Τα νεώτερα από τη Φρανκφούρτη, όπου και συνεδριάζει αύριο, Πέμπτη 14/9 , το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), προκειμένου να αποφασίσει πώς θα κινηθεί με τα επιτόκια, αναμένουν δανειολήπτες και τράπεζες, με το ενδεχόμενο μιας νέας αύξησης να προκαλεί… τρόμο.
Για τους μεν, δανειολήπτες και δη, τις επιχειρήσεις, η πλειονότητα των οποίων φέρει κυμαινόμενα επιτόκια, ενώ δεν προστατεύονται από το ετήσιο «πάγωμα» που ανακοίνωσαν οι τράπεζες, αυτή θα είναι η 10η σερί αύξηση σε διάστημα σχεδόν ενός έτους. Το ίδιο δάνειο, δηλαδή, θα έχει ανατιμολογηθεί συνολικά 10 φορές από πέρυσι τον Ιούλιο, γεγονός που σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό, αλλά και τις υψηλές τιμές ενέργειας, δημιουργεί ένα εκρηκτικό «κοκτέιλ». Όπως είχε γράψει το newmoney, σε ένα επιχειρηματικό δάνειο, αξίας 100.000 ευρώ, διάρκειας επτά ετών, με ένα περιθώριο κέρδους από πλευράς της τράπεζας στο 4%, ο δανειολήπτης:
• Στα τέλη του περασμένου Ιουλίου πλήρωνε μηνιαία δόση 1.372 ευρώ, μιας και το euribor ήταν μηδενικό. Έτσι, η επιβάρυνση προέκυπτε μόνο από το spread.
• Δύο μήνες μετά το μηνιαίο κόστος για το ίδιο δάνειο είχε ανέβει κατά 35 ευρώ, δηλαδή, στα 1.407 ευρώ, μιας και το επιτόκιο αναφοράς «σκαρφάλωσε» στο 0,75%.
• Στις αρχές Δεκεμβρίου η μηνιαία επιβάρυνση για τον δανειολήπτη ανέβηκε στα 70 ευρώ – στα 1.443 ευρώ – με το euribor να διαμορφώνεται τότε στο 1,50%, ενώ σχεδόν ένα μήνα μετά, οπότε και η ΕΚΤ αποφάσισε να προχωρήσει σε ακόμη μία αύξηση κατά 0,50% το ίδιο δάνειο εμφάνιζε δόση 1.467 ευρώ, αυξημένη κατά σχεδόν 100 ευρώ.
• Το 2023 και συγκεκριμένα στις αρχές του περασμένου Φεβρουαρίου υπήρξε νέα ανατιμολόγηση του δανείου, με το τελικό επιτόκιο να διαμορφώνεται στο 6,50% (2,50 το euribor + 4% το spread), ενώ ένα μήνα μετά η μηνιαία δόση του δανείου ξεπερνά τα 1.500 ευρώ.
• Τον Μάιο του 2023 ακολουθεί νέα αναπροσαρμογή του επιτοκίου αναφοράς από την ΕΚΤ, που πλέον «αγγίζει» το 3,25%. Αυτό μεταφράζεται σε μία αύξηση 155 ευρώ/μήνα ή 1.860 ευρώ/χρόνο για τον δανειολήπτη.
• Τον περασμένο μήνα το euribor βρέθηκε στο 3,50%, ενώ προσφάτως η κεντρική τράπεζα, αψηφώντας τα «καμπανάκια» από την ραγδαία πτώση της ζήτησης για επιχειρηματικά δάνεια, αναθεώρησε την τιμή του στο 3,75%. Σε περίπτωση δε, που αύριο, Πέμπτη, υπάρξει μία νέα αύξηση κατά 0,25%, τότε το κόστος για τη συγκεκριμένη επιχείρηση θα μεγαλώσει περαιτέρω, «αγγίζοντας» τα +200 ευρώ/μήνα ή 2.400 ευρώ/χρόνο.
Για τις μεν, τράπεζες, πέρα από το θετικό της ενίσχυσης των εσόδων, μία νέα αύξηση των επιτοκίων θα είχε επίδραση σε τρεις άξονες:
α) Στην απώλεια της… καλής πελατείας, των επιχειρήσεων εκείνων, δηλαδή, που έχουν ισχυρό ταμείο, αλλά αποφασίζουν να προχωρήσουν σε πρόωρες αποπληρωμές, προκειμένου να περιορίσουν τον αντίκτυπο από την επιτοκιακή πολιτική της ΕΚΤ.
β) Στην αδυναμία προσέλκυσης νέων πελατών ή εν γένει νέας παραγωγής δανείων ακόμη και από υφιστάμενους πελάτες), δεδομένου ότι πολλοί είναι εκείνοι που είτε αναβάλλουν είτε «παγώνουν» τυχόν επενδυτικά σχέδια, μέχρις ότου να εξασθενίσει το «τσουνάμι» των αυξήσεων και
γ) Στον κίνδυνο δημιουργίας «κόκκινων» δανείων.
Μόλις προχθές, άλλωστε, ο απερχόμενος επικεφαλής του SSM, Αντρέα Ενρία, ανέφερε σχετικά: «Το περιβάλλον των επιτοκίων έχει αλλάξει πολύ γρήγορα και ακόμα δεν γνωρίζουμε πού θα σταθεροποιηθεί. Τα επιτοκιακά περιθώρια διευρύνονται, αλλά αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να διαρκέσει για πάντα. Έπειτα, τίθεται το ερώτημα πόσο η αύξηση των επιτοκίων θα επηρεάσει και την ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών και συνεπώς τις ανάγκες για (υψηλότερες) προβλέψεις». Οι πληροφορίες, πάντως, θέλουν την κεντρική τράπεζα να πατάει παύση στην επικείμενη συνεδρίαση, με την αποκλιμάκωση των επιτοκίων, ωστόσο, να αργεί.
Ο «παράγοντας» της επενδυτικής βαθμίδας
«Σε μία περίοδο, κατά την οποία πλησιάζουμε στην κορύφωση του κύκλου αύξησης των επιτοκίων, ενώ οι προσδοκίες των αγορών και το κλίμα που διαμορφώνουν οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες – συμπεριλαμβανομένης της EKT – προοιωνίζει διατήρηση των επιτοκίων σε υψηλά επίπεδα για εκτεταμένο χρονικό διάστημα, η ανάκτηση της επενδυτικής αξιολόγησης δημιουργεί ανάχωμα στη μετάδοση των επιπτώσεων στην ελληνική οικονομία». Αυτό τονίζει στο newmoney ο επικεφαλής οικονομολόγος της Εθνικής Τράπεζας, κ. Νίκος Μαγγίνας, σημειώνοντας πως τόσο το κόστος δανεισμού των τραπεζών και κατ’ επέκταση οι όροι, με τους οποίους μπορούν να παρέχουν ρευστότητα στην αγορά, όσο και καθαυτή η πιστωτική αξιολόγηση των δανειζόμενων έμμεσα ή άμεσα συναρτάται από τις οικονομικές συνθήκες και το αξιόχρεο της οικονομίας.
«Βιώσαμε ήδη την επώδυνη πλευρά αυτής της συσχέτισης μέσω της αποσύνδεσης της οικονομίας μας από τις νομισματικές εξελίξεις στην Ευρώπη κατά την περίοδο της πολυετούς κρίσης, όταν λόγω της χαμηλής αξιοπιστίας και πιστοληπτικής αξιολόγησης ουσιαστικά αποσυνδεθήκαμε από τον κύκλο νομισματικής χαλάρωσης, βιώνοντας έκρηξη ‘κόκκινων’ δανείων και συρρίκνωση του δανεισμού», εξηγεί και συνεχίζει: «Ο αντίκτυπος από την αναβάθμιση μπορεί να μην είναι άμεσα ορατός – και οι αγορές να έχουν ενσωματώσει μέρος του οφέλους στις προσδοκίες τους – αλλά θα γίνεται ολοένα και πιο μετρήσιμος όσο η οικονομία παραμένει σε τροχιά ανάκαμψης και το πιστωτικό ιστορικό των δανειζόμενων θα βελτιώνεται, επιτρέποντας, σε συνδυασμό με την αναβάθμιση, τη μείωση των ασφαλίστρων κινδύνου που επιβαρύνουν τα δάνεια ειδικά προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αλλά και τα νοικοκυριά.
Σύμφωνα με τον ίδιο, υψηλότερη αξιολόγηση σημαίνει πιστοποίηση οικονομικής ανθεκτικότητας, σήμα επενδυσιμότητας μιας οικονομίας και αφορμή διατηρήσιμης ανόδου των αποτιμήσεων των χρηματοοικονομικών και μη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και συνεπώς, καλύτερη ποιότητα, υψηλότερη αποτίμηση ενεχύρων και συνολικά καλύτεροι όροι άντλησης ρευστότητας. «Η εξέλιξη δίνει το έναυσμα για σταδιακή βελτίωση του κόστους δανεισμού κατά την περίοδο της συσταλτικής νομισματικής πολιτικής και μεγαλύτερα οφέλη για τους δανειζόμενους όταν τελικά θα αρχίσει η αποκλιμάκωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ», καταλήγει.