Στη σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας, η Μαρία Καλλιμάνη υποδύεται μια επιτυχημένη γυναίκα, χωρίς ρωγμές, στην παράσταση «Φθινόπωρο Χειμώνας» του Σουηδού συγγραφέα Λαρς Νορέν. Στην τηλεοπτική οθόνη τη βλέπουμε στις «Αγριες μέλισσες», στον ρόλο της αντιπαθητικής, πουριτανής δασκάλας που υποστηρίζει την «επανάσταση», όπως αποκαλεί το χουντικό καθεστώς.
Εύα και Αιμιλία. Τι ομοιότητες έχουν μεταξύ τους; «Είναι εντελώς διαφορετικές, με άλλο επάγγελμα, ζωή και κοινωνική θέση. Διαχειρίζονται αλλιώς τις σχέσεις τους, όμως, αν θα έβρισκα ένα κοινό σημείο, είναι ότι και οι δυο δείχνουν άλλα από αυτά που αισθάνονται ή τους ωθούν να συμπεριφερθούν έτσι. Η Εύα είναι μια πολύ ωμή γυναίκα, φαινομενικά χωρίς αισθήματα, κάτι που βλέπει κανείς και στην Αιμιλία», λέει στην «Κ» η καταξιωμένη ηθοποιός. «Ομως τις βλέπουμε σε άλλο περιβάλλον, άλλη εποχή, άλλη χώρα. Η Εύα που παίζω στο θέατρο, σε σκηνοθεσία του Νίκου Μαστοράκη, είναι μια ικανή γυναίκα, με μεγάλη οικονομική άνεση, ατσαλάκωτη, φαινομενικά χωρίς πληγές. Ομως, σταδιακά παρακολουθούμε τις ματαιώσεις και τις ρωγμές της. Είναι ένα έργο που γράφτηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και εκδόθηκε το 1992 από έναν εξαιρετικό συγγραφέα και μυθιστοριογράφο, ο οποίος δυστυχώς “έφυγε” από τον κορωνοϊό τον περασμένο Ιανουάριο. Τα έργα του διακρίνονται από ρεαλισμό και συνήθως εστιάζουν στις οικογενειακές σχέσεις».
Εδώ αναφέρεται σε μια οικογένεια όπου τα τέσσερα μέλη της βρίσκονται μία φορά τον μήνα και τρώνε μαζί στο πατρικό σπίτι. Αγαπιούνται βαθιά, αλλά, όπως συμβαίνει συχνά και στις ελληνικές οικογένειες, σε αυτές τις συναντήσεις αλληλοσπαράσσονται. «Ολα ξεκινούν σε μια ζεστή, χαλαρή οικογενειακή ατμόσφαιρα, αλλά όσο περνάει η ώρα, και με τη βοήθεια του αλκοόλ, αποκαλύπτονται οι σχέσεις της οικογένειας: μητέρας-κόρης, πατέρα με τις κόρες, των δύο αδελφών, αλλά και του ζευγαριού».
Η τηλεοπτική της ηρωίδα, η Αιμιλία, δεν είναι συμπαθής. Ωστόσο, ο αρνητικός χαρακτήρας είναι πάντα πρόκληση για τον ηθοποιό. «Οφείλω να την κατανοήσω. Οχι να σταθώ απέναντί της. Πρέπει να δω τις πληγές της που την κάνουν να φέρεται έτσι».
Η επιστροφή στη σκηνή έμοιαζε με κοσμοϊστορικό γεγονός, λέει η ηθοποιός. «Για όλους μας (Μπέτυ Αρβανίτη, Αννα Καλαϊτζίδου, Αλκη Παναγιωτίδη) η χαρά ήταν τεράστια που ξαναβρεθήκαμε, ενώ παράλληλα βιώσαμε μια νέα πραγματικότητα: Θεατές με καλυμμένα πρόσωπα. Ομως πάντα θα θυμάμαι τη δεύτερη καραντίνα. Ξεκινήσαμε πρόβες για το «Φθινόπωρο Χειμώνας», σταματούσαμε, ξαναπιάναμε το έργο, βιώναμε την εναλλαγή της ελπίδας και της διάψευσης. Ευτυχώς ξαναπαίζουμε. Εκανα το εμβόλιο, άλλωστε η μόνη ελπίδα για μένα είναι η επιστήμη. Βέβαια, μέσα στην αναγκαστική ησυχία και την απομόνωση, έγιναν πολλοί απολογισμοί και συγχρόνως βγήκαν στο φως καταχωνιασμένα βιώματα και συναισθήματα».
Η Εύα που παίζω στο θέατρο, σε σκηνοθεσία του Νίκου Μαστοράκη, είναι μια ικανή γυναίκα, με μεγάλη οικονομική άνεση, ατσαλάκωτη, φαινομενικά χωρίς πληγές.
Οι αποκαλύψεις της Σοφίας Μπεκατώρου για τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις στον χώρο του αθλητισμού, βοήθησαν να βγουν στο φως και εκείνες του θεάτρου. «Ισως δεν ήταν έτοιμο το έδαφος να φανούν νωρίτερα. Καλώς βγήκαν όλα, μήπως και αναχαιτισθούν αρρωστημένες συμπεριφορές. Βλέπετε, ακόμη και οι γυναικοκτονίες που συμβαίνουν στην κοινωνία γενικότερα, δείχνουν κάτι».
Η συζήτηση στρέφεται στην τηλεόραση όπου πρωτόπαιξε το 1998 στο «Νυχτερινό Δελτίο» του Πέτρου Μάρκαρη, σε σκηνοθεσία του Πάνου Κοκκινόπουλου, με τον οποίο συνεργάστηκε και στο «Ου φονεύσεις», ενώ με την Πηγή Δημητρακοπούλου στο «Εν Ιορδάνει» και το «Δέκα». Οσο για τη νέα της ηρωίδα, «θα με κούραζε να παίζω την καλή», λέει. «Μεγάλωσα με την ετικέτα του καλού παιδιού και της συνεσταλμένης, δεν εκφραζόμουν εύκολα. Με χαροποιεί ότι μέσα από τη δουλειά που διάλεξα, την υποκριτική, μπορώ να εκφράσω πολλές πτυχές του εαυτού μου. Οι αιχμηρές πλευρές του, τολμώ να πω ότι είναι έντονες. Οι δικοί μου άνθρωποι το γνωρίζουν. Μου αρέσει ότι στον ρόλο της αντιπαθητικής δασκάλας δοκιμάζομαι σε ακραίες συμπεριφορές». Τι της λέει ο κόσμος; «Μια κυρία προχθές στο κομμωτήριο, που με αναγνώρισε, μου είπε ότι με αποκαλεί σαύρα».
Καλοσυνηθισμένη από το σινεμά και τις πολλές λήψεις –μια σκηνή μια ώρα και συχνά περισσότερο–, στην αρχή σοκαρίστηκε με τους γρήγορους ρυθμούς της τηλεόρασης. «Οταν το αποδέχθηκα, είδα ότι είναι μια εξαιρετική άσκηση ετοιμότητας, να είσαι αυτό που πάντα επιδιώκουμε στο θέατρο και το σινεμά: το εδώ και τώρα. Οσο μεγαλώνω με χαλαρώνει η αποδοχή ότι δεν γίνονται πάντα όλα τέλεια. Οταν κάτι δεν μου αρέσει, λέω αυτό μπορώ να το βελτιώσω. Σπάει την τελειομανία μου και γίνομαι πιο ρεαλίστρια».
Η Μαρία Καλλιμάνη έγινε γνωστή από το θέατρο, στο οποίο βρίσκεται από το 1997, όμως με καθυστέρηση 12 χρόνων έγινε το αγαπημένο παιδί του κινηματογράφου αρχίζοντας με τις ταινίες «Χώρα προέλευσης» του Σύλλα Τζουμέρκα και τον «Αντεροβγάλτη» του Γιάννη Οικονομίδη. Εκτοτε δεν υπήρχε χρονιά χωρίς να παίξει σε μια ταινία. Τώρα ετοιμάζεται για τρεις συμμετοχές, αλλά αποκαλύπτει μόνο τη μικρού μήκους ταινία του Δημήτρη Νάκου, το «Εντεκα και είκοσι», το οποίο σύντομα θα πάρει τον δρόμο για τα φεστιβάλ.
Παραδέχεται ότι αγαπά το σινεμά, γιατί, ενώ έχει ένταση, αδρεναλίνη, τη χαλαρώνει περισσότερο από το θέατρο το οποίο έχει μεγαλύτερη πειθαρχία και καθημερινή τριβή. «Ωστόσο, στο θέατρο ωριμάζει ο ηθοποιός, εκεί ασκεί τα ερμηνευτικά του μέσα. Ολα αυτά που έψαχνα κι ακόμη αναζητώ από το θέατρο, όσα ονειρευόμουν για το ρεαλιστικό θέατρο και την αλήθεια, στο σινεμά τα έβγαλα ευκολότερα, γιατί είχα ασκηθεί στη σκηνή».
Επιπλέον, εδώ και 13 μήνες είναι στο Δ.Σ. του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. «Υπάρχουν καλοί ηθοποιοί αλλά υπάρχουν και πολλοί αξιόλογοι κινηματογραφιστές που είναι ταλαντούχοι, διακρίνονται σε διεθνή φεστιβάλ και πρέπει να στηριχτούν».
Και όμως, πριν γίνουν όλα αυτά ήταν αρχαιολόγος! Πριν από τη δραματική σχολή του Εμπρός, συμμετείχε σε ανασκαφές με αγαπημένο της δάσκαλο τον Πέτρο Θέμελη στην Αρχαία Μεσσήνη, σε έρευνες στην Κύπρο και στη Γαλλία και εργάστηκε στο Κέντρο Μελέτης Νεότερης Κεραμικής. Οι λόγοι που στράφηκε στο θέατρο ήταν προσωπικοί. «Οταν έχασα τον πατέρα μου, σε ένα σεμινάριο που έκανα εκείνο τον καιρό μού έδωσαν να παίξω την Ηλέκτρα. Με ανακούφισε πολύ. Η ανάγκη μου να συμμετέχω ολόκληρη. Στην αρχαιολογία όσο και στο θέατρο χρησιμοποιείς τη φαντασία, ανακαλύπτεις κόσμους. Στην αρχαιολογία φαντάζεσαι, ανασυνθέτεις, δημιουργείς. Στο θέατρο τα ευρήματα είναι το κείμενο, η δουλειά με τον σκηνοθέτη, τα δεδομένα. Είχα ανάγκη να συμμετέχω ολόκληρη και με το σώμα».