Ενα διαρκώς διογκούμενο κίνημα «δεν πληρώνω» επεκτείνεται τις τελευταίες ημέρες σε όλη την επικράτεια της Κίνας, καθώς εκατοντάδες χιλιάδες ιδιοκτήτες ατελών κατοικιών και διαμερισμάτων σε αμέτρητα στεγαστικά συγκροτήματα σε όλη τη χώρα αρνούνται να καταβάλουν τις δόσεις των στεγαστικών τους δανείων. Αιτία ο φόβος πως οι κατασκευαστικές θα πτωχεύσουν και δεν θα τους παραδώσουν τα ακίνητά τους, με άμεσο αποτέλεσμα τις ζημίες που παρουσιάζουν οι τράπεζες της χώρας. Μεσοπρόθεσμα, η κρίση της στεγαστικής αγοράς της Κίνας μπορεί να κλονίσει συθέμελα τη δεύτερη οικονομία στον κόσμο.
Πρόκειται για μια βαθύτατη κρίση εμπιστοσύνης που έχει καταλάβει τους δανειολήπτες στεγαστικών δανείων, συνεπακόλουθο της εκτεταμένης τακτικής των κινεζικών κατασκευαστικών να πωλούν κατοικίες και διαμερίσματα προτού κατασκευαστούν. Οφείλεται πρωτίστως στον υπερβολικό δανεισμό των κατασκευαστικών που σε περίπτωση κακής συγκυρίας τις οδηγεί στην πτώχευση και στην αδυναμία ολοκλήρωσης των εργολαβιών τους. Στην Κίνα η αγορά στέγης ήταν η ασφαλέστερη επένδυση στο παρελθόν και μετατράπηκε στην πλέον επισφαλή. Πριν από περίπου 25 χρόνια όταν άρχισε να αναπτύσσεται η κινεζική αγορά στέγης, ζούσε σε πόλεις μόλις το 1/3 του πληθυσμού της. Σήμερα τα 2/3 των πολιτών της αχανούς χώρας, περίπου 480 εκατ. άνθρωποι, ζουν σε αστικά κέντρα. Ο κλάδος των ακινήτων αναπτύχθηκε ραγδαία αλλά σταδιακά στράφηκε στην ανάληψη μεγάλου χρέους. Πόλεις με μεγάλη ανάπτυξη, όπως η Σεντζέν, έγιναν πιο ακριβές από το Λονδίνο ή τη Νέα Υόρκη με κριτήρια το ύψος των τιμών των κατοικιών σε σύγκριση με το εισόδημα των ανθρώπων. Οι τοπικές και οι περιφερειακές αρχές, που αντλούν μεγάλο μέρος των εσόδων τους από τις πωλήσεις γης, ενθάρρυναν την περαιτέρω ανάπτυξη των κατασκευών, καθώς έτσι είχαν να παρουσιάσουν στην κεντρική εξουσία υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ετσι άρχισε ο φρενήρης δανεισμός των κατασκευαστικών που προσπαθούσαν να ανταποκριθούν στην εκτεταμένη ζήτηση. Είναι ενδεικτικό ότι οι εκδόσεις ομολόγων των κατασκευαστικών αυξήθηκαν από 675 εκατ. δολ. το 2009 σε 64,7 δισ. δολ. το 2020. Στα τέλη του περασμένου έτους οι κατασκευαστικές της Κίνας είχαν συνολικά σε εκκρεμότητα ομόλογα ύψους 207 δισ. δολαρίων.
Η κρίση άρχισε τον περασμένο Δεκέμβριο όταν κάποιες από τις υπερχρεωμένες κατασκευαστικές αντιμετώπισαν μείζον πρόβλημα ρευστότητας και διέκοψαν την οικοδομική δραστηριότητα. Εκδηλώθηκε με την κατάρρευση του κολοσσού της Evergrande, της άλλοτε μεγαλύτερης κατασκευαστικής της Κίνας που πτώχευσε αφήνοντας χιλιάδες ιδιοκτήτες χωρίς τις κατοικίες ή τα διαμερίσματα για τα οποία είχαν πληρώσει δάνεια. Η μετάδοση της κρίσης στον υπόλοιπο κλάδο ήταν άμεση και μέσα σε μερικές εβδομάδες την τύχη της Evergrande ακολούθησαν η επίσης μεγάλη Kaisa Group Holdings και η Sanac China Holdings και οι κραδασμοί του κλάδου συνεχίζονται έως τώρα. Ακολούθησε μείωση της οικοδομικής δραστηριότητας κατά 14% το περασμένο έτος σε σύγκριση με το 2020, η μεγαλύτερη που έχει σημειωθεί τα τελευταία έξι χρόνια. Τον Μάιο οι πωλήσεις κατοικιών ήταν κατά 41,7% μειωμένες σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του περασμένου έτους και οι επενδύσεις στον κλάδο μειωμένες κατά 7,8%.
Η κρίση έχει ήδη οδηγήσει σε πτώση τις μετοχές των κινεζικών τραπεζών.
Τώρα απειλεί να συμπαρασύρει την πλειονότητα των κινεζικών κατασκευαστικών, τις μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας αλλά και την ίδια τη μεσαία τάξη που έχει τοποθετήσει σημαντικό όγκο του πλούτου της στην αγορά ακινήτων. Σύμφωνα με την Pantheon Macroeconomics Botham, περίπου το 70% του πλούτου των νοικοκυριών της χώρας έχει τοποθετηθεί σε ακίνητα, το 30%-40% του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών είναι στεγαστικά δάνεια, ενώ οι πωλήσεις γης αντιπροσωπεύουν το 30%-40% των εσόδων των τοπικών κυβερνήσεων. Την ίδια στιγμή, οικονομολόγοι της Nomura εκτιμούν πως οι κινεζικές κατασκευαστικές δεν έχουν παραδώσει παρά μόνον το 60% περίπου των κατοικιών που πούλησαν προτού τις κατασκευάσουν στη διάρκεια της περιόδου από το 2013 έως το 2020. Το κίνημα των δανειοληπτών που αρνούνται να πληρώσουν τις δόσεις των στεγαστικών τους έχει ήδη οδηγήσει σε πτώση τις μετοχές των κινεζικών τραπεζών, με τον δείκτη CSI 300 Banks που παρακολουθεί τον τραπεζικό κλάδο να έχει υποχωρήσει στα χαμηλότερα επίπεδα από τον Μάρτιο του 2020, με συνολικές απώλειες 5,4% μέσα στην τελευταία εβδομάδα. Τις ίδιες ημέρες, ο γενικός δείκτης CSI 300 υποχώρησε 2,4%.
Αν η κρίση επεκταθεί περαιτέρω, μπορεί να κλονίσει τον χρηματοπιστωτικό τομέα στην Κίνα. Επικρατεί, όμως, ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία για το ενδεχόμενο η εκτεταμένη κρίση εμπιστοσύνης στον τομέα των ακινήτων να κλονίσει και το σύνολο της κινεζικής οικονομίας, δεδομένου ότι το σύνολο των στεγαστικών δανείων στη χώρα ανέρχεται σε 46 τρισ. γουάν, ποσό αντίστοιχο των 6,8 τρισ. δολαρίων.