Η εκτέλεσή της έχει προγραμματιστεί για τις 27 Απριλίου. Απομονωμένη σε κελί φυλακής του Τέξας εδώ και 15 χρόνια, η Μελίσα Λούσιο, γίνεται σύμβολο ενός δικαστικού συστήματος διακρίσεων που κυριολεκτικά καταδικάζει τους πιο ευάλωτους –με συνοπτικές και μεροληπτικές διαδικασίες- στον θάνατο. Και μαζί γίνεται πρωταγωνίστρια –ερήμην της- της μάχης για την κατάργηση της θανατικής ποινής.
«Ομολογία» διά της βίας
Η Μελίσα ήταν 38 ετών όταν πριν από 15 χρόνια καταδικάστηκε στη θανατική ποινή για τη δολοφονία της κόρης της Μαριά, ένα έγκλημα που αρνείται ότι διέπραξε. Παιδί μιας φτωχής οικογένειας, μητέρα 14 παιδιών στα 38 της (τα τελευταία, δίδυμα, γεννήθηκαν στη φυλακή), θύμα βιασμών από τα έξι της χρόνια από συγγενείς της, εθισμένη στα ναρκωτικά -μόνη φυγή από μια αβάσταχτη πραγματικότητα. Που έγινε αδυσώπητη μια μέρα του 2007 όταν στο σπίτι της βρέθηκε το άψυχο και γεμάτο μώλωπες σώμα της δίχρονης κόρης Μαριά, δυο ημέρες μετά που είχε πέσει από τη σκάλα.
Πριν καν υπάρξει ιατροδικαστική έκθεση, μόλις δυο ώρες μετά τον θάνατο του παιδιού, η αστυνομία την έσυρε ως βασική ύποπτη. Ενώ ήταν σοκαρισμένη με την απώλειά της και έγκυος οι αστυνομικοί την εκφόβισαν και την απείλησαν: επί οκτώ ώρες επανέλαβε περισσότερες από 100 φορές πως δεν έχει σκοτώσει το παιδί της πριν υποκύψει στις ασφυκτικές πιέσεις και δηλώσει «ένοχη» για κάποια από τα χτυπήματα που έφερε το παιδί. Αυτό ήταν αρκετό για να καταδικαστεί σε εκτέλεση με θανατηφόρα ένεση.
Ολα αυτά τα κενά και πολλές ακόμη παρατυπίες και λάθη έχει τεκμηριώσει το Innocent Project (οργάνωση που μάχεται για να απαλλάξει άτομα που έχουν καταδικαστεί άδικα), αλλά και το συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ «Η Πολιτεία του Τέξας κατά της Μελίσα» της Γαλλο-Αμερικανίδας Σαμπρίνα βαν Τάσελ και την έβγαλε από την ανωνυμία.
Ούτε μισό στοιχείο!
Δεν υπήρχε κανένας μάρτυρας. Δεν βρέθηκε κανένα DNA. Οι αρχές δεν ανέκριναν άλλα άτομα της οικογένειας. Δεν ερευνήθηκε το ιατρικό ιστορικό της μικρής, που λόγω μικρής αναπηρίας είχε ασταθές βάδισμα και έπασχε από διαταραχή πήξης του αίματος, πάθηση που εξηγεί μώλωπες στο σώμα της. Οπως τους εξηγεί και η πτώση από τη σκάλα δυο ημέρες πριν από τον θάνατό της: μια πτώση που θα μπορούσε να επιφέρει πιθανή θανατηφόρα κρανιακή κάκωση.
Οι αρχές τα αγνόησαν όλα αυτά και με ψεύτικες (όπως αποδείχτηκε αργότερα) μαρτυρίες «ειδικών» απέδωσαν τον θάνατο του παιδιού σε κακοποίηση από τη μητέρα του, ενώ η υπεράσπισή της (που διορίστηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα) δεν αντέκρουσε τις κατηγορίες αναδεικνύοντας όλα αυτά τα στοιχεία.
Οι πολιτικές σκοπιμότητες και το βαρύ ιστορικό λαθεμένων καταδικών
Το Innocent Project, που έχει συμβάλει στην απαλλαγή 375 ανθρώπων που καταδικάστηκαν άδικα (περιλαμβανομένων 21 που καταδικάστηκαν σε θανατική ποινή), θύμισε πως τότε ήταν η εποχή που ο γενικός εισαγγελέας του Τέξας Αρμάντο Βιγιαλόμπος έκανε εκστρατεία για την επανεκλογή του: αυτή η υπόθεση συνιστούσε την τέλεια πρόφαση για να αναδειχθεί ως άνθρωπος με σιδερένια πυγμή απέναντι σε ειδεχθή εγκλήματα.
«Η Μελίσα έγινε λάφυρο στην προεκλογική του εκστρατεία ενός φιλόδοξου εισαγγελέα που την παρουσίασε ως αδίστακτη παιδοκτόνο και χρησιμοποίησε την πιο αυστηρή ποινή για να κερδίσει ψήφους». Λίγο μετά ο «αδέκαστος» Βιγιαλόμπος καταδικάστηκε για διαφθορά σε κάθειρξη 13 ετών.
Μακάρι να ήταν η μόνη
«Ολα αυτά τα λάθη στη διαδικασία παρατηρούνται σε πληθώρα υποθέσεων ανθρώπων καταδικασμένων σε θάνατο», καταγγέλλει η Κριστίν Κουεγιάρ διευθύντρια της τεξανής Συμμαχίας για την Κατάργηση της Θανατικής Ποινής. «Κι αυτοί είναι συνήθως οι πιο αδύναμοι, ευάλωτοι και φτωχοί, οι μαύροι, άνθρωποι που βιάστηκαν ή που πάσχουν από σωματικές και ψυχικές αναπηρίες».
Ζητούν απαλλαγή
Τον Ιανουάριο, έπειτα από την άρνηση του Ανώτατου Δικαστηρίου να εξετάσει την υπόθεση, ξεκίνησε ένα πρωτοφανές κύμα αλληλεγγύης οργανωμένο από συγγενείς της, όπως ο πρωτότοκος γιος της Τζον Λούσιο και μέλη της οργάνωσης Δράση κατά της Θανατικής Ποινής. Το ντοκιμαντέρ έκανε τον γύρο της Πολιτείας με δεκάδες προβολές. Η ιστορία της παρέλασε στις μεγαλύτερες εφημερίδες και τηλεοπτικά προγράμματα. Εκατό βουλευτές του Τέξας υπέγραψαν γράμμα προς το τοπικό Συμβούλιο Απονομής Χάριτος και Αποφυλακίσεων Υπό Ορους ζητώντας «επιείκεια» για τη Μελίσα Λούσιο, με τον Ρεπουμπλικανό βουλευτή Τζεφ Λιτς να δηλώνει πως «είμαι επί μακρόν υποστηρικτής της θανατικής ποινής, αλλά δεν έχω δει ποτέ μια υπόθεση πιο ανησυχητική όσο αυτή».
Πέντε από τους ενόρκους που την καταδίκασαν ζητούν την απαλλαγή της, δηλώνοντας πως λυπούνται βαθιά για όλα τα στοιχεία που δεν αναφέρθηκαν στη διάρκεια της δίκης και που τώρα που τα γνωρίζουν τους κάνουν να αμφιβάλλουν για την ενοχή της. Ενώ η υπόθεση ξεπέρασε τα σύνορα, με την Ε.Ε. να παρεμβαίνει δηλώνοντας μέσω του πρέσβη της στην Ουάσινγκτον Σταύρου Λαμπρινίδη πως «ανησυχεί έντονα για το γεγονός ότι μια γυναίκα δυνητικά αθώα μπορεί να θανατωθεί».
Στις 15 Απριλίου, οι συνήγοροί της κατέθεσαν αίτημα να ανακληθεί η ημερομηνία εκτέλεσής της και να υπάρξει μια νέα δίκη της «γιατί είναι αθώα και η Πολιτεία στηρίχθηκε σε ψευδείς αποδείξεις, ενώ απέκρυψε άλλες, για να την καταδικάσει».
Ο χρόνος μετρά αντίστροφα. Κι ο γιος της Τζον Λούσιο δεν χάνει την ελπίδα του ότι αυτή η τεράστια κινητοποίηση θα καταφέρει να σώσει τη μητέρα του, όπως έχει γίνει με περίπου μία στις τρεις γυναίκες που (σύμφωνα με το Εθνικό Μητρώο Απαλλαγών) απαλλάχτηκαν από τις κατηγορίες τους, ενώ είχαν καταδικαστεί λαθεμένα ότι έβλαψαν τα παιδιά τους ή άλλα αγαπημένα πρόσωπα: από αυτές ένα 70% καταδικάστηκε για εγκλήματα που ποτέ δεν έγιναν, αφού αποδείχτηκε πως ήταν ατυχήματα, αυτοκτονίες ή σκηνοθετημένοι φόνοι.