«Έχουμε λάβει την πρώτη παρτίδα των εμβολίων, γιατί πρόκειται για καινούργια παρτίδα, είναι μικρή δόση, το ένα τρίτο της δόσης των ενηλίκων. Και τα ραντεβού είναι κλειστά μέχρι το Φεβρουάριο, καθώς φαίνεται ότι οι γονείς ανταποκρίθηκαν καλά. Μόλις έρθει η επόμενη παρτίδα θα ανοίξουν περισσότερα ραντεβού. Ακόμα δεν ξέρουμε πότε, γιατί τα εμβόλια παράγονται και στέλνονται κατευθείαν».
Αναφορικά με τη νόσηση των παιδιών ο καθηγητής αναφέρει ότι είναι πολύ μικρό το ποσοστό των παιδιών που νοσεί σοβαρά και χρειάζεται να μπει στην μονάδα, γιατί τα παιδιά είναι ανθεκτικά σε αυτή την ίωση. Την παθαίνουν και είτε είναι ασυμπτωματικά, είτε την περνάνε ελαφρά.
«Στην Ελλάδα έχουν αρρωστήσει 15-20.000 παιδιά, εκ των οποίων ελάχιστα μπήκαν σε ΜΕΘ, ενώ έχουν πεθάνει και τρία παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας, 14 και 15 ετών, τα οποία είχαν υποκείμενο νόσημα, παχυσαρκία. Και υποψιάζομαι ότι η ίδια νόσος, ίσως και άλλα χρόνια νοσήματα καθιστούν τα παιδιά πιο ευάλωτα. Γενικά η μεγαλύτερη ευαλωτότητα στα παιδιά, είναι στην αρχή της ζωής στους, στους πρώτους μήνες».
Οι επιστήμονες αναζητούν ένοχα γονίδια για το σύνδομο MIS-C
Όσον αφορά το ερώτημα ποια μπορεί να είναι η χειρότερη παρενέργεια που μπορεί να συμβεί σε ένα παιδί αν ασθενήσει με Covid19, το μέλος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, αναφέρεται στο σύνδρομο ΜΙS-C (σσ αρτικόλεξο του Multiple Inflammatory Syndrome- Children) το οποίο όπως εξηγεί, προσομοιάζει με το σύνδρομο Καβασάκι.
«Αυτό είναι σχεδόν γενικευμένη φλεγμονή, η οποία πιάνει αγγεία, κάνει αγγειίτιδα και μπορεί να πιάσει και τα στεφανιαία αγγεία της καρδιάς. Ξέρουμε να το αντιμετωπίσουμε, γιατί κάνουμε ό,τι κάναμε με το Καβασάκι και αντιμετωπίζεται.
Μέχρι στιγμής, από την αρχή της πανδημίας έχουμε αντιμετωπίσει περισσότερα από 35 παιδιά με το σύνδρομο αυτό, το οποίο είναι σοβαρό και μπορεί να χρειαστεί και ΜΕΘ. Το σύνδρομο απαντάται συνήθως σε ηλικίες 4-11 και μετά με την πάροδο της ηλικίας στην εφηβεία, πέφτει ο επιπολασμός».
Είχαν αλήθεια όλα αυτά τα παιδιά κάποιο κοινό χαρακτηριστικό ή παθολογία; Όχι, απαντά ο κ. Χρούσος. «Γενικά ήταν υγιή παιδιά. Δεν μπορεί κανείς να προβλέψει ποιο παιδί θα το πάθει. Φαίνεται ότι έχουν κάποια γενετική ευαλωτότητα και μάλιστα μαζεύουμε DNA σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Rockfeller στην Αμερική, ώστε να βρούμε τα συγκεκριμένα γονίδια, τα οποία καθιστούν τα παιδιά ευάλωτα. Κάτι γενετικό είναι, το οποίο όμως δεν το ξέρουμε».
Σύμφωνα με τον παιδίατρο, δεν μπαίνουν όλα τα παιδιά σε ΜΕΘ. Οι γιατροί έχουν τις γνώσεις και τα χειρίζονται και στους απλούς θαλάμους, ωστόσο η νόσηση χαρακτηρίζεται βαριά. «Και κατευθείαν όπως μπαίνουν μέσα, τα βάζουμε σε υψηλές δόσεις κορτιζόνης και άλλα φάρμακα, κυρίως αντιφλεγμονώδη, με τα οποία τα αντιμετωπίζουμε σχετικά καλά. Σχεδόν όλα φεύγουν από το νοσοκομείο χωρίς πρόβλημα.»
Αυτός, όπως λέει ο κ. Χρούσος είναι ο ένας φόβος του γονιού, αν νοσήσει το παιδί του. Και ο άλλος φόβος, επισημαίνει, είναι η γενικευμένη φλεγμονή, η αυξημένη πηκτικότητα που προκαλεί το σύνδρομο, και η ιδιαίτερη ευαλωτότητα των παιδιών που είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα, και δυστυχώς στην Ελλάδα είναι πάνω από το ένα τρίτο των παιδιών.
Όσοι έχουν κάνει και την τρίτη δόση δεν πρέπει να ανησυχούν πολύ για την Όμικρον
Για τη μετάλλαξη Όμικρον ο κ. Χρούσος λέει ότι είναι 4-6 φορές πιο μεταδοτική από τη Δέλτα. «Η μεταδοτικότητα της είναι πολύ υψηλή. Σχεδόν σα την Ιλαρά. Βέβαια δουλεύουν οι μάσκες, δουλεύουν τα μέτρα, και φαίνεται ότι έχει πέσει η παθογονικότητα περίπου κατά το ένα τρίτο, που σημαίνει ότι θα προκαλέσει λιγότερο σοβαρή νόσο και λιγότερους θανάτους. Διαφεύγει μερικώς από τα εμβόλια, αλλά όσο πιο καλά ανοσοποιημένος είναι κάποιος, τόσο πιο ανθεκτικός είναι και στην Όμικρον. Συνεπώς αυτοί που έχουν κάνει και την τρίτη δόση δεν πρέπει να ανησυχούν πολύ».
Και το ερώτημα που εύλογα προκύπτει είναι αν η Όμικρον θα αλλάξει το επιθυμητό 80% για την επίτευξη ανοσίας αγέλης :«Φαντάζομαι και είναι αυτό που λέγεται στα αγγλικά wishful thinking, ότι αν είναι ελαφρά η νόσος που προκαλεί και αυτή μεταδίδεται πολύ γρήγορα, θα καταλήξει να εμβολιάσει φυσικά τους ανεμβολίαστους, οπότε θα έχουμε ανοσία της αγέλης πολύ πιο γρήγορα». Και στο ερώτημα που εσχάτως απασχολεί πολλούς, για το αν θα κάνουμε κάθε τρεις μήνες εμβόλιο, ο κ. Χρούσος απαντά:
«Ελπίζω όχι. Φαίνεται ότι με την τρίτη δόση κάνουμε πάρα πολύ καλή ανοσία, η οποία ελπίζω να κρατήσει πιο πολύ από τους έξι και τους οκτώ μήνες, από ότι οι δύο προηγούμενες. Δεν το γνωρίζουμε ακόμα, αλλά αν χρειαστεί να το κάνουμε χρόνια, θα είναι μία φορά ετησίως, όπως της γρίπης. Η αλλαγή που έγινε στους εμβολιασμούς στους τρεις μήνες, είναι για να προφυλαχθούμε από την Όμικρον».