Ο δεύτερος λόγος είναι ότι οι συζητήσεις των στελεχών τους για τον τρόπο που θα κερδίσουν τον Μητσοτάκη θυμίζουν τον άνδρα που έλεγε: «Η γυναίκα μου μού είπε ότι το αυτοκίνητο δεν δούλευε καλά επειδή πήρε νερό το καρμπιρατέρ. Τη ρώτησα πού είναι το αυτοκίνητο και μου είπε: “Μέσα στη λίμνη”». Ε, κάπως έτσι είναι και οι διαπιστώσεις των ηγετικών ομάδων της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Η μηχανή του λεωφορείου που θα τους οδηγήσει στην κυβέρνηση χάνει λάδια και αυτοί σκέφτονται να το επιδιορθώσουν αλλάζοντας ζάντες στις ρόδες. Αντί να καταστρώσουν ένα ολιστικό εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο που να κάνει «κλικ» στους πολίτες, προτείνουν μέτρα κυβερνητικού προγράμματος τα οποία είναι λογικό οι ψηφοφόροι να μην τα παίρνουν και πολύ σοβαρά υπόψη τους, αφού είναι πεπεισμένοι ότι το ΠΑΣΟΚ ή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται, στο προβλεπτό τουλάχιστον μέλλον, να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της χώρας.
Ερχόμαστε έτσι στον τρίτο λόγο για τον οποίο τα κόμματα της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης δεν κερδίζουν από την κυβερνητική φθορά: Η απουσία κυβερνητικής προοπτικής είναι πρωτίστως η αιτία που τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ, του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας Αριστεράς δεν ανεβαίνουν ή και υποχωρούν. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, μια κεντροαριστερή εκλογική συνεργασία θα είχε αυξημένες πιθανότητες να επικρατήσει της Ν.Δ., όμως επειδή αυτή είναι ανέφικτη, είναι λογικό οι ψηφοφόροι -ακόμη κι αν δυσανασχετούν με την υφιστάμενη κυβέρνηση- να συνεχίσουν να δίνουν την πρωτιά στον Μητσοτάκη έστω και ως το «λιγότερο κακό» για τη σταθερότητα που χρειάζεται η χώρα στους ταραγμένους καιρούς που ζούμε. Η πολυδιάσπαση της Κεντροαριστεράς ωφελεί τη Δεξιά και τις ακροκεντρώες… παραφυάδες της. Τόσο απλά και τόσο καθαρά. Και οι μόνοι που δεν το βλέπουν είναι όσοι εκ των ηγετών της φαντασιώνονται πως η Ιστορία μπορεί να τους περιμένει μέχρι να γίνουν από νάνοι της σκέψης γίγαντες της αδολεσχίας.
Το ηγετικό έλλειμμα είναι ο τέταρτος λόγος, ενδεχομένως και ο πλέον σοβαρός που η Κεντροαριστερά παραμένει καχεκτική. Οι υφιστάμενες ηγεσίες της δεν θεωρούνται χαρισματικές και σε κάθε περίπτωση η γνώμη των πολιτών είναι ότι «δεν μπορούν» να κερδίσουν τις εκλογές και να γίνουν πρωθυπουργοί. Και όταν δεν υπάρχει γκεσέμι, το κοπάδι το τρώνε οι λύκοι, που ακούνε στο όνομα Κυριάκος και Ζωή. Μάλιστα, το πρόβλημα γίνεται μεγαλύτερο, αφού δεν υπάρχει η προσωπικότητα εκείνη που θα μπορούσε να εμπνεύσει τους πολίτες, να ενώσει τον κατακερματισμένο χώρο και να αναδιοργανώσει, με όρους κυβερνησιμότητας, τη λεγόμενη Προοδευτική Παράταξη. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται και ο Αλέξης Τσίπρας. Κάποιοι στον ΣΥΡΙΖΑ τον βλέπουν περίπου ως Μεσσία, η αλήθεια όμως είναι ότι ο πρώην πρωθυπουργός χρειάζεται ακόμη χρόνο και μπόλικη προσωπική δουλειά για να επανέλθει σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Στις επικείμενες εκλογές, είτε γίνουν τον Μάρτιο του 2027 είτε το φθινόπωρο του 2026, ο Αλέξης δεν μπορεί να είναι ο αντίπαλος του Κυριάκου για την πρωθυπουργία.
Πενταετία rebranding
Ο Μητσοτάκης θα το ήθελε αφού ο Τσίπρας είναι ακόμη «χτυπημένος» στην κοινωνία. Και οπωσδήποτε μια νέα ήττα θα έβαζε οριστικό τέλος στις ηγετικές φιλοδοξίες του Αλέξη. Εξάλλου ο Τσίπρας το 2030 θα είναι μόλις 56 ετών. Εχει ακόμη μία πενταετία για να ολοκληρώσει το rebranding του. Να σημειώσουμε πάντως ότι η εκκρεμότητα για το τι θέλει ή τι θα κάνει ο Αλέξης προσθέτει, εξ αντικειμένου, περαιτέρω εμπόδια στον Σωκράτη Φάμελλο να ανασυγκροτήσει τον ΣΥΡΙΖΑ, αφού οι άσπονδοι φίλοι του λένε πως είναι «μεταβατικός» και «ζεσταίνει την καρέκλα για τον Τσίπρα». Και επειδή αναφερθήκαμε στον Τσίπρα, δεν μπορεί να μην επισημάνουμε και τις ευθύνες που έχει ο πρώην πρωθυπουργός για την «καταιγίδα Κασσελάκη» που έπληξε τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ένας χρόνος του Stefanos στην Κουμουνδούρου προκάλεσε τη μεγαλύτερη ζημιά που θα μπορούσε να πάθει η ανανεωτική Αριστερά από τη διάσπαση του 1967 και εντεύθεν. Ενδεχομένως, μεγαλύτερη και από τη συγκυβέρνηση με τον Πάνο Καμμένο.
Απαξιώθηκε, διασύρθηκε και διασπάστηκε. Από το περίπου 18% που άφησε τον ΣΥΡΙΖΑ ο Τσίπρας, τώρα έχουμε τρία κόμματα που μετά βίας ξεπερνούν, αθροιστικά, το 10%. Και αυτός είναι ο πέμπτος λόγος που η λεγόμενη «πληθυντική» ή «κυβερνώσα» Αριστερά καταγράφει τόσο χαμηλές -δημοσκοπικά- πτήσεις. Στην κρίση αντιπροσώπευσης προστέθηκε και η κρίση εμπιστοσύνης ως προς την ικανότητα να αρθούν στο ύψος των -κοινωνικών, οικονομικών, θεσμικών και αξιακών- περιστάσεων. Δυστυχώς για τα συντρόφια της ριζοσπαστικής Αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας, δεν έχουν καταλάβει πως αυτό που έχουν πάθει περιγράφεται με το ρητό: Οταν ο Θεός σού δίνει αλεύρι, σου παίρνει ο διάβολος το σακί. Ποιος είναι Θεός και ποιος διάβολος ας το βρουν οι ίδιοι και ανάλογα να πράξουν εφεξής.
Πάντως η επιμονή να θέλει κάποιος να είναι πρώτος σ’ ένα καράβι που βυθίζεται δεν δικαιολογείται. Και μόνο στην υπερβολική έπαρση των πρωταγωνιστών μπορεί να αποδοθεί. Και αυτός είναι ο έκτος λόγος που η κεντροαριστερή αντιπολίτευση δεν μπορεί να σηκώσει κεφάλι. Περισσεύουν η ιδιοτέλεια και οι φιλοδοξίες για αξιώματα και όχι για αλλαγή της χώρας και επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων. Αυτή, τουλάχιστον, είναι η εντύπωση που δίνεται. Ο προβληματισμός, οι συζητήσεις, οι τσακωμοί δεν γίνονται για κάποιο νέο -και εναλλακτικό στο υφιστάμενο του Μητσοτάκη και της συντηρητικής παράταξης- εθνικό αφήγημα και πολιτικό σχέδιο, αλλά για το ποιος έχει ή πρέπει να έχει την πρωτοκαθεδρία στην αντιπολίτευση. Σημειώνουμε ότι σε λιγότερο από έναν χρόνο η αξιωματική αντιπολίτευση άλλαξε τρεις φορές χέρια. Στην αρχή, στις εκλογές του 2023, ήταν ο Τσίπρας. Στη συνέχεια, επί εποχής Κασσελάκη και με την αποχώρηση των 11 βουλευτών της Νέας Αριστεράς, τα ηνία, θεσμικά, τα πήρε ο Ανδρουλάκης. Τώρα, δημοσκοπικά, αξιωματική αντιπολίτευση είναι η Ζωή Κωνσταντοπούλου, αφού από το 3% των βουλευτικών εκλογών οι μετρήσεις τη δείχνουν να έχει ξεπεράσει το 15%.
Πολυδιάσπαση
Αν κάποιος αθροίσει τα δημοσκοπικά ποσοστά των κομμάτων που ξεπήδησαν από τη μήτρα του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ (Πλεύση Ελευθερίας, Νέα Αριστερά, ΜέΡΑ 25, Κόσμος), θα διαπιστώσει πως αποτελούν μια υπολογίσιμη δύναμη, αφού οι «διάσπαρτοι» της Αριστεράς φτάνουν στο 26%, στο ποσοστό δηλαδή που έλαβε τον Ιούνιο του 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ. Η πολυδιάσπαση είναι ο έβδομος λόγος και αυτή που, σε σημαντικό βαθμό, ευθύνεται για την εκλογική τους αφλογιστία. Μάλιστα, κάποιοι περί τα εκλογικά ειδήμονες διατείνονται πως ο δεξιός πόλος (Ν.Δ., Βελόπουλος, Σπαρτιάτες, Νίκη, Λατινοπούλου), που στις εκλογές του 2023 συγκέντρωσε το 53,81% του εκλογικού σώματος, τώρα, δημοσκοπικά, βρίσκεται περίπου στο 45%. Αντίθετα, ο κεντρώος και αριστερός πόλος (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, Πλεύση Ελευθερίας, Νέα Αριστερά, ΜέΡΑ 25, Κίνημα Δημοκρατίας) από το 43,03% των βουλευτικών εκλογών δημοσκοπικά δείχνει να φτάνει στην περιοχή του 50%. Ωστόσο, οι κάκιστες σχέσεις ανάμεσα στα αντιπολιτευόμενα κόμματα και η άρνηση των ηγεσιών τους να συμμαχήσουν σε ένα εναλλακτικό πρόγραμμα διακυβέρνησης, που θα μετατρέψει την κοινωνική δυσαρέσκεια σε πολιτική πλειοψηφία, είναι αυτά που, μεταξύ άλλων, συνεχίζουν να δίνουν στον Μητσοτάκη την καύσιμη πολιτική ύλη που χρειάζεται η κυβέρνησή του για να ηγεμονεύει των εξελίξεων.
Το προαναφερθέν «μεταξύ άλλων» είναι ο όγδοος λόγος για τον οποίο η κεντροαριστερή αντιπολίτευση δεν εισπράττει από την κυβερνητική φθορά. Οι συγκλονιστικές αλλαγές που τα τελευταία χρόνια έχουν συμβεί -και συνεχίζουν να συμβαίνουν- στον πλανήτη έχουν αφήσει την εγχώρια Κεντροαριστερά μετεξεταστέα. Η μορφωτική και θεωρητική ανεπάρκεια, πρωτίστως των ηγεσιών της, την καθιστούν ανήμπορη να ερμηνεύσει τον «νέο κόσμο» που διαμορφώνουν οι πόλεμοι, η κλιματική κρίση, οι γεωπολιτικές αναθεωρήσεις, η διεύρυνση των ανισοτήτων, η υποχώρηση της Ε.Ε., οι μεταναστευτικές ροές, η άνοδος της Ακροδεξιάς, οι πανδημίες, η ψηφιακή κοινωνία και οι τεχνολογικές εξελίξεις με αιχμή την Τεχνητή Νοημοσύνη. Η δυσκολία να τον ερμηνεύσει έχει ως φυσικό επακόλουθο την αδυναμία της να εκπονήσει και να προτείνει ένα διαφορετικό πρόγραμμα με άλλες ορίζουσες και προτεραιότητες σχετικά με την πορεία της χώρας στις νέες συνθήκες. Στον όγδοο λόγο θα πρέπει να προσθέσουμε και τη μετακίνηση του ιδεολογικού άξονα -τόσο στα καθ’ ημάς όσο και στην Ε.Ε. και στον κόσμο με τον «τραμπισμό»- προς τα δεξιά. Οι ιδέες με τις οποίες γαλουχήθηκε, παραδοσιακά, ο κόσμος της Αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας βρίσκονται σε υποχώρηση.
Πραγματισμός
Επίσης, κι αυτός είναι ο ένατος λόγος, οι διαιρετικές τομές, σε ό,τι αφορά την πολιτική συμπεριφορά και την κομματική προτίμηση, είναι διαφορετικές στη σημερινή κοινωνία. Μέχρι το 2009 το 85% των ψηφοφόρων ψήφιζε το ΠΑΣΟΚ και τη Ν.Δ. Διάλεγε ανάμεσα στην Κεντροαριστερά (την Αριστερά της Αριστεράς, όπως αποκαλούσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου) και τη Δεξιά. Μετά τα μνημόνια και τον πολιτικό σεισμό του 2012, το ποσοστό όσων έχουν ψηφίσει διαφορετικά κόμματα ξεπερνά το 65%. Στην εποχή μας οι πολίτες δεν διαλέγουν τα κόμματα της προτίμησής τους με βάση την ιδεολογία, την οικογενειακή παράδοση ή την ταξική τους θέση, αλλά με βάση τον πραγματισμό και τον ωφελιμισμό.
Επιπροσθέτως, διαφορετικά ψηφίζουν οι νέοι και διαφορετικά οι ηλικιωμένοι. Για παράδειγμα, οι έρευνες δείχνουν ότι το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται στην τρίτη θέση, αλλά στους άνδρες, τους ηλικιωμένους και τους κεντρώους βρίσκεται στη δεύτερη θέση. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου σε αυτές τις κατηγορίες ψηφοφόρων έρχεται τρίτη, κερδίζει όμως δημοσκοπικά το ΠΑΣΟΚ επειδή στις γυναίκες, στους κεντροαριστερούς και στους νέους βρίσκεται αυτή στη δεύτερη θέση. Μάλιστα στους κάτω των 35 ετών ξεπερνά σε ποσοστά και τη Ν.Δ.
