Το τελευταίο τηλεφώνημα ανάμεσα στη Μάρθη και τη μητέρα της δεν κράτησε ούτε ένα λεπτό.
«Μαμά, θα αργήσουμε, το τρένο έχει καθυστέρηση. Θα είσαι ξύπνια να μου ανοίξεις; Δεν έχω κλειδιά…».
Ήταν τα τελευταία της λόγια, η τελευταία γέφυρα με τη μητέρα της, τη μοιραία Τρίτη 28 Φεβρουαρίου. Μια φράση καθημερινή, σχεδόν ασήμαντη, που όμως έμελλε να γίνει το πιο βαριά φορτισμένο κομμάτι μνήμης.


Η Μάρθη είχε κατέβει εκδρομή στην Αθήνα με την κολλητή της Φραντσέσκα —τη «Φραν» για τους φίλους— και μια ακόμη κοπέλα. Σκοπός τους, λίγες μέρες χαράς και ανεμελιάς, με μια στάση στο καρναβάλι της Πάτρας. Η τρίτη φίλη έφυγε μια μέρα νωρίτερα, κι έτσι η Μάρθη και η Φραν αποφάσισαν να παρατείνουν λίγο ακόμη την παραμονή τους στην Αθήνα. Μια απόφαση της στιγμής που, χωρίς να το ξέρουν, θα καθόριζε το νήμα της ζωής τους.

Στα 19 της χρόνια, η Μάρθη είχε ήδη χαράξει μέσα της έναν δρόμο. Σπούδαζε Ειδική Αγωγή και ονειρευόταν τη μέρα που θα άνοιγε το δικό της νηπιαγωγείο: έναν χώρο γεμάτο αγάπη, δημιουργία και παιδικά χαμόγελα.
Ήταν παιδί με δίψα για γνώση. Τίποτα δεν δεχόταν άκριτα. Αν της έλεγες «αυτό είναι έτσι», ήθελε να ξέρει το γιατί. Διάβαζε, ρωτούσε, επέμενε. Δεν την τρόμαζε να πει «δεν ξέρω» — αντιθέτως, ήταν για εκείνη πρόκληση να μάθει.
Μικροκαμωμένη αλλά με ψυχή μεγάλη. Ειλικρινής μέχρι το κόκαλο. Δεν υποκρινόταν, δεν έλεγε ψέματα. Προτιμούσε να πει την αλήθεια κατάματα, ακόμη κι αν πλήγωνε, ακόμη κι αν ρίσκαρε σχέσεις. Η αυθεντικότητα ήταν το δικό της μέτρο ζωής.


Η Γιολάντα, η παιδική της φίλη από το νηπιαγωγείο, τη ρυθμική γυμναστική και το δημοτικό, τη θυμάται με συγκίνηση:
«Ήταν πιστή φίλη. Ήξερες πως θα είναι δίπλα σου. Τρομερά αστεία και αντιδραστική — αλλά όχι χωρίς λόγο. Ήξερε γιατί διαφωνούσε. Δεν σε έκρινε ποτέ και σε άκουγε πραγματικά. Σου έδινε χώρο να πεις αυτό που θέλεις, να πονέσεις όπως θέλεις, και σε υποστήριζε σε οποιαδήποτε συνθήκη».
Η Μάρθη, η Φραντσέσκα και η Γιολάντα ήταν μια τριάδα αχώριστη. Μια φιλία που έμοιαζε περισσότερο με αδελφική σχέση.

Πάνω απ’ όλα, η Μάρθη λάτρευε τον αδελφό της, τρία χρόνια μεγαλύτερο. Είχε μόλις τελειώσει τις σπουδές του στις πολιτικές επιστήμες. Η ορκωμοσία του ήταν το τελευταίο πράγμα που μοιράστηκαν στο τηλέφωνο. Είχε σκεφτεί να της το ανακοινώσει από κοντά, όμως δεν άντεξε και το αποκάλυψε νωρίτερα, ξέροντας πόσο θα καμάρωνε.
Η χαρά της ήταν γνήσια, η περηφάνια της ολοφάνερη. Εκείνος ήξερε πόσο τον αγαπούσε. Εκείνη ήξερε ότι ήταν η μεγάλη της αδυναμία.

Η Μάρθη Ψαροπούλου έφυγε νωρίς, αφήνοντας πίσω της ανείπωτο κενό. Όμως όσοι τη γνώρισαν κουβαλούν μέσα τους κάτι από το φως της. Την αγάπη της για τη γνώση, την πίστη στη φιλία, την αφοσίωση στην οικογένεια, την αλήθεια που δεν διαπραγματευόταν.
Ένα κορίτσι που βιαζόταν να ζήσει. Που δεν πρόλαβε να δει τα όνειρά του να ανθίζουν. Μα που μέσα σε 19 χρόνια πρόλαβε να χαρίσει αγάπη, ειλικρίνεια και χαμόγελα που δεν σβήνουν.
Η Μάρθη δεν είναι πια εδώ. Αλλά το φως της θα μένει, να θυμίζει ότι ακόμη και η πιο σύντομη ζωή μπορεί να αφήσει πίσω της κάτι ανεκτίμητο