Σαν σήμερα ήταν. Πριν από 7 χρόνια. 20 Νοεμβρίου του 2016. Ο 90χρονος τέως πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος, άφηνε την τελευταία του πνοή στις 11.18 το βράδυ, στο Νοσοκομείο «Ερρίκος Ντυνάν», όπου νοσηλευόταν εξαιτίας επιπλοκών πνευμονίας.
O Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος, που γεννήθηκε στην Πάτρα στις 15 Αυγούστου 1926, άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στην πολιτική ζωή της Ελλάδας.
Στις 8 Μαρτίου 1995, με την υποστήριξη 11 βουλευτών της Πολιτικής Ανοιξης (ΠΟΛΑΝ), η οποία τον είχε προτείνει για το ανώτατο αξίωμα, και 170 βουλευτών του ΠΑΣΟΚ, εξελέγη, στην τρίτη ψηφοφορία, Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Στις 8 Φεβρουαρίου του 2000, επανεξελέγη από τη Βουλή Πρόεδρος της Δημοκρατίας με 269 ψήφους (161 από το ΠΑΣΟΚ, 101 από τη ΝΔ και 7 από ανεξάρτητους βουλευτές).
Εγινε ο πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας που υποστηρίχθηκε από τα δύο μεγάλα κόμματα και συγκέντρωσε τόσο μεγάλη πλειοψηφία, καθώς και ο πρώτος Πρόεδρος που εξελέγη για δύο συνεχείς θητείες.
Ο καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Θανάσης Διαμαντόπουλος, με αφορμή τη συμπλήρωση επτά χρόνων από τον θάνατο του Κωστή Στεφανόπουλου, γράφει στην εφημερίδα «Πελοπόννησο»:
«Καταγόταν από αστική, κυρίως με το πολιτισμικό περιεχόμενο του όρου, οικογένεια των Πατρών. Ο εκ πατρός παππούς του δικαστής, ο δε εκ μητρός υπήρξε εκδότης μιας εκ των σημαντικότερων εφημερίδων της πόλης στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο πατέρας του ανήκε στη σκληροπυρηνική δεξιά. Διετέλεσε υπουργός της πραξικοπηματικά εγκαθιδρυθείσης το 1935 κυβέρνησης Κονδύλη, η οποία, επωφελούμενη από την ακραία απαξίωση και τα σαθρά θεσμικοπολιτικά θεμέλια της 1ης Ελληνικής Δημοκρατίας (βλ. το υπό έκδοση στις εκδόσεις Πατάκη έργο μου «Χωρίς Στέμμα-Η αβασίλευτη του Μεσοπολέμου), επανέφερε στη χώρα τη βασιλεία και τη δυναστεία των Γλύξμπουργκ με το πιο νόθο δημοψήφισμα όχι της ελληνικής, αλλά της παγκόσμιας πολιτικής ιστορίας: Με περίπου… 98% υπέρ της παλινόρθωσης, το αποτέλεσμά του υπερέβη κατά πολύ το δημοψήφισμα που είχε οργανώσει λίγο νωρίτερα, μετά τον θάνατο του Χίντεμπουργκ, ο Χίτλερ (προκειμένου να υπάρξει συγχώνευση στο πρόσωπο του Φύρερ των αξιωμάτων του προέδρου και του καγκελαρίου του Ράιχ…).
Προδικτατορικά, τα σκληρά χρόνια του μετεμφυλιακού κράτους της Δεξιάς, ο Πρόεδρος -που δεν είχε κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό ούτε χαρακτηριζόταν από ιδιαίτερη γλωσσομάθεια- υπήρξε επανειλημμένα άτυχος υποψήφιος βουλευτής Αχαΐας της ΕΡΕ. Μεταδικτατορικά στην εσωκομματική σύγκρουση Ράλλη-Αβέρωφ του 1980 υποστήριξε τον δεύτερο, απέναντι στον οποία διεκδίκησε ανεπιτυχώς την ηγεσία της ΝΔ το 1981. Ανεπιτυχώς διεκδίκησε την ηγεσία του κόμματος αυτού -από το οποίο αποσχίστηκε στη συνέχεια- και απέναντι στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη το 1984.
Ως ενεργός πολιτικός, επικεφαλής ενός μικρού προσωποπαγούς κόμματος που ίδρυσε μετά την αποχώρησή του από τη ΝΔ, δεν απέφυγε στάσεις δηλωτικές μικροψυχίας και εμπάθειας, ιδιαίτερα μετά την προς το πρόσωπό του στάση του Μητσοτάκη, που του απέσπασε τον μοναδικό εκλεγμένο στεφανοπουλικό βουλευτή, χάρη στον οποίο ο εκ Χανίων πολιτικός είχε καταφέρει να αναδειχθεί πρωθυπουργός. Ενώ συνέπλευσε με την κομμουνιστική και την κομμουνιστογενή Αριστερά για την επιβολή ολοσχερώς αναλογικού εκλογικού συστήματος, το οποίο η πολιτική κοιτίδα της καταγωγής του, το Λαϊκό Κόμμα (αλλά και όλα τα διάδοχα αυτού κομματικά σχήματα που διαδοχικά εξέφρασαν την ελληνική συντηρητική παράταξη) πάντα απέρριπταν ως θεσμική βόμβα στα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος…
Και μετά συντελέστηκε μετάλλαξη… Από την πρώτη στιγμή που εκλέχτηκε στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα της Δημοκρατίας, δεν μπήκε απλώς στο πετσί του νέου -υπερκομματικού- ρόλου του. Μια απίστευτη μεγαλοσύνη ψυχής, ένα αδιανόητο πολιτικό μεγαλείο, μια ανεπιτήδευτη μεγαθυμία προς τους πάντες και μια εκπληκτική ικανότητα έκφρασης του εθνικού όλου, χωρίς όμως εθνικιστικές αμετροέπειες ή φαφλατάδικες απειλές προς άλλες χώρες, διασφάλισαν στον εκ Πατρών αρχηγό του κράτους μια θέση στην καρδιά των Ελλήνων, τέτοια που ουδέποτε προσέγγισε και είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν ποτέ προσεγγίσει οποιοσδήποτε άλλος κάτοχος του ύψιστου πολιτειακού θώκου της χώρας μας…
Σήμερα, 20 Νοεμβρίου, συμπληρώνονται επτά χρόνια αφότου έφυγε από τη ζωή για να μπει στις ολόχρυσες σελίδες της Βίβλου της Ιστορίας. Ως απόλυτη έκφραση του δημόσιου ήθους, που κάθε Ελληνας θα ήθελε να διαπερνά πλήρως την πολιτική ζωή της χώρας.
Στη λιτή τελετή εκδημίας του, που πραγματοποιήθηκε στον Αγιο Δημήτριο Ψυχικού, εκφωνήθηκαν τρεις επικήδειοι. Τον ένα τον εκφώνησε, κατ’ επιταγή της Ιστορίας θα έλεγα, η πιο εμβληματική φυσιογνωμία της ελληνικής Αριστεράς, ο -πολιτικά πανέντιμος, ανεξαρτήτως των σκέψεων που ο καθένας θα μπορούσε να έχει για την ευφυΐα κάποιων τοποθετήσεών του -Μανώλης Γλέζος. Και ήταν η έκφραση σεβασμού της μεγάλης αυτής παράταξης προς μια γρανιτώδη ηθική οντότητα, αρχικά «της αντίπερα πολιτικής όχθης», που ωστόσο μεγαλύνθηκε και ήρθη υπεράνω παρατάξεων και κομμάτων, για να καταστεί απόλυτο εθνικό κεφάλαιο. Τον δεύτερο, κατά θεσμική επιταγή, τον εκφώνησε ο τότε ΠτΔ… (Μόνο που ο αποδίδων την ύστατη τιμή ήταν τόσο λίγος, τόσο μικρός, τόσο λιλιπούτιος σε σχέση με τον τιμώμενο…). Τέλος, τον τρίτο επικήδειο, κατ’ επιλογή της οικογένειας του Προέδρου, τον εκφώνησε ο πλέον ασήμαντος όλων: Η ταπεινότητά μου… Βρήκα έτσι την ευκαιρία -παρουσία του τότε πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος πρόσφατα είχε κάνει τη μεγάλη τούμπα, αφού προηγουμένως είχε απαριθμήσει όλα τα μουσικά όργανα, στον ρυθμό και υπό τους ήχους των οποίων θα έκανε δανειστές και εταίρους να «χορεύουν»- να αναφερθώ σε έναν δημόσιο άνδρα, έναν θεσμικό αξιωματούχο-εκφραστή της εθνικής ψυχής που ουδένα ποτέ απείλησε, ουδέποτε εκφράστηκε με αμετροέπεια για οποιονδήποτε, ούτε απηύθυνε πουθενά ‘’αυστηρές προειδοποιήσεις’’. Κάθε λέξη του οποίου, όμως, είχε βαρύτητα, προκαλούσε σεβασμό και αποσπούσε την προσοχή εχθρών και φίλων.
Πρόεδρε, δεν θα υπάρξει ποτέ αρκετά δυνατό ευχαριστώ με το οποίο το έθνος θα μπορέσει να σου εκφράσει την ευγνωμοσύνη του για την παρακαταθήκη σου…».