Υπάρχουν εταιρίες που έχουν ξεκινήσει κατά τύχη. Άλλες που έγιναν πραγματικότητα για ένα στοίχημα, από μια ιδέα που φάνταζε τρελή και ανέφικτη. Εταιρεία-κολοσσό που να ξεκίνησε από έναν… καυγά, μόνο ο Ferruccio Lamborghini μπορούσε να φτιάξει.
Δεν πρόκειται για μύθο, αλλά για θρύλο. Η σειρά αυτοκινήτων με σήμα τον αγριεμένο ταύρο, που έκανε το όνομα του Lamborghini συνώνυμο της δυναμικής πολυτέλειας, ξεκίνησε από την «αχαρακτήριστη» (έτσι την… χαρακτήρισε ο Lamborghini) συμπεριφορά του Enzo Ferrari προς το πρόσωπό του. Το συνεχές σνομπάρισμα του Ferrari προς έναν από τους καλύτερούς του πελάτες δημιούργησε έναν ανταγωνιστή.
O Lamborghini είχε δημιουργήσει ήδη μια αυτοκρατορία στο χώρο των αγροτικών οχημάτων, κυρίως των τρακτέρ, και ήταν τόσο πλούσιος ώστε μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1950 να αγοράσει… επτά διαφορετικά πολυτελή και γρήγορα αυτοκίνητα, ώστε να χρησιμοποιεί ένα για κάθε ημέρα της εβδομάδας. Οι Ferrari, βέβαια, δεν θα μπορούσαν να λείπουν από το μπουκέτο τους, μαζί με Alfa Romeo, Mercedes-Benz, Jaguar, Lancia και δύο Maserati.
H πρώτη επίσκεψη του Lamborghini στο Μαρανέλο, το «αρχηγείο» της Ferrari, έγινε το 1958, για να αγοράσει μια Ferrari 250 GT, ένα διθέσιο κουπέ. Σχεδόν κάθε έξι μήνες αγόραζε κι ένα πανάκριβο μοντέλο, όμως ως μηχανικός που ήταν ο ίδιος, είχε πάντα παρατηρήσεις. Και τις έστελνε… γραπτώς στους μηχανικούς της εταιρείας! Θεωρούσε τα αυτοκίνητα «πολύ θορυβώδη» και «σκληρά στην οδήγηση». Επίσης ζητούσε επίμονα σε όλα τα μοντέλα του να του αλλάζουν τον συμπλέκτη, τον οποίο θεωρούσε κατώτερης ποιότητας ακόμα και από αυτούς που χρησιμοποιούσε στα τρακτέρ του!
Σε μια τέτοια επίσκεψη στο Μαρανέλο, οι μηχανικοί έπαιξαν κρυφτούλι μαζί του. Ενώ ο ίδιος είχε απαιτήσει να επιθεωρήσει ο ίδιος την αλλαγή, τον οδήγησαν σε μια αίθουσα αναμονής, στο μεταξύ έκαναν την αλλαγή και μετά από λίγο του παρουσίασαν έτοιμο το αυτοκίνητο. Ο έξαλλος Lamborghini ζήτησε να δει απευθείας τον Enzo Ferrari και η πρώτη κουβέντα που του είπε ήταν «Ferrari, τα αυτοκίνητά σου είναι σκουπίδια»! Ο ψύχραιμος «Κομεντατόρε» χαμογέλασε και του απάντησε: «Mπορείς να οδηγήσεις ένα τρακτέρ, αλλά δεν μπορείς να κουμαντάρεις μια Ferrari»! Ο Lamborghini χτύπησε την πόρτα πίσω του και εκείνη την ώρα, όπως αφηγήθηκε ο ίδιος αργότερα, αποφάσισε να φτιάξει «το τέλειο πολυτελές αυτοκίνητο».
Όποιος παρακολουθήσει από την αρχή τη ζωή του Lamborghini θα εκπλαγεί για το πώς απέκτησε μια καρμική, θα έλεγε κανείς, κλίση προς τις μηχανές. Γόνος μιας σημαντικής οικογένειας οινοπαραγωγών στη Φεράρα της επαρχίας Εμίλια Ρομάνια, γεννήθηκε το 1916 και μεγάλωσε μέσα στη φύση, τα αμπέλια και τα πατητήρια. Παρ’ όλα αυτά, οι γονείς του παρατήρησαν ότι όσο μεγάλωνε έδειχνε περισσότερο ενδιαφέρον για το πώς λειτουργούν τα αγροτικά μηχανήματα που είχαν στις εκτάσεις τους, παρά το πώς επιτυγχάνεται μια καινούργια ποικιλία. Όπως αποδείχτηκε αργότερα, είχε ταλέντο και στα δύο, αλλά έβαλε τις προτεραιότητές του.
Κατ’ απαίτησή του, δεν πήγε σε κάποιο πανεπιστήμιο, αλλά σ’ ένα τεχνικό ινστιτούτο, το Fratelli Taddia, από τα πρώτα στην Ιταλία που επέβαλαν την πρακτική εξάσκηση μαζί με τη θεωρία. Στις θεωρίες όντως δεν τα πήγαινε καλά, αλλά τα χέρια του έπιαναν. Έβρισκε τις πιο ευφάνταστες λύσεις ακόμα και στα πιο δύσκολα μηχανικά προβλήματα, γι’ αυτό στη σχολή απέκτησε το παρατσούκλι «μάγος». Μπορούσε να κάνει οτιδήποτε να δουλέψει, χρησιμοποιώντας τα πιο αλλόκοτα εργαλεία.
Το 1940 η έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τον βρήκε να υπηρετεί στην ιταλική βασιλική αεροπορία. Τον έστειλαν στη Ρόδο, τα τότε ακόμα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα, σαν μηχανικό των αυτοκινήτων της φρουράς του νησιού. Εκεί εξελίχθηκε γρήγορα σε προϊστάμενο μηχανικό όλων των στρατιωτικών δυνάμεων του νησιού. Κι ήταν τόσο απαραίτητος, ώστε μετά την αλλαγή στρατοπέδου των Ιταλών το 1943 και την κατάληψη του νησιού από τους ναζί, οι Γερμανοί όχι μόνο δεν τον αιχμαλώτισαν (όπως έκαναν με 30.000 συμπατριώτες του), αλλά του επέτρεψαν να κρατήσει τη θέση του. Αυτό ακριβώς του δημιούργησε κι ένα μεγάλο πρόβλημα. Όταν η Ρόδος απελευθερώθηκε από τα βρετανικά στρατεύματα, ο Lamborghini συνελήφθη ως συνεργάτης των Γερμανών. Έμεινε κρατούμενος για πάνω από έναν χρόνο, χωρίς να μπορεί να επιστρέψει στην Ιταλία. Τελικά κατάφερε να αποδείξει ότι η συνεργασία του ήταν μόνο σε επίπεδο επισκευών αυτοκινήτων και δεν επισκεύαζε όπλα. Με το που αποφυλακίστηκε φρόντισε γρήγορα να επιστρέψει στην Ιταλία και να παντρευτεί.
Η επιστροφή στην Ιταλία
Ο γάμος του ήταν μια πολύ πονεμένη ιστορία. Είχε γνωρίσει την Clelia Monti στη Ρόδο και τους συνέδεε η κοινή τους καταγωγή από την Φεράρα. Παντρεύτηκαν το 1946 και ο γιος τους Τονίνο ήλθε στη ζωή στις 13 Οκτωβρίου 1947. Δυστυχώς, η Κλέλια πέθανε στη γέννα. Μόλις ένα χρόνο αργότερα ο Lamborghini γνώρισε την 24χρονη δασκάλα Anna Borgatti και την παντρεύτηκε αμέσως. Η Borgatti,κόρη ξενοδόχων, αποδείχτηκε εξαιρετικά επιχειρηματικό πνεύμα και, όπως ο ίδιος έλεγε, του έδινε πάντα τις πιο συμφέρουσες συμβουλές για τις δουλειές του.
Ο Lamborghini είχε ανοιχτή θέση για να δουλέψει στις κρατικές ιταλικές συγκοινωνίες ως επικεφαλής μηχανικός, αλλά αποφάσισε να γίνει επιχειρηματίας. Συνδύαζε την εμπειρία του στις μηχανές με τις προηγούμενες αγροτικές εικόνες της νιότης του, μυρίστηκε την μεγάλη ανάγκη των αγροτών για σύγχρονα μηχανήματα και το 1947 θεμελίωσε την Lamborghini Trattori. Εκτός από αξιόπιστος μηχανικός, ο Lamborghini αποδείχτηκε και διπλωμάτης. Τα τρακτέρ του κατέκλυσαν κατ’ αρχάς την ιταλική αγορά, αλλά αυτό που τον απογείωσε ήταν τα συμβόλαια που έκλεισε ακόμα και με κυβερνήσεις κρατών. Μπορεί να του φόρτωναν τη ρετσινιά ότι συναλλασσόταν με δικτάτορες και ανελεύθερα καθεστώτα (κυρίως στην Αφρική και τη Νότια Αμερική), αλλά οι πωλήσεις χτυπούσαν κόκκινο.
Όταν αποφάσισε να φτιάξει ένα αληθινά ακριβό αυτοκίνητο, ο Lamborghini απέκτησε και τον έρωτα με τους ταύρους. Το 1962 επισκέφθηκε πρώτη φορά το ράντσο του Don Eduardo Miura Fernández, του πιο γνωστού εκτροφέα ταύρων για ταυρομαχίες στην Ισπανία. Εκεί εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ απ’ αυτά που έμαθε και έζησε, που υιοθέτησε τον επιτιθέμενο ταύρο για έμβλημα όλων των επιχειρήσεών του. Μάλιστα έδωσε σε όλα τα μοντέλα αυτοκινήτων του ονόματα που έχουν σχέση με ταύρους, ταυρομαχίες, μέχρι και το όνομα του Μιούρα.
Η μοναδική εξαίρεση που έκανε ήταν το πασίγνωστο μοντέλο Countach, που κυκλοφόρησε το 1974. Η λέξη αυτή δεν μεταφράζεται, ούτε καν στα ιταλικά. Είναι ένα επιφώνημα, αντίστοιχο με το «ουάου», που το χρησιμοποιούν στην πιεμοντέζικη διάλεκτο των ιταλικών. Λέγεται ότι το φώναξε ο αρχιμηχανικός της εταιρείας, ο Νούτσιο Μπερτόνε, όταν άκουσε για πρώτη φορά τη μηχανή να βρυχάται. Ο Lamborghini, που ήταν δίπλα του, είπε «μόλις ονόμασες το μοντέλο
Έχοντας επεκταθεί και στον τομέα των μηχανών σκαφών, αλλά και των κλιματιστικών, ο Lamborghini φαινόταν να έχει αστείρευτη ενεργητικότητα. Έτσι, λοιπόν, προκαλεί μεγάλη εντύπωση η απόσυρσή του απ’ όλα, ήδη από τις αρχές του 1970. Έβλεπε την εταιρεία του να έχει τις πρώτες δυσκολίες, μυρίστηκε την πετρελαϊκή κρίση του 1973 και ήδη ένα χρόνο νωρίτερα πούλησε όλη την εταιρεία του με τα τρακτέρ στον… ανταγωνιστή του, τη SAME. Πριν ακόμα η εταιρεία εμφανίσει τα πρώτα σημάδια δυσκολίας, ο Lamborghini πούλησε στο φίλο του Ζορζ-Ανρί Ροσέτι το 1973 το 51% της εταιρείας του με τα αυτοκίνητα και το 1975 τού μεταβίβασε το υπόλοιπο ποσοστό. Κράτησε μόνο την εταιρεία με τα κλιματιστικά (Lamborghini Calor), η οποία πάντως δεν αναπτύχθηκε όσο περίμενε.
Με ρευστοποιημένα τα κέρδη μιας ζωής, ο Lamborghini σχεδίασε ένα ησυχαστήριο όπως εκείνος το ήθελε. Ένα τεράστιο κτήμα 3 τετραγωνικά χιλιόμετρα στην Ούμπρια, το οποίο ονόμασε «Φιορίτα», ανθισμένο δηλαδή. Το 1974, μάλιστα, έγινε και δεύτερη φορά πατέρας κι αποφάσισε να ζήσει μια τελείως διαφορετική ζωή, όσο μπορούσε μακριά από μηχανές. Ακολούθησε την παράδοση της οικογένειας και ασχολήθηκε με την αμπελουργία, προσφέροντας μερικές από τις πιο βραβευμένες ποικιλίες ιταλικών κρασιών στην περιοχή. Με αυτό ασχολήθηκε ως το θάνατό του το 1993.
Σήμερα οι εταιρείες του επιζούν με το όνομά τους, σημάδι ότι το όνομα «μετράει» ακόμα ως brand. H εταιρεία αυτοκινήτων ανήκει στο Volkswagen Group (στην υποδιεύθυνση της Audi) και η εταιρεία με τα τρακτέρ στον ιταλικό κολοσσό SDF Group.