Η ιστορία της πιλοποιίας «ΚΛΑΥΔΙΑΝΟΣ» αρχίζει το 1919.
Πρωταγωνιστές αυτής είναι ο Κωνσταντίνος και η Στέλλα Κλαυδιανού. Ερχόμενοι από την Ζάκυνθο, εγκαθίστανται στην Πάτρα και ιδρύουν το πρώτο κατάστημα της Πιλοποιίας τους, επί της Γούναρη στο ύψος της Υψηλάντου. Φέρνοντας μια καινούργια, πιο δυτική νοοτροπία και μόδα, κατασκευάζουν όλα τα καπέλα της εποχής τους, από ψάθινα καλοκαιρινά καπέλα και τραγιάσκες μέχρι φίνες ρεμπούπλες και περίτεχνες, ιδιαίτερου κάλους τόκες.
Την συγκεκριμένη εποχή το καπέλο βρισκόταν σε πλήρη άνθιση. Οι πιλοποιίες ήταν πολλές και ο ανταγωνισμός μεταξύ τους ήταν ιδιαίτερα σκληρός και έντονος. Παρόλο που και το βιοτικό επίπεδο ήταν κάπως χαμηλό, η Πιλοποιία «ΚΛΑΥΔΙΑΝΟΥ» βρισκόταν σε συνεχή άνοδο. Το πελατολόγιό της ήταν μεγάλο και κάλυπτε περιοχές όχι μόνο της Πάτρας αλλά και της ευρύτερης δυτικής Ελλάδας και των Επτανήσων. Χαρακτηριστικό και κατά πολλούς ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός εκείνης της περιόδου ήταν πως στο εργαστήριο της Πιλοποιίας, δεν απασχολούνταν μόνο ένας σεβαστός αριθμός εξειδικευμένων τεχνιτών αλλά και λειτουργούσε ταυτόχρονα ένα είδος σχολής, όπου νέοι και νέες μαθήτευαν την τέχνη της πιλοποιίας. Πολλοί άξιοι τεχνίτες προόδευσαν έπειτα δημιουργώντας τα δικά τους εργαστήρια, συμβάλλοντας και αυτοί με τον τρόπο τους στην πρόοδο του καπέλου στην πόλη μας.
Όμως η ανοδική πορεία έμελλε να ανακοπεί από δύο πολύ συνταρακτικά γεγονότα, ιδιαίτερα κοντά το ένα με το άλλο.
Πρώτον, τον Αύγουστο του 1940, ο αιφνίδιος θάνατος του ιδρυτή Κωνσταντίνου Κλαυδιανού, ταράζει συθέμελα την οικογένεια και κατά συνέπεια την ομαλότητα και ευημερία της επιχείρησης.
Και δεύτερον, ο βομβαρδισμός της πόλεως των Πατρών τον Οκτώβριο του 1940 άρα και η επίσημη εμπόλεμη κατάσταση της Ελλάδας, έδωσαν το τελειωτικό χτύπημα στην Πιλοποιία. Τα γεγονότα της εποχής και το κατεστραμμένο βιοτικό επίπεδο, πράγματα που όλοι γνωρίζουμε, έφεραν την αναπόφευκτη παύση των εργασιών.
Η απελευθέρωση βρίσκει την επιχείρηση δραματικά λαβωμένη. Και κάπου εδώ, το 1945, ο μοναδικός εν ζωή υιός του Κωνσταντίνου και Στέλλας Κλαυδιανού, Διονύσης, αναλαμβάνει την επιχείρηση.
Πραγματικά δύσκολοι καιροί, όπου απαιτείται ιδιαίτερα μεγάλος κόπος να ξαναστηθεί το μαγαζί και το εργαστήριο. Χαρακτηριστικά ο Διονύσης Κλαυδιανός έλεγε για εκείνη την εποχή πως «… στο μαγαζί το μόνο που υπήρχε ήταν 4 γυμνοί τοίχοι. Ούτε καν τζάμια…». Σιγά σιγά η παραγωγή ξεκίνησε και με τον καιρό μεγάλωσε. Το καπέλο άρχισε να γνωρίζει μία νέα άνθιση, όπως και το εμπόριο γενικότερα.
Η απόκτηση νέων μηχανημάτων παραγωγής και η εντατική προσωπική εργασία συντελούν στο να στηθεί και να οργανωθεί παράλληλα και ένα μεγάλο δίκτυο χονδρικής πώλησης σε ολόκληρη την Δυτική Ελλάδα, την Πελοπόννησο και τα Επτάνησα. Για την επάρκεια της παραγωγής και της αποθήκευσης μισθώνονται επαγγελματικοί χώροι κοντά στο κεντρικό της Κανακάρη, ενώ η λιανική πώληση συνεχίζει να πραγματοποιείται στον ίδιο χώρο όπως και πρίν. Φτάνουμε λοιπόν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, αρχές του 1980, όπου η επιχείρηση απασχολούσε πλήρως 20 και πλέον άτομα σαν προσωπικό, πέρα από τα άτομα του στενού κύκλου της οικογένειας.
Όμως, όπως οι καιροί αλλάζουν, έτσι αλλάζουν και οι συνήθειες. Το καπέλο από ένα απαραίτητο και αναπόσπαστο αξεσουάρ της γκαρνταρόμπας όλων των ηλικιών, ένα είδος ένδυσης – θα μπορούσαμε να πούμε, αρχίζει σιγά σιγά να έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Οι ενδυματολογικές συνήθειες αλλάζουν απότομα στην Ελλάδα. Και όσο παράξενο και αν ακούγεται αλλάζουν και τα χτενίσματα, όπου οι νέες τάσεις δεν συμβαδίζουν πιά με το καπέλο. Το νέο στυλ του σύγχρονου Έλληνα δεν έχει σαν αναπόσπαστο κομμάτι της γκαρνταρόμπας του το καπέλο.
Φτάνοντας στις αρχές της δεκαετίας του 1990, το καπέλο έχει πάψει να είναι βασικό κομμάτι της γκαρνταρόμπας, ιδίως του άντρα, και περιορίζεται κατά 80% μόνο στους ηλικιωμένους. Το εργαστήριο με τον καιρό μειώνει την παραγωγή και περιορίζεται μόνο σε λίγα βασικά σχέδια. Αναπόφευκτα, με τον καιρό μειώνεται μέχρι που παύει εντελώς και η χονδρική πώληση. Νέοι εισαγωγείς μπαίνουν στο καπέλο στην ελληνική αγορά, φέρνοντας νέα σχέδια, όχι τόσο φινετσάτα πάντα όπως παλιά αλλά σίγουρα πιο εύκολα στο να τα αποκτήσεις και απλά να τα εμπορευτείς.
Από το 1995 τα ηνία της επιχείρησης τα αναλαμβάνει ο εγγονός του Διονυσίου Κλαυδιανού, ο Παναγιώτης Καλογερόπουλος, σαν τέταρτη γενιά.
Όραμά του ήταν η επανέναρξη της κατασκευαστικής δραστηριότητας. Έτσι λοιπόν το εργαστήριο οργανώθηκε καλύτερα και έγινε πιο εργονομικό και σύγχρονο. Αναζητήθηκαν εξαιρετικής ποιότητας υφάσματα και πρώτες ύλες και δημιουργήθηκαν νέα, πιο μοντέρνα σχέδια καπέλων.
Με τον καιρό, η εξειδίκευση στον τομέα του καπέλου και ταυτόχρονα οι κατασκευές υψηλής ποιότητας σε συνδυασμό με την αγάπη των νέων τα τελευταία χρόνια για το καπέλο, έδωσαν την κατάλληλη ώθηση στην πιλοποιία να προχωρήσει και να δυναμώσει.
Πλέον τα καπέλα ίδιας παραγωγής αποτελούν το 90% των οδηγών που βρίσκονται στα ράφια. Μόνο κάποιοι εξειδικευμένα καπέλα έρχονται από το εξωτερικό, όπως πχ οι γαλλικοί μπερέδες ή τα Panama Hats κλπ. Σκοπός της πιλοποιίας είναι, όλα αυτά τα χρόνια να παρέχει στους πελάτες της από τα πιο απλά μέχρι τα πιο εξειδικευμένα καπέλα σε πολύ υψηλές ποιότητες, που της παρέχουν μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τον ανταγωνισμό. Από ένα καθημερινό τζόκευ μέχρι περίτεχνα καρναβαλικά καπέλα, και από μοντέρνες τραγιάσκες μέχρι κλασσικές ρεμπούπλες.




