Στο μυθιστόρημα «Διήμερον ἐν Θεσσαλονίκῃ» (εκδόσεις Historia, 2022) του
Κωνσταντίνου Κούκουνα, ο αφηγητής επιχειρεί ένα βιαστικό πέρασμα δύο ημερών
από τη μεγάλη πόλη του ελλαδικού Βορρά, με στόχο να συναντήσει αγαπημένα
πρόσωπα και αρχαιότητες. Μέσα στο έργο γίνονται και οι απαραίτητες αναφορές
και συγκρίσεις με τη γενέτειρά του, την Πάτρα.
Κατ᾽ αρχάς, βλέπει με θαυμασμό τα βυζαντινά μνημεία της πόλης. Συνομιλεί
μάλιστα και με έναν ντόπιο νεωκόρο που μοιάζει δυσαρεστημένος, επειδή η
Θεσσαλονίκη δεν ανυψώθηκε ποτέ σε Πατριαρχείο. Ο αφηγητής προσπαθεί να τον
παρηγορήσει:
«Στεναχώρια, μια αναίτια πίκρα.
Φόρεσα μάσκα της ταπείνωσης και είπα: ´´Για ρωτήστε κι εμένα από την Πάτρα,
πόσο άσημοι είμαστε. Ούτε ένα ιερό βιβλίο δεν μιλάει για εμάς, καμμιά Θεογονία
του Ησιόδου, καμμιά Βίβλος. Όλοι μάς αγνόησαν´´. Έτσι προσέθεσα, χωρίς όμως
σύμπλεγμα επαρχιωτισμού. Άκυρη διατύπωση, τό είπα έτσι στον αέρα, κουβέντα
να γίνεται.
´´Χμμμ, ναι, ισχύει, αλλά και πάλι δεν μου αρκεί´´, ψέλλισε, μισοϊκανοποιημένος
ο νεωκόρος».
Καθώς το υπεραστικό λεωφορείο τον κατεβάζει ύστερα από διαδρομή έξι ωρών
πίσω στην Πάτρα, φαίνονται δυο ορεινοί όγκοι, το Παναχαϊκό και ο Ομπλός. Ο
αφηγητής ομολογεί:
«Και στο βάθος το Παναχαϊκόν όρος, διάφανος ογκόλιθος, ξεπροβάλλει σαν
πατρίδα. Εδραίο, καλά καθισμένο, με όλη του την σταθερότητα. Είναι πιο δικό
μου, από τότε που προγονικά χέρια μού τό δείχναν με το δάκτυλο. Γύρω από το
πέτρινο πλακουτσό κεφάλι του, είδα τόσους μήνες να φθίνουν, εποχές
ανταλλάσσοντας μεταξύ τους την σκυτάλη.
Κι από δίπλα ο Ομπλός, για όσους τόν γνωρίζουν κι έχουν μάτια να τόν δουν. Πιο
χαμηλό βουνό, ήρεμο, σχεδόν λόφος. Ήπιο και πράο, στο σχήμα και στο όνομα.
Μια οπλή αλόγου.
Έκτοτε, σε όποια χώρα και να βρισκόμουν, αυτά τα δυο βουνά ήταν τυπωμένα στο
μυαλό. Μέτρο σύγκρισης και ζυγαριά».
Στο κλείσιμο του έργου, ο αφηγητής γυρίζει επιτέλους στη γενέτειρά του. Κάνει
έναν στοχασμό πάνω στο όνομα «Αχαΐα», αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητα μιας
τέτοιας λέξης με πανελλήνια εμβέλεια:
«Και να λοιπόν, στον χιλιοϊδωμένο σταθμό των ΚΤΕΛ Πάτρας, το στρογγυλό ρολόι
δείχνει δέκα το βράδυ. Κρέμεται και μια μεγάλη χοντρή επιγραφή, άσπρη με μπλε
γράμματα, σαν ψυγείο με παγωτά.
Λέει ότι «Καλώς ήλθατε, ΑΧΑΪΑ». Αχαΐα ναι, κι εγώ αν με ρωτήσει κάποιος την
ιδιαίτερη καταγωγή μου, αυτό θα πω. Ότι είμαι Αχαιός. Πόσες περιπέτειες πέρασε
κι αυτή η λέξη.
Τρία ονόματα, μια μεγάλη πανστρατιά: Αχαιοί- Αργείοι -Δαναοί. Και αιώνες μετά,
η τελευταία απόπειρα να οργανωθεί αντίσταση στον ρωμαϊκό κατακλυσμό. Οι
πτωχοί στρατηγοί της Αχαϊκής Συμπολιτείας, που πασχίζαν να σηκώσουν την
βαριά κληρονομιά.
Από τους πενήντα τόσους νομούς του κράτους, σ᾽ αυτόν έμελλε να δοθεί το
σπουδαίο πανελλήνιο όνομα. Τό πήρανε οι Πατρινοί, σχεδόν άθελά τους, δεν
πολεμήσανε, δεν χύσανε το αίμα. Εκείνος ο νεωκόρος της μονής Λατόμου θα
τσαντιζόταν, άμα τού έλεγα πόσο βαρύ όνομα φέρουμε. Η δε φίλη μου θα
αδιαφορούσε, γιατί είχε κερδίσει ωριμότητα: στα μάτια της, η καταγωγή δεν ήταν
λόγος περηφάνειας».