Στα τέλη του 2001 συγκλόνισε τον χρηματοπιστωτικό κόσμο τουλάχιστον των ανεπτυγμένων οικονομιών το θορυβώδες σκάνδαλο της Enron, ενός ενεργειακού γίγαντα της Γουόλ Στριτ που χρησιμοποιούσε «δημιουργική λογιστική» για να καλύψει τις απάτες και τη διαφθορά στους κόλπους της. Συνεπεία των αμαρτιών της, η Enron κατέρρευσε τότε παταγωδώς παίρνοντας μαζί της στην άβυσσο κάπου 11 δισ. δολ. από τα κεφάλαια των μετόχων της. Λίγους μήνες αργότερα, η Ουάσιγκτον ψήφισε τον νόμο Σαρμπάνης – Οξλεϊ (Sabranes-Oxley), που επιβάλλει σε όλες τις εισηγμένες στην αμερικανική αγορά εταιρείες, αδιακρίτως αμερικανικές ή ξένες, να υπόκεινται στον πλήρη λογιστικό έλεγχο της αμερικανικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (SEC) και γενικώς των αμερικανικών αρχών. Σήμερα η επίκληση του νόμου Σαρμπάνης – Οξλεϊ από την αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και τον επικεφαλής της, Γκάρι Γκένσλερ, δεν είναι ακριβώς προσχηματική, αλλά σε δεύτερο επίπεδο γίνεται παράμετρος στον εμπορικό, οικονομικό και τεχνολογικό πόλεμο ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη, διακύβευμα του οποίου είναι η παγκόσμια κυριαρχία στις νέες τεχνολογίες και στην οικονομία.
Οι αμερικανικές αρχές καλούν τις εισηγμένες στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης κινεζικές εταιρείες να αποδεχθούν ελέγχους προκειμένου να μη διαγραφούν.
Ο επίμαχος νόμος βρίσκεται στο επίκεντρο μιας οικονομικής διελκυστίνδας ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και στο Πεκίνο που συνεχίζεται μάλλον αθόρυβα στη σκιά του πολέμου στην Ουκρανία και τελευταία στη σκιά της έντασης ανάμεσα στους δύο γίγαντες με αφορμή την επίσκεψη της Νάνσι Πελόζι στην Ταϊβάν. Τον επικαλούνται οι αμερικανικές αρχές καλώντας τις εισηγμένες στην αμερικανική αγορά κινεζικές εταιρείες να συμμορφωθούν προκειμένου να μη διαγραφούν από το αμερικανικό χρηματιστήριο. Η απειλή της διαγραφής από την αμερικανική αγορά αφορά κάπου 150 από τις συνολικά 261 κινεζικές εταιρείες που είναι εισηγμένες στην αγορά της Νέας Υόρκης, συνολικής χρηματιστηριακής αξίας περίπου 1,9 τρισ. δολ. Ανάμεσά τους και κολοσσοί όπως η Alibaba, ανταγωνίστρια της Amazon, καθώς την περασμένη εβδομάδα την πρόσθεσε στη σχετική «μαύρη» λίστα η αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όπως και οι επίσης τεχνολογικοί γίγαντες Baidu, JD.com και Bilibili, αλλά και πολλές άλλες που έχουν υλοποιήσει το «αμερικανικό όνειρό» τους να εγγραφούν στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης.
Είναι γεγονός ότι οι κινεζικές εταιρείες έχουν έως τώρα αποφύγει τον έλεγχο των αμερικανικών αρχών, αν και όχι με δική τους πρωτοβουλία, αλλά υπό την αυστηρή καθοδήγηση του Πεκίνου. Και βέβαια δεν διακυβεύεται απλώς η προσπάθεια της αμερικανικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να αποτρέψει λογιστικές ατασθαλίες και σκάνδαλα. Οι διαγραφές κινεζικών επιχειρήσεων από το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης άρχισαν επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ, με την Ουάσιγκτον να επικαλείται θέμα εθνικής ασφάλειας, να συντάσσει «μαύρες» λίστες και να προσάπτει σε διάφορες κινεζικές εταιρείες κατασκοπεία και συνεργασία με τις κινεζικές ένοπλες δυνάμεις. Γι’ αυτό και λίγες μόνον ώρες μετά την ορκωμοσία του Τζο Μπάιντεν, τον Ιανουάριο του 2021, κατέφθανε στον Λευκό Οίκοι η έκκληση που απηύθηναν στον Αμερικανό πρόεδρο οι κινεζικοί κολοσσοί China Mobile, China Unicom Hong Kong και China Telecom Corp για επανένταξή τους στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Λίγες ημέρες πριν τις είχε διαγράψει το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης υπακούοντας σε σχετική εντολή της προηγούμενης κυβέρνησης. Εκτοτε η SEC και ο Γκάρι Γκένσλερ προσθέτουν διαρκώς κι άλλες κινεζικές εταιρείες στον μακρύ κατάλογο των υποψήφιων για διαγραφή από τους δείκτες της αμερικανικής αγοράς.
Μεγαλώνει η αμερικανική «μαύρη λίστα», στόχος η Alibaba
Αν και έχουν παρέλθει οκτώ χρόνια από τον Σεπτέμβριο του 2014, φαίνεται ακόμη κάπως πρόσφατη η αρχική δημόσια εγγραφή της Alibaba στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης (NYSE), από την οποία ο κινεζικός κολοσσός άντλησε 25 δισ. δολ. Από τις 30 Ιουλίου, όμως, η κινεζική πλατφόρμα που έχει κατορθώσει να αποτελεί παγκόσμιο ανταγωνιστή της Amazon, βρίσκεται στη «μαύρη λίστα» της αμερικανικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (SEC) και απειλείται με έξοδο από το NYSE.
Την ίδια ημέρα προστέθηκαν στη λίστα και οι κινεζικές εταιρείες Ιντερνετ Mogu, Cheetah Mobile και Boqii Holding. Ηταν το τελευταίο κύμα εταιρειών που προσέθεσε η SEC στις υποψήφιες για αποπομπή από τους δείκτες της αμερικανικής αγοράς. Το αμέσως προηγούμενο κύμα ήταν τον Μάιο, όταν προστέθηκαν 80 κινεζικές εταιρείες. Η επιτυχία της Alibaba και του ιδρυτή της, Τζακ Μα, ενέπνευσε αντίστοιχες φιλοδοξίες σε πολλές άλλες κινεζικές επιχειρήσεις που, όπως επισημαίνουν αναλυτές, δεν αρκούνται να είναι μεγάλες εταιρείες στη δεύτερη οικονομία του κόσμου. Φιλοδοξούν να είναι διεθνείς εταιρείες, αλλά έχουν παγιδευτεί στη δίνη του οικονομικού και τεχνολογικού ανταγωνισμού ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου.
Οι ελπίδες των κινεζικών επιχειρήσεων, ίσως και κάποιες του Πεκίνου, πως η Ουάσιγκτον θα άλλαζε πολιτική από τη στιγμή που ανέλαβε το τιμόνι της χώρας ο Τζο Μπάιντεν, αποδείχθηκαν φρούδες πολύ σύντομα καθώς αποδείχθηκε πως η νέα κυβέρνηση κινείται με άλλο ύφος μεν αλλά στις ίδιες γραμμές με την προηγούμενη τουλάχιστον έναντι της Κίνας. Υπήρξε, πάντως, και μία τουλάχιστον περίπτωση κινεζικής εταιρείας που δικαιολόγησε απόλυτα τη στάση των αμερικανικών αρχών όπως και την ίδια την αποπομπή της από τον δείκτη υψηλής τεχνολογίας Nasdaq. Ο λόγος για τη Luckin Coffee, που ιδρύθηκε το 2017 και μέσα σε μόλις δύο χρόνια άνοιξε 2.400 καταστήματα στην Κίνα. Το 2019 εισήχθη στην αμερικανική αγορά και άντλησε 645 εκατ. δολ. με την αρχική δημόσια εγγραφή της, ενώ όλα έδειχναν ότι ήταν το ανερχόμενο αστέρι που θα ανταγωνιζόταν επάξια διεθνείς αλυσίδες καφέ όπως η Starbucks. Ομως πολύ γρήγορα η Luckin Coffee κατηγορήθηκε ότι παρουσίαζε ψευδή έσοδα. Το 2020, εσωτερικές έρευνες έφεραν στην επιφάνεια την απάτη της διοίκησης, που είχε παρουσιάσει τις πωλήσεις και τα έσοδα αυξημένα κατά 310 εκατ. δολ. Ακολούθησε η διαγραφή της από τον Nasdaq και η τελική πτώχευσή της τον Μάιο. Η περίπτωσή της, ωστόσο, ενίσχυσε την επιχειρηματολογία των αμερικανικών αρχών κατά των κινεζικών επιχειρήσεων. Ετσι στα τέλη του 2020 το αμερικανικό Κογκρέσο ψήφισε νόμο που απαγορεύει την εγγραφή κινεζικών επιχειρήσεων στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης αν προβάλουν οποιαδήποτε αντίρρηση στους ελέγχους των αμερικανικών αρχών.
Απειλές Ουάσιγκτον για απαγόρευση εξαγωγών μικροτσίπ σε κινεζικές βιομηχανίες
Μέσα στην εβδομάδα η Ουάσιγκτον ανακοίνωσε ότι πιθανώς θα απαγορεύσει τις εξαγωγές αμερικανικής τεχνολογίας και εξοπλισμού σε κινεζικές βιομηχανίες που παρασκευάζουν επεξεργαστές.
Το σκεπτικό της απειλής, που δεν είναι ακόμη βέβαιο ότι θα υλοποιηθεί, βασίζεται και πάλι στο γνώριμο επιχείρημα ότι απειλείται η εθνική ασφάλεια της υπερδύναμης μολονότι αυτή τη φορά πρόκειται για εταιρείες που ουδεμία σχέση έχουν με τις ένοπλες δυνάμεις της Κίνας.
Η κίνηση, με εμφανή στόχο την κινεζική βιομηχανία Yangtze Memory Technologies (YMTC), ανερχόμενη δύναμη στον συγκεκριμένο χώρο, παραπέμπει άμεσα σε ανάλογες απαγορεύσεις που αποφάσιζε και πάλι η προηγούμενη κυβέρνηση, η κυβέρνηση Ντόναλντ Τραμπ, σε μια εμφανή προσπάθεια να ανακόψει την ανοδική τεχνολογική πορεία της Κίνας και την ανάδειξή της σε τεχνολογική υπερδύναμη.
Το αμιγώς επιχειρηματικό σκέλος συνίσταται στην προσπάθεια της Ουάσιγκτον να περιφρουρήσει τις αμερικανικές βιομηχανίες Western Digital Corp και Micron Technology που παράγουν μικροεπεξεργαστές μνήμης, τους λεγόμενους μικροεπεξεργαστές NAND. Κι αυτό γιατί η κινεζική YMTC, που ιδρύθηκε μόλις πριν από έξι χρόνια, αποτελεί πράγματι πανίσχυρο ανταγωνιστή για τις αμερικανικές βιομηχανίες χάρη στις ιδιαίτερα χαμηλές τιμές της.
Σύμφωνα με τη συμβουλευτική εταιρεία Yole Intelligence, η YMTC αντιπροσωπεύει το 5% της παγκόσμιας παραγωγής μικροτσίπ NAND, ενώ οι αμερικανικές Western Digital και Micron περίπου το 13% και το 11%, αντιστοίχως. Το ποσοστό της YMTC, όμως, είναι σχεδόν διπλάσιο από εκείνο του περασμένου έτους και φαίνεται να έχει τη δυναμική για να επισκιάσει τις αμερικανικές βιομηχανίες.
Αυτόν τον κίνδυνο έχει επικαλεστεί, άλλωστε, από πέρυσι ο Λευκός Οίκος, όταν σε σχετική έκθεσή του χαρακτήρισε την κινεζική βιομηχανία «απειλή» για τις αμερικανικές βιομηχανίες. Στην ίδια έκθεση ανέφερε μάλιστα πως η YMTC είναι εθνικός πρωταθλητής της Κίνας και αποδέκτης επιδοτήσεων που φτάνουν στα 24 δισ. δολ.
Οσον αφορά, όμως, τη συνέχεια που δίνει η αμερικανική πολιτική στον οικονομικό και τεχνολογικό ανταγωνισμό της με τη δεύτερη οικονομία στον κόσμο, είναι ενδεικτικό ότι η YMTC διερευνάται ήδη από το αμερικανικό υπουργείο Εμπορίου. Αιτία των ερευνών είναι, όμως, ότι η εν λόγω βιομηχανία κατηγορείται πως παραβίασε την απαγόρευση της Ουάσιγκτον κατά των εξαγωγών αμερικανικού εξοπλισμού και ειδικότερα μικροεπεξεργαστών στον κινεζικό κολοσσό των τηλεπικοινωνιών, τη Huawei.
Εν ολίγοις κατηγορείται ότι έχει προμηθεύσει την κινεζική εταιρεία που βρέθηκε όσο καμία άλλη στο στόχαστρο της Ουάσιγκτον επί Ντόναλντ Τραμπ, όταν η υπερδύναμη άσκησε συστηματικές πιέσεις στους συμμάχους της ανά τον κόσμο για να αποκλείσουν τη Huawei από τα δικά τους δίκτυα πέμπτης γενιάς (G5). Πριν από ένα μήνα διέρρευσε άλλωστε ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν σχεδιάζει να επιβάλει περιορισμούς στις εξαγωγές εργαλείων για την παραγωγή μικροτσίπ προς την Κίνα, με απώτερο στόχο να ανακόψει την εξέλιξη της μεγαλύτερης κινεζικής βιομηχανίας μικροτσίπ, της SMIC.
Την περασμένη εβδομάδα, άλλωστε, το αμερικανικό Κογκρέσο υπερψήφισε νόμο που προβλέπει επενδύσεις πολλών δισ. δολαρίων με σκοπό την ανάπτυξη της αμερικανικής βιομηχανίας μικροεπεξεργαστών και τον επιθετικό ανταγωνισμό προς την Κίνα. Οι βιομηχανίες που θα είναι επιλέξιμες για τις σχετικές επιδοτήσεις θα υπόκεινται, όμως, σε αυστηρούς περιορισμούς ως προς την κατασκευή ή αναβάθμιση μικροτσίπ σε ορισμένες χώρες και ιδιαιτέρως στην Κίνα.