Γράφει η Λία Κοντοπούλου, δικαστική συντάκτρια του ΑΝΤ1.
Εικοσιπέντε περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας και κακοποίησης γυναικών καταγγέλλονται καθημερινά, κατά μέσο όρο, στην Αστυνομία.
Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στην ημερίδα που διοργάνωσε πρόσφατα η Ένωση Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων. Σύμφωνα με την Αστυνομικό – Κοινωνιολόγο Αναστασία Ηλιοδρομίτη, το τελευταίο δίμηνο σημειώθηκαν 1.510 περιστατικά με τους αστυνομικούς να περνούν χειροπέδες σε 769 άτομα. 37 γυναίκες μεταφέρθηκαν σε δομές, 40 εξετάστηκαν από ιατροδικαστή και εγκαταστάθηκαν 341 panic button. Οι κλήσεις στο τηλεφωνικό κέντρο της Άμεσης Δράσης έφτασαν τις 4.034.
Και μέσα σε διάστημα μικρότερο των δύο μηνών, ακόμα δύο γυναίκες έπεσαν νεκρές από τα χέρια πρώην συντρόφων τους, στους Αγίους Αναργύρους και στο Μενίδι, με την τραγική λίστα των θυμάτων έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας διαρκώς να μακραίνει.
Απογοητευτικά είναι και τα στοιχεία των εισαγγελικών αρχών. Βάσει των στοιχείων που παρουσίασε στην ημερίδα η Εισαγγελέας Αθηνών Ενδοοικογενειακής Βίας, Χρυσάνθη Πλακάκη οι επιθέσεις σε βάρος γυναικών αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο. Ενδεικτικά, το 2022 στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών υποβλήθηκαν 2.782 εγκλήσεις/μηνύσεις για ενδοοικογενειακή βία εκ των οποίων οι 1.990 οδηγήθηκαν στο ακροατήριο και σε 423 υπήρξε ποινική διαμεσολάβηση. Το 2023 οι εγκλήσεις/μηνύσεις σχεδόν διπλασιάζονται και φθάνουν τον αριθμό 4.997 με τις 3.931 να οδηγούνται στο ακροατήριο και σε 388 να υπάρχει ποινική διαμεσολάβηση.
Οι πρωτοβουλίες που λαμβάνονται κατά καιρούς από την Πολιτεία προκειμένου να μπει ένα τέλος στη βία κατά γυναικών έχουν αποδειχθεί ατελέσφορες.
Πρόσφατο παράδειγμα, η δολοφονία της 40χρονης γυναίκας στο Μενίδι, η οποία δέκα ημέρες πριν είχε καταγγείλει τον πρώην σύζυγό της και είχε λάβει panic button. Ο δράστης αγνόησε τον περιοριστικό όρο να μην την προσεγγίζει και πριν η άτυχη γυναίκα προλάβει να αντιδράσει, προχώρησε στο έγκλημα. Ακόμα κι αν εφαρμόζονταν οι διατάξεις του νέου ποινικού κώδικα που προβλέπουν τριήμερη κράτηση ενόψει της εκδίκασης στο αυτόφωρο και πάλι ελλείψει ιατροδικαστικής η υπόθεση θα αναβαλλόταν και το θύμα θα ήταν εκτεθειμένο στην κακοποιητική και εγκληματική, όπως αποδείχθηκε, συμπεριφορά του δράστη.
Άραγε, τι πρέπει να αλλάξει; Η αυστηροποίηση των ποινών αλλά και η θέσπιση επιπλέον προληπτικών μέτρων αρκεί για να αποτρέψει βίαιες και κακοποιητικές συμπεριφορές με θύματα γυναίκες; Δυστυχώς, η πράξη έχει δείξει ότι δεν αρκούν.
Μήπως οι ρίζες του προβλήματος είναι πολύ βαθύτερες και δεν μπορούν να κοπούν μόνο με μέτρα πρόληψης και καταστολής;
Μήπως η επιθετικότητα σε βάρος γυναικών εδράζεται σε απαρχαιωμένες κοινωνικές αντιλήψεις που ήθελαν τη γυναίκα αδύναμη, άβουλη και υποχρεωμένη να δέχεται εντολές και να υπακούει τυφλά τον σύντροφο/σύζυγο;
Και τι κάνουμε ως κοινωνία στην πράξη, ώστε τέτοιες αντιλήψεις να μην διαιωνίζονται;
Ίσως η απάντηση θα μπορούσε να βρίσκεται στον τρόπο διαπαιδαγώγησης αγοριών και κοριτσιών από μικρή ηλικία και στην εμπέδωση του σεβασμού της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου ανεξαρτήτως φύλου. Και κυρίως στη μηδενική ανοχή απέναντι σε κάθε εκδήλωση ή πρόθεση για εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς.