Με βαριά ατζέντα θεμάτων που περιστρέφονται γύρω από το εκρηκτικό ιδιωτικό χρέος θα πραγματοποιηθεί η 2η μεταμνημονιακή αξιολόγηση της οικονομίας από τα τεχνικά κλιμάκια και τους τρεις επικεφαλής των θεσμών (Ε.Ε., ΕΚΤ, ESM).
Πρόκειται για συνάντηση βαρύνουσας σημασίας, καθώς θα επηρεάσει, σε μεγάλο βαθμό, τις επόμενες αξιολογήσεις της ελληνικής οικονομίας από τους διεθνείς οίκους και την απόκτηση της πολυπόθητης επενδυτικής βαθμίδας που θα διευκολύνει τον δανεισμό της Ελλάδας με ευνοϊκότερους όρους.
Ανεξάρτητα από τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, ο νέος έλεγχος της οικονομίας θα πραγματοποιηθεί κανονικά στις 27-28 Μαρτίου με τηλεδιάσκεψη. Η εντολή που έχουν λάβει τα τεχνικά κλιμάκια είναι για εκτεταμένο τσεκ απ στις εκκρεμείς μεταρρυθμίσεις και στα προαπαιτούμενα που έρχονται ως ουρά από την ενισχυμένη εποπτεία. Παρά την ολοκλήρωση του προγράμματος ενισχυμένης εποπτείας τον περασμένο Αύγουστο, την εκταμίευση της δόσης των 603 εκατ. ευρώ από τα ελληνικά ομόλογα και τον μηδενισμό του επιτοκιακού πέναλτι του 2% επί του δανείου 11,3 δισ. ευρώ που έλαβε η χώρα από τον EFSF, υπάρχουν πολλά κεφάλαια που είναι ακόμη ανοιχτά.
Πηγή ανησυχίας για τους δανειστές και πιθανό σημείο τριβής στις διαπραγματεύσεις με την ελληνική πλευρά παραμένουν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του κράτους, καθώς, σύμφωνα με τα στοιχεία του Προϋπολογισμού για το 2023, εξακολουθούν να κινούνται ανοδικά, φτάνοντας πάνω από τα 2 δισ. ευρώ. Επίσης σοβαρές καθυστερήσεις εντοπίζονται στις μεταρρυθμίσεις που αφορούν την εργατική νομοθεσία, τη Δικαιοσύνη και τον τομέα της Πρωτοβάθμιας Υγείας.
Στο επίκεντρο της νέας αξιολόγησης θα βρεθεί η λειτουργία του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών και η ενεργοποίηση του φορέα ακινήτων, στον οποίο ο οφειλέτης θα πληρώνει ενοίκιο για το ακίνητό του με σκοπό να το εξοφλήσει (sale and leaseback). Αναμένεται επίσης να συζητηθεί η πορεία της εξόφλησης των κρατικών εγγυήσεων δανείων που έχουν καταπέσει.
Σε ό,τι αφορά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, υπάρχει μείωση στον αριθμό των κόκκινων δανείων, ωστόσο το ληξιπρόθεσμο ιδιωτικό χρέος παραμένει σε υψηλά επίπεδα, στα 102 δισ. ευρώ. Συγχρόνως υπάρχει το μπαράζ της αύξησης των επιτοκίων από την ΕΚΤ, το οποίο βελτιώνει την κερδοφορία των τραπεζών, αλλά ασκεί ισχυρές πιέσεις στα νοικοκυριά -κυρίως στα ευάλωτα- που έχουν πάρει στεγαστικά ή καταναλωτικά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο συνδεδεμένο με το euribor.
Στην ατζέντα των συζητήσεων βρίσκονται και τα δημοσιονομικά, με τις πηγές του υπουργείου Οικονομικών να διαμηνύουν ότι η πορεία τους είναι ικανοποιητική. Κεντρική προτεραιότητα για τους θεσμούς είναι η βιώσιμη δημοσιονομική πολιτική με την επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023. Ο στόχος για φέτος είναι για πρωτογενές 0,7% του ΑΕΠ ή 1,668 δισ. ευρώ σε ταμειακή βάση, ωστόσο χωρίς πειθαρχία στις παροχές και τα μέτρα στήριξης μπορεί να γίνει εύθραυστος. Σημειώνεται ότι το -υπό κατάρτιση- Πρόγραμμα Σταθερότητας θα περιλαμβάνει μόνο ένα «σενάριο βάσης», χωρίς μέτρα για τα επόμενα χρόνια, καθώς αυτά θα πρέπει να τα αποφασίσει όποια κυβέρνηση προκύψει από τις κάλπες.
Το πόρισμα των θεσμών, το οποίο αναμένεται τον Μάιο, θα καθορίσει και τον δρόμο της Ελλάδας προς την επενδυτική βαθμίδα που έχει ήδη αρχίσει να χαράσσεται από τους οίκους αξιολόγησης. Η καθυστέρηση στη διεξαγωγή των εκλογών χαμηλώνει τις προσδοκίες, χωρίς να αποκλείονται εκπλήξεις, για ένταξη της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα από τον οίκο Standard & Poor’s στις 21 Απριλίου. Υπενθυμίζεται ότι ο συγκεκριμένος οίκος είχε προχωρήσει στην αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου κατά μία βαθμίδα με προοπτική σταθερή τον Οκτώβριο του 2022. Ο κύκλος των αξιολογήσεων για το α’ εξάμηνο θα κλείσει στις 9 Ιουνίου με τη δεύτερη εντός του έτους αξιολόγηση από τη Fitch.
Αλλωστε δεν έχει περάσει καιρός από τις δηλώσεις του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα στους «Financial Times» για την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας εντός του 2023. Ο κ. Στουρνάρας εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι οι οίκοι αξιολόγησης θα αναβαθμίσουν τα ελληνικά ομόλογα τους προσεχείς μήνες, εφόσον συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις. Ως προς τον χρόνο της αναβάθμισης, εκτίμησε πως το πιθανότερο είναι να συμβεί αμέσως μετά τις εκλογές, χωρίς να αποκλείει το ενδεχόμενο αυτό να συμβεί και πριν από τη διεξαγωγή τους.