμε για μεγάλες αυξήσεις που πλήττουν όλα τα καύσιμα καθώς το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων επεκτείνεται στην οικιακή θέρμανση και στις μεταφορές» αναφέρει ο επικεφαλής της ΕΛΙΝΟΙΛ.
Η Ελλάδα έχει ήδη από τις υψηλότερες φορολογικές επιβαρύνσεις στα καύσιμα στην Ευρώπη. Το νέο αυτό μέτρο, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας ακόμη έμμεσος φόρος λένε οι εκπρόσωποι του κλάδου, που θα πλήξει τα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Από μία οπτική, η πολιτική αυτή είναι ορθή καθώς με τον τρόπο αυτό θα μειωθεί η κατανάλωση ορυκτών καυσίμων. Όμως, αυτό κατά τον κ. Αληγιζάκη, το οποίο ανέλυσε και στους μετόχους στην πρόσφατα τακτική γενική συνέλευση, σημαίνει ότι τα καύσιμα στην Ελλάδα που είναι ήδη επιβαρυμένα με τους υψηλότερους φόρους στην ΕΕ και δασμούς που αποτελούν το 60% της αξίας, θα επιβαρυνθούν με ένα ακόμα υψηλό ποσό που θα πλήξει τον Έλληνα καταναλωτή, αλλά θα μειώσει και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
«Πρέπει να προβληματισθούμε, εάν με μια αύξηση 120 ευρώ στο ντίζελ κίνησης (που αντιστοιχεί στην πρόβλεψη για κόστος 45 ευρώ ανά τόνο CO2) από αρχές του 2027 ήτοι 12 λεπτά επιβάρυνση στο ντίζελ/λίτρο, θα επηρεασθούν και πόσο οι ελληνικές εξαγωγές και εάν και με ποιο τρόπο ο Έλληνας καταναλωτής που θα επιβαρυνθεί συνολικά θα μπορεί να ανταπεξέλθει;» δηλώνει ο κ. Αληγιζάκης. Τα νούμερα αυτά προκύπτουν από μελέτη του ΣΕΕΠΕ, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι τιμές των καυσίμων αλλά και η κατανάλωση θα διατηρηθούν το 2027 στα ίδια επίπεδα με σήμερα. `
Στο κόστος του νέου «πράσινου» φόρου θα πρέπει να συνυπολογιστεί και πρόσθετη επιβάρυνση ύψους 50 εκ. ευρώ των εταιρειών που προκύπτει με βάση τους στόχους που έχει αναλάβει η ελληνική Πολιτεία μέσω του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) για την μείωση των αερίων του θερμοκηπίου, με μείωση της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων. Οι εταιρείες εμπορίας θα κληθούν να πληρώνουν το πρόστιμο αυτό καθώς θεωρούν ότι είναι ανέφικτο να προχωρήσουν σε ενέργειες που θα μειώσουν την κατανάλωση μιας αγοράς που ούτως η αλλιώς, θα μειώνεται στα επόμενα χρόνια.
Από την κριτική του προέδρου του ΣΕΕΠΕ δεν ξεφεύγουν ούτε οι αναδρομικές χρεώσεις άνω του 1 δισ. ευρώ που επιβλήθηκαν στις εταιρείες του κλάδου ηλεκτρικής ενέργειας (η ΕΛΙΝΟΙΛ δραστηριοποιείται και στον τομέα της προμήθειας) για τεχνικές απώλειες και ρευματοκλοπές του 2021 κάνοντας λόγο για «τιμωρητική στάση της Πολιτείας» απέναντι σε έναν από τους ελάχιστους υγιείς και συνεπείς κλάδους της οικονομίας.
«Δεν γίνεται να μετακυλίονται στις εταιρείες ζημιές που προκαλούνται από τη χρόνια αδυναμία του κράτους να αντιμετωπίσει τις ρευματοκλοπές ή να συντηρήσει σωστά το δίκτυο. Δεν μπορεί να χρεώνονται σήμερα απώλειες που έγιναν πριν τέσσερα χρόνια», υπογράμμισε στην γενική συνέλευση.
Ο κ. Αληγιζάκης ασκεί σφοδρή κριτική στην ευρωπαϊκή πολιτική για την πράσινη μετάβαση, την οποία χαρακτήρισε ανεφάρμοστη, χωρίς ρεαλισμό και χωρίς επαφή με την πραγματικότητα της αγοράς. Από το βήμα της πρόσφατης γενικής συνέλευσης δήλωσε ότι «απουσιάζει πλήρως η στρατηγική για το ενεργειακό μείγμα. Επιμένουν να απαξιώνουν τον ρόλο των υγρών καυσίμων, ενώ αποφεύγουν να στηρίξουν λύσεις όπως τα βιοκαύσιμα ή τα συνθετικά καύσιμα. Δεν υπάρχει σχέδιο, παρά μόνο τιμωρητικές ρυθμίσεις και πρόστιμα», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η επιτυχία της ενεργειακής μετάβασης προϋποθέτει τη στήριξη της ανταγωνιστικότητας και τη διατήρηση της ενεργειακής ασφάλειας, όχι «μονομερείς αποφάσεις που ακυρώνουν επενδυτικά πλάνα και υπονομεύουν ολόκληρους κλάδους».
Ο κ. Αληγιζάκης υπενθύμισε ότι η επενδυτική καχυποψία απέναντι στην ελληνική αγορά δεν είναι θεωρητική: BP, SHELL, MOBIL, TEXACO έχουν αποχωρήσει, ενώ νέοι παίκτες αποφεύγουν να τοποθετηθούν σε έναν κλάδο που «δεν προσφέρει καμία προβλεψιμότητα».
Η ενεργειακή αγορά της Ελλάδας έχει γίνει απωθητική για το διεθνές επενδυτικό κεφάλαιο. Η αβεβαιότητα, οι αναδρομικές αποφάσεις, οι απειλές προστίμων και οι συχνές αλλαγές του θεσμικού πλαισίου αποθαρρύνουν τους πάντες.